Νεφέλη, από τον Βαλάντη Γαούτση

Νεφέλη, από τον Βαλάντη Γαούτση

Μια οπτασία αιθέρια πορπάτει αργά και παίζει μες τα έλη•
την είδ’ αχάραγα, γυμνή• έν’ αεράκι γύρω της σα νυφικό τη ντύνει,
κι ειν’ λαβωμένη η σκέψη της, κι είν’ το παράπονο που εντείνει
την πεθυμιά της την κρυφή, που τάχα δεν τη μέλλει:
α, τα κόκκινα χείλη οπού ‘ταξεν η αγάπη στη Νεφέλη.

Νεφέλη, από τον Βαλάντη Γαούτση
της Δήμητρας Πατρινέλη

Κάθε ξημέρωμα, την εθώρουν λίγοι εκλεχτοί,
με τρόπο βραδύ τα μαλλιά της γύρω απ’το λαιμό να δένει.
Σε λίγ’ ανθάκι’ από ζωή στεγνά, ξαπλώνει πάνου και τους κρένει:
Πώς είστε ακόμη ολόλαμπρα; πώς κάνετε την τύχη σας δεχτή;
κι ένας νιός παρακείθε κρυφά που χαμογέλασε, τη βρήκε διαλεχτή.

Απά στο στήθος της ζωγράφιζε ήλιους με το νου του,
και κάθε βόρβορο ψυχής, της τον εκαθάριζ’ απ’τα μάτια.
Κάθε δάκρυ πού’τρεξες, της λέγει, στη ζωή, υψώνεται σαν τα ελάτια:
με τη σκιά δροσίζουν καθέναν απο ‘μάς, τον πυρετό του μέτωπού του,
εφόσον ‘κείνος κηδεύσει μες στις ρίζες τους τον πόνο του εαυτού του.

Κι έδωσεν η κόρη μια στη γη να σηκωθεί, σαν άγριο ζώο που θέλει
να ορμήξει ‘πά στο θήραμα, σαν πεινασμένο από καιρό.
Ένας άνεμος της χτένισε τα μαλλιά και την ψυχή της, και το νερό
βάλτων και λιμνών κοντά στα έλη, εχρύσισ’ απ’το φως της μέρας π’ανατέλλει:
Είν’ η περίφημος ζωή οπού ‘ταξεν η αγάπη στη Νεφέλη.

Γράφει ο Βαλάντης Γαούτσης

Διαβάστε επίσης

Close