Οι δε εννέα πού; από τη Μαρία Σκαμπαρδώνη

Οι δε εννέα πού; από τη Μαρία Σκαμπαρδώνη

Θυμώνω και ταράζομαι,
της αχαριστίας το μαχαίρι τη σάρκα κατατρώγει.
Η λογική μου προσπαθεί να κυριεύσει και σβήνει
της αχαριστίας το αίσθημα λες και είναι σκόνη.

Μα η ψυχή μου αναρριγεί,
θλίβεται, παραπονιέται.
Επάνω από το κρεβάτι μου μία σκιά,
ο εαυτός μου, άσκοπα περιπλανιέται.

Και θυμάμαι, Κύριε,
που γιάτρεψες τους δέκα τους λεπρούς.
Που Σε καλούσαν για έλεος και θεραπεία,
με τις ικεσίες που πάντοτε ακούς.

Και τους ζήτησες να πάνε και να δείξουν
τις πληγές στον ιερέα αν έχουν γιατρευτεί.
Και στην πορεία τους διαπίστωσαν
πως υγιείς είχαν πλέον καταστεί.

Και οι εννέα έτρεξαν περιχαρείς,
εκτός από τον ευεργέτης τους να πάνε αλλού.
Μόνο ο αλλοεθνής προσκύνησε και ευγνωμονούσε
με τον Κύριο να ρωτάει: «οι δε εννέα, πού;»

Αν και ο Χριστός αχαριστία
βίωσε σε τέτοιο βάθος.
Γιατί να μη βιώσω και εγώ ο σποδός,
πόνο από αλλουνού το λάθος;

Γράφει η Μαρία Σκαμπαρδώνη

Διαβάστε επίσης

Close