Όταν ανθίζουν οι αμυγδαλιές μες τα τσιμέντα

Όταν ανθίζουν οι αμυγδαλιές μες τα τσιμέντα

Ήθελε να βλέπουν το ίδιο φεγγάρι, γιατί ήταν το μόνο που τους είχε μείνει κοινό. Περνάει χρόνος για να ανθίσει η αγάπη λένε και η δική της έτυχε να  φυτρώσει σε απρόσφορο έδαφος μέσα στα τσιμέντα. Μα όσο και αν ο κόσμος της έλεγε πόσο δύσκολο θα είναι να μεγαλώσει, εκείνη τόσο πείσμωνε και ξεμύτιζε σιγά σιγά μέσα από τα χαλάσματα. Πόσο πολύ χαιρόταν που σε λίγο θα μεγάλωνε και θα έφτανε να κοιτάξει το φεγγάρι. Είχε την εντύπωση ότι κάποια στιγμή θα πλησίαζε τόσο κοντά, ώστε να το αγγίξει.

Όταν άνθισε για πρώτη φορά, όλοι έλεγαν με θαυμασμό πόσο τρελό και συνάμα ανώφελο ήταν που αποφάσισε να φυτρώσει σε εκείνο τον χώρο στάθμευσης που το πιο όμορφο που είχε δει μέχρι τότε ήταν το απλωμένο πάπλωμα με τα λουλούδια του διαμερίσματος στο ανώγειο. Κάθε βράδυ φώναζε στα αυτοκίνητα ότι δεν τον κουνάει από εκεί και ότι σύντομα θα έρθει Εκείνος να τη βρει. Θα έχει μεγαλώσει αρκετά και θα έχουν σκάσει τα μπουμπούκια της μέχρι τότε, ώστε να απολαύσουν μαζί το  ολόγιομο φεγγάρι. Εκείνα τη χλεύαζαν και η μικρή αμυγδαλιά ζάρωνε προς στιγμή σε μια γωνία και μουρμούριζε θυμωμένα ότι αυτά τα «άψυχα» δε γνώριζαν από έρωτα.

Για έναν έρωτα άνθιζε με πείσμα κάθε άνοιξη από νωρίς και ανέβαινε στο περβάζι από το παράθυρο του διπλανού διαμερίσματος για να πει τον καημό της. Εκεί έβρισκε συνήθως χάδι και καλή παρέα που τη νανούριζε τα βράδια, κάθε φορά που έχανε την ελπίδα της και ήταν έτοιμη να μαραθεί. Αφού είσαι τόσο όμορφη όταν ανθίζεις, δε γίνεται να μην έρθει Εκείνος. Δε θα έρθει όμως κι απόψε. Πήγε αργά. Κοιμήσου.

Την είχε πάρει την απόφαση της όμως. Θα έβγαζε τις ρίζες της σιγά σιγά και θα πήγαινε να τον βρει, πιο ανθισμένη από ποτέ. Όταν όμως άρχισε να ξεριζώνεται σιγά σιγά, κατάλαβε πικραμένη ότι δεν ήταν δυνατό να φύγει από εκεί, χωρίς να χάσει το μέλλον της. Αν το έκανε τώρα, δε θα άνθιζε ποτέ ξανά. Εκείνος όμως θα ερχόταν να την αναζητήσει ένα βράδυ, ακόμα κι έτσι ριζωμένη. Δε θα την ήθελε μαραζωμένη, βαλσαμωμένη στον κήπο του. Πάντα της έλεγε ότι ήταν η πιο όμορφη ανθισμένη.

Εκείνος όμως ακόμα να φανεί και ήταν ήδη φθινόπωρο. Τον πείραζαν οι ρίζες της, έμαθε, αλλά ήταν ακόμα η πιο όμορφη ανθισμένη. Είναι τρελό τελικά να ανθίζεις μες τα τσιμέντα και άσκοπο να έχεις μόνο ένα φεγγάρι κοινό. Προτίμησε λοιπόν ένα λουλούδι κομμένο, να τον κοιτάει από το βάζο στο ξύλινο τραπεζάκι στη μέση του σαλονιού του. Η νύχτα σήμερα μύρισε σκοτωμένες προσδοκίες και μαδημένα ροδοπέταλα. Τα έχασε όλα τα φύλλα της μέσα σε ένα βράδυ. Δε θυμόταν όμως πόσοι χειμώνες τη βρήκαν μαραμένη όσο μεγάλωνε για να ανθίζει μονάχα για Εκείνον.

Είμαστε φυλλοβόλα όντα, προγραμματισμένα να ρίχνουμε τα φύλλα μας ως άμυνα στις κακοτοπιές. Καταδικασμένα να παλεύουμε μια ζωή με τις προσλαμβάνουσες και τις εκκρεμότητες. Σκεπάσου γιατί ακόμα δεν ήρθαν οι καλύτερες μέρες και ούτε καν μπορώ να σου ορκιστώ ότι θα έρθουν ποτέ αλλά το ελπίζω. Το μόνο που ξέρω είναι ότι αυτή την άνοιξη θα ανθίσεις ξανά, πιο ουσιαστικά, μονάχα για σένα και κάτι μου λέει ότι θα είσαι πιο όμορφη από ποτέ.

Ούτε Εκείνος κοιμάται απόψε. Μαδάει το λουλούδι που έχει στο σπίτι του, κάτω από το φεγγάρι που έχει πάψει να είναι κοινό, ρωτώντας το σιωπηλά καμιά φορά αν σ’ αγαπά κι αν σε θυμάται.

 

Γράφει η Θεοδώρα Μαρία Βένου

Διαβάστε επίσης

Close