Μια γεύση ευτυχίας, από τη Μαρία Σκαμπαρδώνη

Μια γεύση ευτυχίας, από τη Μαρία Σκαμπαρδώνη

Ο Διονύσης θα γιόρταζε σε λίγες ημέρες τα δεκαέξι του χρόνια.

Ήταν ένας νέος γεμάτος δύναμη, μεγαλόσωμος για την ηλικία του και γεροδεμένος. Σκεφτόταν την οικογένειά του και τι δώρο θα αποφάσιζε να του πάρει. Εκείνος ήθελε ένα ποδήλατο, χρόνια ολόκληρα το λαχταρούσε. Το ήθελε για να μετακινείται με μεγαλύτερη ευκολία, για να κάθεται επάνω σε αυτό και να αισθάνεται βασιλιάς.

Η ορμή της ηλικίας τον παράσερνε να σκέφτεται συνεχώς το θαυμασμό που θα μπορούσε να έχει από τους φίλους, τη ζήλια που μπορεί και να αισθανόντουσαν για το σπουδαίο αυτό δώρο που θα δεχόταν όταν τον έβλεπαν να το οδηγεί.

Η Κυριακή που θα ερχόταν θα του έδινε απάντηση σε όλες τις απορίες του.

Κυριακή! Μέσα στο σπίτι φωνές και χαρές και γλυκά να υποδέχονται τους φίλους και καλεσμένους. Ο Διονύσης σηκώθηκε όλο χαρά, έπεσε με ορμή στην αγκαλιά των γονιών του οι οποίο του έδωσαν τις θερμότερες ευχές. Δεν υπήρχε όμως ποδήλατο, πουθενά…

-Σε λίγη ώρα θα έρθει και ο παππούς! τον ενημερώνει η μητέρα του.

Ο παππούς ήταν πια μεγάλης ηλικίας, αλλά ήθελε να γιορτάσει μαζί με τον εγγονό του μία ημέρα τόσο σημαντική για τη ζωή του. Θα το έφερνε κανένα δώρο; Άραγε θα έβρισκε το ποδήλατο που λαχταρούσε τόσο πολύ;

Η πόρτα του σπιτιού ανοίγει. Ήρθε ο παππούς! Ο Διονύσης τρέχει και τον αγκαλιάζει με τόση αγάπη.

-Αγαπημένε μου εγγονέ, είπε ο παππούς, αυτό είναι το δώρο μου για σένα. Μεγάλωσες πια, πρέπει να μάθεις να μετακινείσαι πιο εύκολα.

Ήταν ένα ποδήλατο! Η καρδιά του Διονύση σκίρτησε από χαρά; ένα ποδήλατο δικό του, αποκλειστικά δικό του! Φίλησε τα χέρια του παππού του και έτρεξε κοντά στο ποδήλατο.

Ήταν τόσο ευτυχισμένος που αμέσως ήθελε να ξεχυθεί με αυτό στους δρόμους. Δε σκέφτηκε τίποτα, το μόνο που ήθελε ήταν να αισθανθεί ελεύθερος, να τρέξει με ορμή στους δρόμους.

Δεν πρόσεξε όμως, εκείνο το αυτοκίνητο που έτρεχε με ορμή και δεν κατάφερε να σταματήσει, παρασέρνοντας και ρίχνοντας τον ίδιο σε ένα χαντάκι… δεν πρόσεξε εκείνο το αυτοκίνητο που του έκλεισε τα μάτια μόλις στα δεκαέξι του χρόνια…

Άραγε η ευτυχία να συνάδει πάντοτε με το θάνατο; Ο Διονύσης, λίγο πριν φύγει εντελώς μάταια και άδικα από τη ζωή, πήρε τη δική του γεύση ευτυχίας…

 

Γράφει η Μαρία Σκαμπαρδώνη

Διαβάστε επίσης

Close