Στην αίθουσα αναμονής, από την Poeta Exul

Στην αίθουσα αναμονής, από την Poeta Exul

Άκουσα χθες μια ιστορία

 

 

Γνωρίστηκαν όταν εκείνη ήταν 14 κι εκείνος 18. Όντας φαντάρος, μεγαλύτερος και δεσμευμένος, ο μόνος τρόπος που μπορούσε να την έχει στη ζωή του ήταν ως φίλη. Και ήθελε να την έχει στη ζωή του, με όποιον τρόπο.

Εκείνη δεν είπε σε κανέναν πώς ένιωθε για αυτόν -ούτε καν στην αδερφή της. Τα μάτια, όμως, και των δύο ούρλιαζαν• από έρωτα και από πόνο. Άλλες εποχές τότε -κυοφορίες αισθημάτων κι αγέννητοι έρωτες αργοπέθαιναν σε μήτρες καθωσπρεπισμού και καταπίεσης.

Κι έτσι, εκείνος παντρεύτηκε λίγο μετά. Ο έρωτας δεν έσβησε, απλά έπρεπε να παραμείνει κλειδαμπαρωμένος στο συρτάρι του ανέφικτου για όσο. Για πάντα.

 

Λέμε «για πάντα», νομίζουμε «για πάντα», γιατί πολύ απλά είναι βολικό• δε χρειάζεται να προσπαθήσεις για κάτι. Απλά μοιρολατρείς, εύχεσαι και προσεύχεσαι. Όλα είναι έξω από εσένα, πέρα από τις δυνάμεις σου και καταλήγεις να κοιμάσαι κάθε βράδυ με ένα σφίξιμο στο στήθος, που νιώθεις ότι θα σε αποτελειώσει προτού ξημερώσει.

 

Κι όμως, επιβιώνεις. Ακρωτηριασμένος, αλλά επιβιώνεις. Σαν ταινία αγωνίας, όπου είσαι καταδικασμένος να ζεις την ίδια μέρα ξανά και ξανά, μέχρι το χέρι του συγγραφέα να σε απαλλάξει από τη μιζέρια και να γράψει το τέλος.

 

Εκείνη κοιμόταν κάθε βράδυ με τη σκέψη ότι αυτός που αγαπούσε δε θα ήταν ποτέ δικός της. Εκείνος, μετά από 10 χρόνια γάμου, χώρισε.

 

Για κάποιο λόγο, νομίζουμε ότι όλα μας περιμένουν. Οι άνθρωποι, οι ευκαιρίες, ό,τι αγαπάμε και ποθούμε. Λες και πιάνουμε ένα ρολόι, σταματάμε τους δείκτες του και έχουμε την ψευδαίσθηση ότι όλο το Σύμπαν έχει μπει σε αναμονή για χάρη μας -και μόλις ξανακουρδίσουμε το ρολόι, όλα θα είναι όπως πριν. Ε, λοιπόν, όχι.

 

Η αγάπη από μόνη της δεν κάνει θαύματα. Μπορεί να μην ακούμε αυτό το ρημαδιασμένο το τικ-τακ, αλλά ο χρόνος κυλάει κι η ζωή προχωράει• σε παρασύρει κι εσένα, θέλοντας και μη -με το καλό ή με το άγριο. Σε σπρώχνει, αν χρειαστεί, σαν πεισματάρικο μουλάρι, μέχρι να κάνεις έστω ένα βήμα. Γιατί μόνο αυτό χρειάζεται για να πας παρακάτω.

 

Κι αυτό το έμαθε εκείνος με τον πιο σκληρό τρόπο. Χώρισε, για να μάθει λίγο μετά ότι εκείνη παντρεύεται.

 

Τον αγάπησε τον άντρα της, αλλά ποτέ όπως εκείνον. Από ένα σημείο και μετά, ίσως απλά να τον πονούσε και δεν ήθελε να τον πληγώσει αφήνοντάς τον. Σταμάτησε κι εκείνη τους δείκτες του ρολογιού, έθαψε τα συναισθηματά της, γιατί το σωστό και το ηθικό που ήξερε, αυτό της υπαγόρευε.

 

Μια δεκαετία αργότερα, αποφάσισε να πιάσει το ρολόι και τη ζωή στα χέρια της. Και χώρισε.

 

Εκείνος ήταν έξω από την πόρτα της και την περίμενε. Γιατί κατάλαβε ότι η ζωή δε συγχωρεί το ίδιο λάθος δεύτερη φορά. Κατάλαβε ότι ο συγγραφέας υπακούει στη θέληση των ηρώων του και υποτάσσεται στις ανατροπές που εκείνοι επιβάλλουν.

 

Περίπου 30 χρόνια μετά από τη γνωριμία τους, αρραβωνιάστηκαν. Ο πρώην σύζυγός της τής είπε: «Το ήξερα ότι ήταν αυτός. Φαινόταν στις ματιές σας».

 

Ο έρωτας αυτός πάλευε για 30 χρόνια με θεούς και δαίμονες. Αλλά κρατήθηκε με νύχια και με δόντια. Δύο επίμονες ψυχές που αρνούνταν να τον εγκαταλείψουν, τον κρατούσαν ζωντανό στα κρυφά και αψηφούσαν το χρόνο. Γιατί για εκείνους υπήρχαν μόνο οι στιγμές που κοίταζαν ο ένας μέσα στα μάτια του άλλου.

 

Ακουσα χθες αυτή την ιστορία. Και δεν ξέρω αν με θλίβει ή αν μου δίνει ελπίδα.

 

Γιατί είναι εύκολο κι ακίνδυνο να ακούμε ιστορίες, να χαιρόμαστε για το ευτυχισμένο τέλος και να λέμε πως, αν κάτι είναι γραφτό να γίνει, θα γίνει. Αυτοί οι δύο άνθρωποι, όμως, έζησαν μια ολόκληρη ζωή χώρια, ενώ ήθελαν να είναι μαζί.

 

Όλα αυτά τα χρόνια, κοιμόντουσαν και ξυπνούσαν χωριστά και δεν είχαν ιδέα αν τελικά θα ξημερώσουνε ποτέ μαζί. Γιατί περίμεναν από τη ζωή να φανεί γενναιόδωρη και δεν είχαν καταλάβει ότι το μόνο που χρειαζόταν ήταν να βρουν μια στάλα, μια γαμημένη στάλα θάρρους για να ζήσουν ευτυχισμένοι.

 

Νομίζουμε ότι η ζωή είναι το ευτυχισμένο τέλος• όχι, γαμώτο, η ζωή είναι η μέση. Πώς τα καταφέρνουμε και το ξεχνάμε αυτό;

Ξεχνάμε τι έχει σημασία και ξοδευόμαστε σε ό,τι ανούσιο τυχαίνει να βρεθεί στο δρόμο μας.

Αφήνουμε την ευτυχία στην αίθουσα αναμονής και φεύγουμε από εδώ μισοί, ανολοκλήρωτοι, μετανιωμένοι. Σπαταλάμε τόσο χρόνο, τόση αγάπη, χάνουμε ευκαιρίες, πολλές φορές κι ανθρώπους• από φόβο, εγωισμό, πλεονεξία και δειλία.

 

Δεύτερη ζωή δεν έχει κι εμείς δεν είμαστε αθάνατοι. Τι σκατά περιμένουμε, λοιπόν, για να ζήσουμε ευτυχισμένοι;

 

 

Γράφει η Poeta Exul

Λατρεύω τις μπόρες του καλοκαιριού, αγαπάω τον ήλιο του χειμώνα λιγάκι παραπάνω. Ενθουσιάζομαι με τα παράλογα και τα οξύμωρα -σχεδόν τα κυνηγάω (όπως κάθε τι που ξέρω ότι θα μου κάνει κακό).

 

Τα απογεύματα με βρίσκουν με καφέ και τσιγάρο στο χέρι -λίγες στιγμές ψευδαίσθησης ότι ο Χρόνος μού κάνει κι από κανένα χατίρι.

 

 

Thessaloniki Arts and Culture 

 

 

Διαβάστε επίσης

Close