Όταν το σώμα μιλάει... από την Αγγελική Θανασά

Όταν το σώμα μιλάει… από την Αγγελική Θανασά

Ήταν από μέρες σκεπτικός και κατηφής. Δεν ήθελε να επιβαρύνει κανέναν. Κοιτούσε έξω από το παράθυρο του νοσοκομείου και περίμενε στωικά να περάσουν οι μέρες για να βγει από τη φυλακή του.

Είχε ολοκληρώσει τις θεραπείες του, είχε πετύχει η χειρουργική επέμβαση, που είχε υποβληθεί και όλα έδειχναν να οδεύουν προς την ανάρρωσή του. Όμως αυτός πνιγόταν. Είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του. Φορές φορές γινόταν απαισιόδοξος και έχανε το κουράγιο του. Τα έβαζε με την τύχη του, τους γιατρούς, τις νοσηλεύτριες, τη γυναίκα του. Τι στην ευχή έκαναν όλοι αυτοί πάνω στο σώμα του;

Και πονούσε. Πονούσε πολύ. Πονούσε το κορμί του, αλλά κυρίως πονούσε η ψυχή του. Που και που τα παυσίπονα καταπράυναν τους πόνους του κορμιού του, αλλά την ψυχή του δεν έβρισκε τρόπο να την ηρεμήσει. Τι κι αν και στο παρελθόν είχε βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολες καταστάσεις, που αφορούσαν τη ζωή του, όλα τώρα έδειχναν να είναι πρωτόγνωρα και βασανιστικά.

Ίσως, γιατί ο καρκίνος είχε εμφανιστεί την πιο ακατάλληλη στιγμή. Τη στιγμή, που είχε συναντήσει «Εκείνη» και η άνοιξη είχε ξαναμπεί με φούρια στη ζωή του. Τη στιγμή που είχε αρχίσει να βγαίνει από τη μιζέρια και την τετριμμένη καθημερινότητα του και να ξαναγεννιέται. Τη στιγμή, που τόλμησε να ονειρεύεται ξανά, να κάνει σχέδια, να θυμάται πως είναι να ερωτεύεσαι πάλι σαν έφηβος, πως είναι να αγαπάς και να αγαπιέσαι.

Το θυμόταν σαν χθες. Την είδε από μακριά που τον πλησίαζε. Ένας άγγελος γεμάτη φως. Έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις και αυτό ήταν. Δεν το είχαν προβλέψει. Δεν το επιδίωξαν. Για την ακρίβεια προσπάθησαν να το αποφύγουν. Όμως τα μάτια τους είχαν άλλη άποψη. Τα βλέμματά τους ταίριαξαν, το ένα μπήκε ξάφνου μέσα στο άλλο. Λίγο μετά τα κορμιά τους ενώθηκαν απόλυτα. Και σχεδόν ταυτόχρονα και οι ψυχές τους.

Δυο ταλαιπωρημένες ψυχές, που έδειχναν ότι περίμεναν αυτό το σμίξιμο χρόνια. Και κάπως έτσι ξεκίνησε μια σχέση, που τα είχε όλα. Πάθος, πόθο, τρυφερότητα, κατανόηση, διάλογο, σεβασμό, προστυχιά, καύλα, ποίηση, ρομαντισμό, αλλά και απιστία. Ήταν παντρεμένοι και οι δύο και κοντά τους συνωστίζονταν συχνά οι τύψεις και οι ενοχές.

Πολλές φορές σκεφτόταν αυτή την ανέλπιστη συνάντηση που άλλαξε τη ζωή του. Τι θα είχε συμβεί άραγε αν δεν την είχε γνωρίσει; Πώς θα ήταν ο ίδιος; Από τη μία ένιωθε μια απίστευτη ευτυχία. Από την άλλη τον βασάνιζαν συχνά πυκνά οι τύψεις του για αυτήν την απιστία. Και στο παρελθόν είχε απατήσει τη σύζυγό του, όμως ανέκαθεν το θεωρούσε σαν κάτι το φυσιολογικό. Βλέπεις, ο γάμος του ήταν εξ αρχής μια λάθος επιλογή για εκείνον και το ήξερε.

Τότε γιατί με αυτήν την κοπέλα είχε τύψεις;

Στο παρελθόν όσες σχέσεις είχε με άλλες γυναίκες ήταν εντελώς περιστασιακές, επιφανειακές. Καμία δεν είχε καταφέρει μέχρι σήμερα να «αγγίξει» το μέσα του. Αυτό το μέσα του, που έψαχνε διακαώς για χρόνια μια αγάπη ρομαντική και ολοκληρωτική, σαν αυτή που του είχε στερήσει η μάνα του και που δεν του έδινε η γυναίκα του. Και εκεί που είχε χάσει την ελπίδα του μπήκε εκείνη σαν σίφουνας στη ζωή του και τη γέμισε φως. Έλαμψαν οι μέρες του, γέμισαν έρωτα οι νύχτες του, μουσική όλη η ζωή του.

Κι όμως αυτό το φως της ήταν που τον είχε τρομάξει περισσότερο από όλα. Είχε καταλάβει ότι όλο αυτό που του συνέβαινε, αυτό το διαφορετικό που δεν είχε ξαναζήσει, θα έφερνε μεγάλη αναστάτωση στη ζωή του. Γι αυτό και αντιστεκόταν. Ενώ την ποθούσε τόσο πολύ, ταυτόχρονα έβαζε φρένο στις επιθυμίες του. Τι θα έκανε; Καμία απάντηση στις ερωτήσεις του.

Και έπειτα, μήπως τελικά όλες αυτές οι ενοχές και οι τύψεις ήταν οι αιτίες για το αυτοάνοσο του καρκίνου του; Τώρα που τα ξανασκεφτόταν όλα, έμοιαζε πολύ πιθανό το σενάριο. Οι επιστήμονες αναφέρουν ότι πρώτα αρρωσταίνει η ψυχή μας και μετά το σώμα μας. Το διαφορετικό που συνέβη στη ζωή του τον τελευταίο καιρό ήταν η σχέση του με εκείνη την κοπέλα και όσα αυτή έφερε μαζί της.

Προσωπική ευφορία, αναστάτωση, έρωτα, αγάπη, σεξ, διασκέδαση, τρυφερότητα, αγκαλιά, νιάτα, ανανέωση, αλλά και προστριβές με τη σύζυγό του, αναγκαστικά ψέματα, άγχος για τα παιδιά του, για το τι θα γίνει….. Ξαφνικά είχε όσα ήθελε, όσα αναζητούσε τόσα χρόνια, όσα του έλειπαν, αλλά δεν ήξερε τι να τα κάνει ή αν τα άξιζε. Και έτσι θεώρησε «σκόπιμο» να τιμωρήσει τον εαυτό του αρρωσταίνοντας τον. Αρρωσταίνοντάς τον για μια απιστία από έναν γάμο που δεν τον κάλυπτε.

Το έλεγε και ο ίδιος πολλές φορές ότι ο καρκίνος ήταν η τιμωρία του για όσα είχε κάνει. Αυτό πίστευε. Ότι ο Θεός ή το Σύμπαν ή ό,τι τέλος πάντων ήταν αυτό τον τιμωρούσε που απατούσε τη γυναίκα του. Δεν του είχε μάθει κανείς ότι ούτε καν ο ίδιος ο Θεός δεν τιμωρεί τους ανθρώπους επειδή θέλουν να αγαπούν και να αγαπιούνται.

Το σώμα του από την άλλη αρρώστησε για να του θυμίσει ότι έπρεπε επιτέλους να ασχοληθεί με τον εαυτό του πιο ουσιαστικά. Να τον φροντίσει, να τον προσέξει, να τον ακούσει, να σεβαστεί τις ανάγκες, τις επιθυμίες και τα θέλω του. Να τον προειδοποιήσει ότι δεύτερη ζωή δεν έχει.

Ότι είχε έρθει η ώρα να έρθει αντιμέτωπος με το μικρό παιδί που έκρυβε μέσα του και που τόσα χρόνια είχε κλείσει τα αυτιά του και δεν το άκουγε. Ότι είχε έρθει η ώρα να αποδεχθεί αυτό που ήθελε ο ίδιος να είναι και όχι οι άλλοι. Να συμφιλιωθεί με τις δύο όψεις του εαυτού του. Την αληθινή και τη φαινομενική. Τη δική του και των άλλων. Και αυτή ήταν που θα τον οδηγούσε στην πλήρη ανάρρωσή του.

Τα ήξερε όλα αυτά και άλλα πολλά. Ήταν έξυπνος άνθρωπος, Τόσες μέρες στο νοσοκομείο ο εσωτερικός διάλογος έδινε και έπαιρνε. Τα σκεφτόταν όλα έτσι και λίγο μετά αλλιώς. Πολλά ήταν τα γιατί που τον βασάνιζαν, αλλά ευτυχώς ανάμεσα στα διαλείμματα της σκέψης του κατάφερνε να διατηρεί την αισιοδοξία του και να παλεύει το αγρίμι.

Καμιά φορά, διάβαζε λίγο για να περνάει η ώρα του. Γρήγορα όμως τα παρατούσε. Δυσκολευόταν να συγκεντρωθεί. Το μυαλό του σκόρπιζε ξανά στο μετά. Στο αβέβαιο μετά. Άραγε τι θα γινόταν μετά; Πως θα εξελισσόταν η υγεία του; Θα σταματούσε ο καρκίνος να διεισδύει στο υπόλοιπο σώμα του; Θα είχε μια όμορφη ζωή; Θα μπορούσε να βγει από αυτήν την κατάσταση και να καταφέρει να ζήσει όμορφα πάλι μαζί της; Να συνεχίσουν τη γλυκιά ιστορία τους ή έπρεπε να βάλει ένα τέλος σε αυτή τη σχέση για να μην την βασανίζει με τα άγχη και τις ανασφάλειες, που του προκαλούσε η ασθένειά του;

Και η γυναίκα του; Τι θα έκανε με τη γυναίκα του; Θα συνέχιζε να την κοροϊδεύει; Αυτή που του στεκόταν όλες αυτές τις ημέρες χωρίς παράπονο, χωρίς αγανάκτηση, χωρίς να κουράζεται! Τον φρόντιζε, τον έπλενε, τον άλλαζε, τον ξύριζε. Είχε φάει όλη τη σκατοδουλειά στο νοσοκομείο για χάρη του αδιαμαρτύρητα. Ναι, τα έκανε όλα. Τα έβλεπε. Και ας μην της το είχε ζητήσει. Είχε μια βαριά αίσθηση συζυγικού καθήκοντος. Το είχε αυτό η γυναίκα του. Έτσι είχε διαπαιδαγωγηθεί από μικρή. Να γίνει η γυναίκα κάποιου, να είναι πιστή και πρακτική. Και αυτό ήταν.

Μια σύγχυση επικρατούσε στο κεφάλι του…

Και μιλούσε ακόμα λιγότερο. Μόνο όποιος τον ήξερε πολύ καλά μπορούσε να διαβάζει τα μάτια του. Όμως, ήξερε τη φλυαρία των ματιών του και έτσι απέφευγε να κοιτάζει κατάματα τους άλλους για να μην προδίδει τις σκέψεις του. Εξάλλου, οι επισκέψεις ήταν φειδωλές. Δεν άφηνε σχεδόν κανέναν να τον πλησιάσει. Είχε χτίσει γύρω του μια ισχυρή πανοπλία, ένα αδιαπέραστο τείχος και περίμενε να γίνει καλά για να έρθει ξανά σε επαφή με όσους επιθυμούσε.

Όσο για εκείνη… της είχε απαγορεύσει με τον τρόπο του να τον επισκεφτεί. Δεν άντεχε να τον δει σε αυτή την κατάσταση. Ταλαιπωρημένο, αδυνατισμένο, με τους ορούς και τους καθετήρες, άρρωστο και ανεπαρκή στα δικά του μάτια. Ήθελα να τον σκέφτεται όπως τον ήξερε… όπως τον είχε γνωρίσει… όπως τον είχε ερωτευτεί.

Σήκωνε όλο το φορτίο μόνος του. Αλλά μήπως δεν ήταν και όλο το φορτίο δικό του; Μόνος του αρρώστησε τον εαυτό του. Μόνος του όφειλε να τον θεραπεύσει. Θα μπορούσε να ζητήσει βοήθεια, μια αγκαλιά, ένα χάδι. Το δικαιούταν εξάλλου. Δεν του περνούσε όμως καν από το νου ότι αυτός ήταν πάντα δίπλα στους άλλους. Βράχος ακλόνητος. Να τους συνδράμει, να τους στέκεται, να τους ενθαρρύνει, να τους αγκαλιάζει και ότι τώρα είχε έρθει η δική του σειρά να ακουμπήσει σε όσους τον αγαπούσαν και τον νοιάζονταν. Να ζητήσει βοήθεια και συμπαράσταση.

Όχι, δεν ήθελε να γίνει βάρος σε κανέναν. Εξάλλου, ποτέ δεν έδινε για να πάρει. Ποτέ οι σχέσεις του δεν ήταν ένα υπολογιστικό αλισβερίσι. Είχε, έχει, μια γενναιόδωρη ψυχή γεμάτη συναίσθημα και δόσιμο και γι αυτό πολλές φορές γινόταν θύμα σε διάφορους επιτήδειους. Αλλά και αυτό με τη βούλησή του γινόταν. Έτσι, γιατί του άρεσε να βλέπει χαρούμενους ανθρώπους γύρω του. Γιατί ήθελε να μοιράζεται όσα είχε. Γιατί πίστευε ότι όλα ανήκουν σε όλους.

Κυρίως όμως δεν ήθελε να τον λυπούνται. Και κυρίως δεν ήθελε να τον λυπάται εκείνη. Και κάπως έτσι παρέβλεπε ότι η αληθινή αγάπη και το πραγματικό νοιάξιμο δεν έχει ποτέ οίκτο ή λύπη, παρά μόνο θαυμασμό για τον μεγαλειώδη αγώνα που έδινε για τη ζωή του. Όχι, σε καμία περίπτωση δεν ήθελε να τον δει έτσι εκείνη. Δεν άντεχε να δει ούτε μια ιδέα οίκτου στα μάτια της.

Κάτω από αυτές τις σκέψεις γινόταν όλο και πιο επιφυλακτικός μαζί της και φοβόταν όλο και περισσότερο να την αφήσει να σταθεί πλάι του και να τον ακολουθήσει στο καινούριο του ταξίδι…. Και ας ήξερε ότι το ήθελε τόσο πολύ! Και ας ήξερε ότι από διακριτικότητα και σεβασμό για την κατάστασή του δαγκωνόταν να μην πάει κοντά του και να παλέψει μαζί του τον καρκίνο. Κι ας ήξερε ότι αυτό «το μαζί» που είχαν χτίσει ήταν το μοναδικό και το πιο ωραίο μαζί που είχαν και οι δύο ζήσει μέχρι σήμερα.

Ξαναγύρισε το βλέμμα του στο παράθυρο…. Δεν ήξερε τι θα έκανε. Κοίταξε τη θάλασσα. Την αγαπούσε τη θάλασσα, όπως αγαπούσε κι εκείνη.  Ναι, ήταν βέβαιος πια γι αυτό, την αγαπούσε και του άρεσε να τη βλέπει να χαμογελά. Ανεπαίσθητα, ήρθε η μορφή της στο νου του και χαμογέλασε και αυτός. Τα μάτια τους ενώθηκαν νοερά. Ένιωσε την παλάμη της να χαϊδεύει το άδειο από μαλλιά κεφάλι του. Να του φιλάει τα διψασμένα χείλη του. Να του κρατάει το χέρι τρυφερά.

Πήρε μια βαθειά ανάσα και αποκοιμήθηκε…

Γράφει η Αγγελική Θανασά, Δικηγόρος Πατρών

 

Διαβάστε επίσης

Close