Artist: Robert Hutinski

Τρεις εβδομάδες σιωπής, από την Κατερίνα Βουρσούκη

Εβδομάδα Πρώτη

Μέρα Πρώτη

«Ακούω το ξυπνητήρι. Τσεκάρω το κινητό: 5:00 π.μ. Αναδεύομαι κάτω από τα σκεπάσματα. Δεν μπορώ να καταλάβω. Γιατί;
Δεν έχω σηκωθεί ακόμα. Ακούω την αδερφή μου να σηκώνεται.

Χώνει το κεφάλι της στο άνοιγμα της πόρτας.

«Θα σηκωθείς;» ψιθυρίζει.

Θα σηκωθώ. Θα φύγω, θα ξεχαστώ.

Αλλάζω ρούχα, πλένομαι και βγαίνω στο μπαλκόνι, να κάνω ένα τσιγάρο. Απελευθέρωση.

Η αδερφή μου, μπαίνει πάλι.

«Τρελός είσαι βρε;». «Έχει κρύο!..»

Δεν της απάντησα κάτι. Κοίταξα τα δάχτυλά μου, από στιγμή σε στιγμή πήραν ένα ερυθρό χρώμα.

Μπαίνω μέσα και ανοίγω το κινητό. Πρώτο μήνυμα από το αφεντικό μου.

«Έσκισες χθες, μικρέ! Καλημέρα… σε μισή ώρα κατέβα κάτω!»

Δεύτερο από τον Γιάννη:

«Καλημέρα ρε τρελέ, μη ξεχάσεις τη μασιά… χαχαχα άμα έχεις δεύτερο φορτιστή φέρε ρε φίλε, τον ξέχασα σπίτι».

Χαμογέλασα. Δεν θα σοβαρευτούμε ποτέ όσο θα είμαστε όλοι μαζί. Νιώθω ότι έχω οικογένεια, ότι ανήκω κάπου…

…όμως είμαι αποσβολωμένος, απορημένος, απογοητευμένος και νιώθω άσχημα για κάτι που μάλιστα, δεν θα ‘πρεπε.

Μακάρι να ήταν όλα τόσο απλά όπως στις μηχανές και τα τηλεκοντρόλ. Απλώς είναι προγραμματισμένα να ακολουθούν εντολές… ΔΕΙΞΕ και θα μάθαινα τα πάντα, θα διαφωτιζόμουν. Όμως αυτή είναι μία από τις ομορφιές του ανθρώπου: να δείχνει μόνο αυτά που θέλει. Και τα υπόλοιπα… να τα κρατάει για τον ίδιο. Λες και δεν θα αποκαλυφθούν ποτέ…

Μέρα Δεύτερη

Δεν έχω υπάρξει ξανά έτσι. Παρατηρώ τις φυσαλίδες μέσα στο βαρέλι της μπύρας και συνεχίζω να αναρωτιέμαι.

Ακόμα.

Η φωνή της ξαδέρφης μου με απαλλάσσει από την θολούρα μου.

«Πετάγεσαι δίπλα να φέρεις μία λεμονάδα για έναν πελάτη; Πες το Χρήστο ‘αύριο’ θα καταλάβει»

Βάζω το μπουφάν μου και βγαίνω έξω. Όλοι ίδιοι, τίποτα να διαφέρει, τίποτα να αστράφτει!»

Κάθομαι πάλι. Ξαφνικά νιώθω ένα κάψιμο στη βάση του δείκτη μου, ακριβώς κάτω από το δαχτυλίδι. Κόπηκα! Σκέφτηκα. Και δεν έχω ιδέα από πού!…

Ο φωτισμός χαμηλώνει, η ώρα περνάει όμως… όμως ο χρόνος είναι σταματημένος. Και αυτό, είναι το παράδοξο!
Η ώρα περνάει και εσύ δεν εμφανίζεσαι. Και γιατί να εμφανιστείς, ξέρω πως δεν πρόκειται να εμφανιστείς, πως οι πιθανότητες είναι πιο ελάχιστες και από μηδαμινές.

Ίσως με κουράζεις πάρα πολύ, μα μάλλον κουράζομαι μόνος. Δεν ήσουν ξεκάθαρη, και αυτό με τρομάζει. Με βάζεις σε ένα φαύλο κύκλο και αυτό δεν το αντέχω.

Εγώ, δεν είμαι έτσι!

Μέρα Τρίτη

Πιο γειωμένος και απορημένος από ποτέ. Κάθε φορά που ανοίγω το κινητό, τα ίδια και τα ίδια. Θέλω να το σπάσω, να μην βλέπω ότι δεν υπάρχεις πια, να μην βλέπω αυτόν τον γυάλινο τοίχο που εσύ έφτιαξες. Δυσκολεύομαι και ξέρω ότι δεν θα μπορέσω να βγάλω άκρη -πρέπει να βρεις μια αφορμή για να δραστηριοποιηθείς αναλόγως-. Να ταρακουνηθείς λιγάκι. Δεν αντέχω την ησυχία.

Θα κάνω θόρυβο!

Μέρα Τέταρτη

Τα πράγματα διαφαίνονται πιο ξεκάθαρα πια. Δεν μιλάμε, δεν υπάρχει καμία επαφή και, λογικά, ούτε πρόκειται να ξανά υπάρξει. Δεν ξέρω αν πρέπει να στεναχωρηθώ, αλλά δεν το κάνω γιατί… ίσως πιστεύω στη μοίρα. Κάπως θα γυρίσουν τα πράγματα. Δεν έχουν περάσει δα και πολλές μέρες για μία ξαφνική ανατροπή των δεδομένων….

Μα έχω τρελαθεί;! ΠΟΙΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ; Δεν διατηρούμαι ούτε από αυτά. Και εξακολουθώ να είμαι έκπληκτος, ανεπηρέαστος! Πόσο κρύα με άγγιξε το βλέμμα της, πόσο μακριά -μα και κοντά- ήμασταν…
Η καθημερινότητα με κάνει να ξεχνιέμαι. Τουλάχιστον, αυτό είναι το αισιόδοξο. Η ζωή να κυλάει, ανεξάρτητα…

Μέρα Πέμπτη

Η ώρα έχει πάει περασμένα ξημερώματα. Είναι 7:30 π.μ., κι εγώ κάθομαι στο κρεβάτι προσποιούμενος ότι παρακολουθώ μια ταινία, ενώ βλέπω τη μορφή σου να σαλεύει μέσα στο βάθος, ίσως απέναντι από το παράθυρο -τυχόν σε συνδυασμό με το φως- και οι κινήσεις από τις φυλλωσιές έξω, δίνουν έναυσμα και στην δική σου «κίνηση». Παγώνω σταδιακά, κι αυτό είναι ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα. Αυτό -το ότι δεν υπάρχεις πια- ενώ δεν έχεις υπάρξει ποτέ. Νυστάζω. Όμως δεν μπορώ να κοιμηθώ σκεπτόμενος με ποιους τρόπους θα μπορούσα να αποσπάσω και πάλι την προσοχή σου χωρίς να θίξω κανέναν, χωρίς να αφήσω ψεγάδια, να προκαλέσω αναστάτωση.

Μόνο τη δική σου.

Πόσο βολικός είναι για σένα αυτός ο τοίχος σου, πόσο! Μακάρι να καταλάβαινα κι εγώ, αλλά εγώ είμαι άνθρωπος και εσύ φέρεσαι με κτηνώδεις τρόπους… Ο αυθορμητισμός είναι άγνωστη λέξη για εσένα πια. Έχεις βολευτεί πίσω από το τοίχος σου χωρίς να ανησυχείς, χωρίς να σε ενοχλεί τίποτα…

Άραγε νιώθεις και τίποτα;

Με παράτησε ακόμα και ο ύπνος. Είναι ξημερώματα και νιώθω μόνος βλέποντας την μορφή σου να σαλεύει πάνω στο κομοδίνο, στη ντουλάπα μου, να βγαίνει απ’ το δωμάτιο και να επιστρέφει μέσα από την πόρτα ξανά…

Μέρα Έκτη

Σήμερα νιώθω πιο χαρούμενος από κάθε άλλη φορά. Επιτέλους θα δω πως διαχειρίζεσαι εσύ αυτή τη πρόκληση. Οι κοινωνικές εκδηλώσεις λένε μας φέρνουν κοντά… λοιπόν, σωστά;

Έχω δίκιο ή όχι;

Η μορφή σου θα πάρει επιτέλους σάρκα και οστά και ίσως σε έχω θεοποιήσει υπερβολικά για να πω ότι ως θεά αναιρούνται και η σάρκα και τα οστά…

Για μένα πάντα ήσουν μια αέρινη μορφή, ούτε που κατάφερα να σε αγγίξω…

Τα λεπτά περνούσαν και έκανα ότι πιο λάθος θα μπορούσα να κάνω. Δεν περίμενα. ΣΕ περίμενα. Ήταν τόσο μα τόσο λάθος. Γιατί μόλις έφτασες, ένιωσα ένα σφίξιμο στο στήθος, έτσι όπως σε είδα χαρωπή και νευρική.

Δεν ήθελα να σε αποσπάσω, μα αποσπάστηκες μόνη σου…

Μέρα Έβδομη

Νυστάζω, μα δε διστάζω να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι. Τα χέρια μου τρέμουν και ακούω τον πατέρα να φωνάζει την αδελφή μου.

Γιατί δεν μπορώ να αντιληφθώ την πραγματικότητα;

Γιατί, ότι τελείωσες σαν ένα μπουκάλι νερό;

Και με αφήνεις στη δίψα… χωρίς να μπορώ να αντλήσω από κάπου ζωή.

Έχει τόσο κρύο. Το νιώθω να με διαπερνά· εμένα και μέσα από αυτό, κάθε στάχτη ευτυχίας που θα μπορούσα να νιώθω, στροβιλίζει στον αέρα φεύγοντας. Μακριά. Ίσως και κοντά, μου είναι τόσο άγνωστο όσο και οι δυνάμεις που μου έχουν απομείνει.

Λίγο πριν προλάβω να πιώ την πρώτη γουλιά από το ποτό μου, ένιωσα σαν να βρίσκομαι στο Όνειρο στο Κύμα του Παπαδιαμάντη.

Ενεργοποιήθηκαν όλες μου οι αισθήσεις· εμφανίστηκες πάλι.

Δεν μπορούσα να το συνειδητοποιήσω, δεν θα μπορούσα ποτέ.

Εβδομάδα Δεύτερη

Μέρα Πρώτη
Αρρωσταίνω. Και αρχίζω να νιώθω περίεργα με αυτό. Δεν κυμαίνεται στα φυσικά μου όρια. Όλα φαντάζουν ασπρόμαυρα και εσύ… έχεις χαθεί. Πάλι.
Ήμασταν τόσο κοντά, τόσο! Μιλούσες, μιλούσες ασταμάτητα και όλο μιλούσες για ασήμαντα, για να μην υπάρξει η σιωπή, για να μην αποκαλυφθεί τίποτα!

Μέρα Δεύτερη
Γελάω και δακρύζω μαζί, μα όταν το κάνω, κοιτιέμαι στον καθρέφτη, σφίγγω τα χείλη και πεισμώνω τόσο όσο θα ήθελα να με βλέπω να το κάνω.

Θόρυβο, θόρυβο, θόρυβο! Πώς να σε κάνω να με ακούσεις, πώς;

Με φωνές, με γέλια; Με πυροτεχνήματα;
Πώς θα με δεις; Πώς;

Μέρα Τρίτη
(Ηχογραφημένο στο κασετόφωνο)

Το μόνο που μου έχεις αφήσει, είναι οι αναμνήσεις. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από αυτή τη μικρή ευτυχία. Ήμουν τόσο ανίδεος, τόσο απρόσεκτος… Μα η ζωή συνεχίζεται, η δική μου ζωή αυτή τη φορά.

Δακρύζω, μα σε αφήνω να φύγεις εγκαταλείποντας τα αναζωπυρωμένα μου συναισθήματα κάπου χαμένα στο παρελθόν μας.

Αντίο.

00:02:19:56:24

Μέρα Τέταρτη

Παγώνω.

Ακούω την ηχώ της φωνής της αδελφής μου, και ούτε καν την ίδια της τη φωνή. Νιώθω το στόμα μου στεγνό και πεινάω μα δεν μπορώ να κατεβάσω μπουκιά. Ζαλίζομαι, μα για εσένα δεν έχει σημασία πια… Προσπαθώ να εστιάσω κάπου, να συγκεντρωθώ.

Συγκεντρώσου, συγκεντρώσου, συγκεντρώσου!

Τρέμω από τον φόβο ότι δεν θα σε δω ξανά. Αυτό, που δεν υπάρχεις, αλλά υπάρχεις. Με αγγίζεις κάθε νύχτα, ενώ δεν είσαι καν εδώ. Ξεπροβάλλεις σαν πυγολαμπίδα, αλλά το φως είναι απάτη! Μια πλάνη σχεδιασμένη από εσένα.

Έχω εντυπωθεί σε εσένα και σαν τρελός, χάνω τη λαλιά μου αν σε δω.

Και εσύ περνάς αδιάφορη, με τις φίλες σου, γελώντας, καθώς-πρέπει, και μη μου άπτου. Χωρίς να αφήσεις ψεγάδια για κανέναν, κανένας να μην δει, να μην καταλάβει τίποτα!

Κι όμως, κάνεις το μεγαλύτερο λάθος, και το μεγαλύτερο ψεγάδι σου, βρίσκεται στα μάτια σου. Που δεν με κοιτάς, που κάνεις σαν να μην υπάρχω, ενώ βρίσκομαι δίπλα σου.

Δίπλα σου.

Μέρα Πέμπτη

Πλησιάζουν τα γενέθλια μου, και κάθε άλλο από χαρούμενος νιώθω.
Με έχεις αιχμαλωτίσει, με έχεις σκλαβώσει.
Φοβάμαι μη σε χάσω, ενώ δεν σε έχω
Βλέπω τις σκιές σου και ξεδιψάω.

«Θα γυρίσει, άκου με…»
με ξυπνάει από τις σκέψεις μου

«θα γυρίσει… και πιθανότατα να μην είναι ήδη αργά όταν θα γίνει αυτό.»

«Πώς το ξέρεις, πώς! Πώς είναι δυνατόν; Μου λείπει αφάνταστα».
Η φωνή μου γεμάτη λυγμούς, δε κοίταξα, δεν κοιτούσα την αδελφή μου.

Την αδελφή μου δεν κοιτούσα.
Άρχισα να βήχω ασταμάτητα, και ο λαιμός μου πονούσε.

Είχα ακούσει μια φορά από τον παππού μου για το πώς μπορείς να αρρωστήσεις από μια τέτοια κατάσταση. Αλλά τότε δεν έδινα σημασία, ήμουν μικρός, και δεν το πίστευα κι όλας.

Νομίζω ότι ούτε τώρα το πιστεύω αυτό.

Δεν θέλω.

Αυτό που βιώνω, το βιώνω μόνος. Κανείς δεν με έχει, ούτε πρόκειται να με βοηθήσει.

Ο έρωτας δεν αρρωσταίνει.

Δεν είμαστε αποδέκτες, αγαπητοί φίλοι! Μπορούμε να ελέγξουμε αυτά που ζούμε!

Εβδομάδα Τρίτη

Μέρα Πρώτη

Βλέπω το νερό να τρέχει από την γεμάτη άλατα βρύση, παρατηρώντας αμέτοχος την πορεία του νερού. Είναι κρύο, μα λιγότερο κρύο από την καρδιά σου.

Κοιτάζω το πρόσωπό μου στον καθρέπτη. Εστιάζω πρώτα στις πιτσιλιές νερού που έχουν στεγνώσει από τους άλλους και έπειτα σε εμένα. Βλέπω τις ουλές μου, αλλά όχι αυτές που έχω ήδη. Αυτές που κατάφερες να δημιουργήσεις εσύ.

«Άντε ρε, ακόμα;»

Έπρεπε να είμαι ξεκούραστος, όμως νιώθω τόσο κουρασμένος. Γιατί έχεις δεθεί επάνω μου με αλυσίδα σαν τόνων βράχος και σε τραβάω στην πλάτη μου μέρα με την μέρα προσπαθώντας να προχωρήσω μπροστά. Και μπροστά προχωράω μαζί σου, κι ας παραμένεις αόρατη. Με δυσκολεύεις, δεν μπορώ να περπατήσω.

Η βρύση έτρεχε ακόμα, και εγώ κατάφερα για άλλη μία μέρα να σε ξεπλύνω με αυτό το παγωμένο νερό που με βγάζει από την ασφάλεια της σκέψης σου. Μην σε νοιάζει, μην σε νοιάζει: έχουν παγώσει τα πάντα μέσα μου.

Αχ και να εμφανιζόσουν πάλι σαν άγγελος μπροστά μου. Θα έκανα τα πάντα για να σε κρατήσω εδώ στη χούφτα μου μέσα. Έχω να σε δω τόσο καιρό…

Μέρα Δεύτερη

Δυσκολεύομαι να αναπνεύσω αλλά αυτό είναι παράλογο. Παράλογο! Ούτε η ρουτίνα δεν μπορεί να σε σκοτώσει, να σκοτώσει την μορφή σου -αυτό που βλέπω τέλος πάντων- αυτό το όνειρο, αυτή τη φενάκη….

Έχω περάσει σε προχωρημένο στάδιο αυτής της πλάνης και δεν με καταλαβαίνει κανένας πια. Τα δάκρυά πέφτουν μόνα τους, χωρίς να χρειαστεί να σε σκεφτώ. Και το θέμα είναι ότι δεν ξέρω που είσαι.

Πλησιάζει πάλι ο καιρός που θα βρεθούμε στο ίδιο σημείο. Στο ίδιο μέρος ναι, θυμάσαι και εσύ καλά πώς κοιταχτήκαμε, πώς… πως έγιναν όλα αυτά και εν τέλει, φτάσαμε εδώ…

Μέρα Τρίτη

Εάν δεν περίμενα κάτι, αυτό ήταν να την δω στο μαγαζί.
Καθόμουν στο μπαρ με ένα βιτέξ στο χέρι, μέχρι που ξαφνικά ξεπρόβαλλε μπροστά μου με μια παρέα.

Ήταν δίπλα δίπλα με μια μελαχρινή, καλλίγραμμη μεσαίου αναστήματος κοπέλα, συνοδευόμενες από δύο αγνώστους.

Έτσι ακίνητος που τους έβλεπα να μπαίνουν μέσα… κόλλησα. Αυτόματα, έβαλα το Way Down We Go και περίμενα αντιδράσεις. Κοιταχτήκαμε αστραπιαία και μπήκα μέσα στην κουζίνα, δήθεν πως έψαχνα κάτι.

Όταν επέστρεψα είδα ότι έκατσε δίπλα στο ένα αγόρι.

Απογοητεύτηκα λίγο, όμως θυμήθηκα το βλέμμα της και έσβησα κατευθείαν κάθε αρνητική σκέψη: το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να την προσεγγίσω.

Όταν πήγα να πάρω παραγγελία, εσκεμμένα δεν έριξα καθόλου το βλέμμα μου πάνω της. Απλώς σημείωνα παρατηρώντας το ξεθώριασμα του μισοτελειωμένο στυλό. Μπορούσα να καταλάβω όμως ότι την παραξένευσε. Γύρισα στο μπαρ εξοργισμένος. Τί ήθελε τώρα; Ποιοι ήταν αυτοί και τι ήταν για αυτές;

Γιατί ήρθε εδώ;

Σε κάποια στιγμή, λίγη ώρα αργότερα σηκώνεται και πηγαίνει στην τουαλέτα. Πηγαίνω κι εγώ δήθεν να πλύνω τα χέρια μου. Λες και δεν μπορούσα να τα πλύνω στην κουζίνα!

… αλλά ούτε που θα το σκέφτονταν.

Και ήμουν εξίσου σίγουρος!

Μπαίνω και κοιτάζομαι ευθέως στον καθρέπτη. Άκουγα την ανάσα της. Τόσο ησυχία είχε. Βγαίνει έξω, και προς μεγάλη μου έκπληξη δεν με κοιτάζει καν πλησιάζοντας τον νιπτήρα, λέγοντας μου το εξής παράξενο πράγμα.

«Πάντα το ίδιο… ακριβώς μετά από μένα. Ίσως με διαφορά κάποιων λεπτών».

Με σκυμμένο βλέμμα απλώς έπλενε τα χέρια της, ανέκφραστη.

Άρχισα να μπλέκω τα χέρια μου μες τα μαλλιά της απτόητος από αυτό που είπε. Σαν να μην θυμόμουν τι έκανα.

Σαν να μην είχε σημασία εκείνη την στιγμή.

Κρατιόμουν απίστευτα να μη δακρύσω.

«Γιατί;» είπε με ελαφρύ λυγμό καθώς χάιδευα το θερμό της μάγουλο. «Μετά από τόσο καιρό, γιατί; Γιατί είσαι εδώ; Και γιατί είχες φύγει…»

Άγγιζα τα χείλη της περιμένοντας να ξεστομίσουν κάτι…

«Μα δεν έφυγα ποτέ. Ήμουν από την αρχή εδώ. Για εσένα το έκανα, για εσένα.»

«Μη φύγεις πάλι…» τόλμησα να πω και έβλεπα σταδιακά τα μάτια της να δακρύζουν και κάνοντας να στρίψει το κεφάλι, την πρόλαβα.

Την είχα προλάβει.

Την φίλησα συνοφρυωμένος. Με παράπονο και απορία. Με αγανάκτηση αλλά και με πάθος. Με πίεση αλλά και με άφεση. Με ανασφάλεια, αλλά καθόλου δισταγμό.

Με αγάπη. Και όχι με εγωισμό. Όχι με λογική. Όχι με χρόνο!

Μέρα Τέταρτη

Λαγοκοιμόμουν, καθώς άκουγα τις φωνές των ζωηρών, μικρών ανιψιών μου, πίσω από την κλειστή μου πόρτα.
Γυρνάω πλευρό και έχοντας καρφωμένο το βλέμμα μου εκεί, μπουκάρουν ξαφνικά και τρέχουν πάνω μου. Μου τραβούσαν τα μαλλιά, με στροβίλιζαν πέρα και δώθε, αριστερά και δεξιά.
Πόσο ξέγνοιαστα ήταν. Σκεφτόμουν. Και πόσο ευγνώμων νιώθω που τους κάνω και γελάνε. Τα δικά μου ανίψια.
Κάπως έτσι σε είδα χθες. Κάπως έτσι ήμασταν χθες.

Κάπως έτσι, σε έκανα δική μου.

 

Γράφει η Βουρσούκη Κατερίνα
Φοιτήτρια Λογοθεραπείας, με αγάπη για την λογοτεχνία

Thessaloniki Arts and Culture 

 

 

Διαβάστε επίσης

Close