Ο μοναχικός ξένος, από την Έλλη Πράντζου

Ο μοναχικός ξένος, από την Έλλη Πράντζου

Έμοιαζε με σκιά χωρίς περίγραμμα. Ενωνόταν αρμονικά με τη νύχτα.

Περίμενε να του μιλήσει η σιωπή κάθε βράδυ κι έπειτα έβγαινε στα ομιχλώδη τοπία των πόλεων για να περπατήσει στις ταράτσες και τις σκεπές των σπιτιών.

Ο κόσμος μέσα από την οπτική γωνία των ματιών του έμοιαζε κομμάτι άγνωστου παραμυθιού. Ακόμη και τα γκρίζα, άσχημα, καπνισμένα σημεία των αστικών εικόνων ντύνονταν με το μυστηριακό πέπλο της φαντασίας του.

Κρυφοκοίταζε μέσα στα παράθυρα, όχι από αδιακρισία, μα θέλοντας να πάρει μέρος στα όνειρα των ανθρώπων και προσπαθούσε να μάθει πράγματα γι’ αυτούς μέσα από το υποσυνείδητό τους. Στους εφιάλτες διασκέδαζε, του ήταν τόσο γνωστοί που συνήθως με την παρουσία του κατέληγαν σε κωμωδία.

Τα όμορφα όνειρα όμως τον τρόμαζαν. Δεν ήξερε γιατί. Του ήταν ανοίκεια και το τέλος τους μέσα στο κεφάλι του δεν μπορούσε παρά να ήταν άσχημο. Αν τύχαινε να παγιδευτεί κάποια νύχτα μέσα σε ένα όμορφο όνειρο έκανε ο,τι μπορούσε για να το μετατρέψει σε εφιάλτη, μια ώρα αρχύτερα, όπως έλεγε.

Στο τέλος ένιωθε τύψεις αλλά και μεγάλη ανακούφιση την οποία δεν μπορούσε να εξηγήσει μιας κι ο ίδιος δεν ήταν κακός. Άλλες πάλι φορές καθόταν πάνω σε κάποιο δέντρο, σε κάποια ταράτσα, σε κάποια κολόνα και ρουφούσε τα σύννεφα λίγο-λίγο.

Τραβούσε μέσα του μεγάλες ρουφηξιές από τα σύννεφα κι έπειτα ξεφυσούσε σιγά-σιγά κάνοντας συνεφέννια σχήματα στον ουρανό όπως οι άνθρωποι κάνουν κυκλάκια από καπνούς τσιγάρων.

Αυτή ήταν μια συνήθεια που την είχε υιοθετήσει την πρώτη φορά που πίστεψε πως ερωτεύτηκε. Ήταν μια όμορφη κοπέλα λίγο μετά την εφηβεία που τη συνάντησε μέσα σε έναν από τους εφιάλτες της και μαγεύτηκε. Παραδέχτηκε ότι αυτό που ένιωθε ήταν μάλλον ερωτάς γιατί εκείνη ήταν η μοναδική φορά που δεν ένιωσε ανακουφισμένος μέσα σε έναν εφιάλτη.

Αντιθέτως κάτι μέσα του τού φώναζε να ξυπνήσει την κοπέλα κι εκείνος είχε πετάξει μια πέτρα στο παράθυρό της τελικά για να το καταφέρει. Εκείνη όμως είχε τρομάξει τόσο πολύ που της είχε πάρει πολλή ώρα ώσπου να ξανακοιμηθεί. Πόσο ήθελε να μπει μέσα στο δωμάτιό της, να της κρατήσει το χέρι και να την ηρεμήσει…

Αντί γι’ αυτό έμεινε ξαπλωμένος σε μια γωνιά του μπαλκονιού της ατενίζοντας τα σύννεφα μέχρι που από τους πολλούς αναστεναγμούς εκείνα άρχισαν να μετακινούνται και να κόβουν βόλτες στον ουρανό.

Στην αρχή δειλά-δειλά είχαν κάνει έτσι την εμφάνισή τους μερικά αστέρια κάτω από τις πυκνές λευκές αέρινες φορεσιές των σύννεφων κι αυτό του άρεσε πολύ. Τ’ αστέρια του θύμιζαν τα μάτια της κοπέλας.

Προσπαθώντας να διαλύσει τα σύννεφα για να φανούν πιο πολλά αστέρια άρχισε να ρουφάει τις βαμβακένιες τούφες τους και να τις σκορπάει έπειτα διάσπαρτα στον ουρανό ξεφυσώντας όσο πιο απαλά μπορούσε. Έτσι, περνώντας ο καιρός έμαθε να κάνει και συννεφένια σχέδια χρησιμοποιώντας τον απέραντο ουρανό για καμβά.

Ξέχασε για λίγο τ’ αστέρια και καταπιάστηκε μ’ εκείνα τα σχήματα. Την κοπέλα όμως δεν την ξέχασε ποτέ. Την επισκεπτόταν συχνά και προσπαθούσε να εξασφαλίζει χαρούμενο τέλος σε όλα της τα όνειρα, άσχημα κι όμορφα.

Στα ταξίδια του συναντούσε ανθρώπους κάθε λογής. Προσπαθούσε να μη νιώθει πράγματα γι’ αυτούς και πίστευε πως τα είχε καταφέρει ως τότε. Ένα βράδυ όμως που είχε τολμήσει να επισκεφτεί δυο πόλεις την ίδια νύχτα ένιωσε τόσο εξαντλημένος που τον πήρε ο ύπνος σε κάποια ταράτσα χωρίς να το καταλάβει.

Εκείνη τη νύχτα, λοιπόν, ονειρεύτηκε πως κάποιοι από τους ανθρώπους που είχε γνωρίσει στα ταξίδια του μέσα από τα όνειρά τους ήταν καλοί του φίλοι και πως εκείνη η όμορφη κοπέλα ήταν η κοπέλα του. Το όνειρό του ήταν τόσο όμορφο που ξύπνησε κατατρομαγμένος, καταϊδρωμένος και πανικόβλητος.

Φοβάμαι, μουρμούρισε ασυναίσθητα. Φοβάμαι να ζήσω, επανέλαβε σαν να έκανε μια μεγάλη διαπίστωση. Και τότε παραδέχτηκε πως μισούσε τα όμορφα όνειρα γιατί ερχόταν σε αντίθεση με την άδεια ζωή του κι επειδή τρόμαζε στην ιδέα πως στο τέλος θα χαλούσε κάτι όμορφο κι εκείνος θα έμενε ξανά μόνος μα και πληγωμένος.

Να όμως που επιτέλους κατάλαβε πως αυτό που τον είχε αναγκάσει να ζει στα σκοτάδια ολομόναχος δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ο ίδιος του ο φόβος κι ο φαύλος κύκλος μέσα στον οποίο είχε παγιδευτεί.

Αποφάσισε, λοιπόν, πως η επόμενη του βόλτα θα γινόταν μέρα για να δει ο κόσμος το πραγματικό του πρόσωπο έξω από τα όνειρα και τους εφιάλτες.

Όποιος με αγαπήσει γι’ αυτό που θα δει, γι’ αυτό που είμαι, θα γίνει φίλος μου, αποφάσισε. Μέχρι τότε θα συνεχίσω να βολτάρω κάτω από το φως του ήλιου για να δω κι αυτήν την πλευρά της ζωής…

 

Γράφει η Έλλη Πράντζου

 

 

Διαβάστε επίσης

Close