Οργή, της Μαρίας Σκαμπαρδώνη

Οργή, της Μαρίας Σκαμπαρδώνη

Όταν μου χαμογελά, τότε φοβάμαι περισσότερο. Τότε είναι που δεν ξέρω πότε το μίσος θα ξεπροβάλλει στα μάτια και η αγκαλιά θα γίνει μαχαίρι κοφτερό.

Δεν ξέρω πια τι να σκεφτώ. Κάθε βλέμμα μία υποψία, κάθε αγκαλιά μία φυλακή, κάθε ελπίδα μία αυταπάτη. Μία ζήλια παράλογη, μία υποψία που όπως είχε γράψει και ο Νίτσε, «δηλητηριάζει τα πάντα χωρίς να είναι βέβαιη για τίποτα».

-Πες μου μωρή π…, ποιος ήταν αυτός που μιλούσες σήμερα;
-Ένας απλός συνάδελφος ήταν. Μα, γιατί δε με πιστεύεις;
-Απλός συνάδελφος. Σε ποιον τα πουλάς αυτά μωρή; Θα με κάνεις εμένα κερατά εσύ; Θα σε βάλω κάτω και θα σε σαπίσω το ξύλο.
-Σταμάτα πια, δε σε αντέχω άλλο! Παλιάνθρωπε, τι άνδρας είσαι πια;
-Σε ποιον βγάζεις γλώσσα. Τόλμησε ξανά και ζωντανή δε θα μείνεις».

Τα μάτια του ήταν κόκκινα, ο θυμός και η οργή ήταν μία φωτιά που αν δεν έπαυε, θα μπορούσε να κάψει τα πάντα.
Δεν ξέρω αν ο άνθρωπος που αγάπησα υπήρξε ποτέ, αλλά υποδύθηκε έναν άνθρωπο που ποτέ δεν υπήρξε.

Τώρα υπάρχει μόνο μία οργή. Ή υπάρχουν δύο οργές. Η αναίτια δική του και η δικαιολογημένη η δική μου.
Ποια άραγε θα υπερισχύσει;

Γράφει η Μαρία Σκαμπαρδώνη

Διαβάστε επίσης

Close