Ύμνος στις μανάδες του κόσμου, από την Τάμι Γκεκτσιάν

Ύμνος στις μανάδες του κόσμου, από την Τάμι Γκεκτσιάν

Μάνα που η αγκαλιά της άνοιγε σα βεντάλια…

 

Χέρια ροζιασμένα, με τις πληγές να χορεύουν ανάμεσα στις γραμμές της ζωής
Δεν πονάνε, δε βάζουν κρέμες για να γιάνουν,  δεν τις βλέπει κανείς

Μπογιατίσματα και φρου-φρου δε γνωρίζουν, δε ζητάνε
Τα παιδιά μονάχα να μην πεινάνε

Βλέμμα βαθουλωμένο, μάτια σακουλιασμένα, χάσανε κιόλας τη νιότη
Ίσως να φταίει η συντροφιά άντρα πιότη

Χείλη στα δυο σκισμένα, το φιλί δεν το έχουν νιώσει
Μα στα παιδιά περίσσιο το έχουν δώσει

Μια φλέβα πετάγεται ανάμεσα στα πυκνά γερασμένα φρύδια
Είθε να χουν να φάνε έστω μια χούφτα ξεραμένα απίδια

Μάνα μου που θα πας πάλι μες στη βροχή;  ρωτάνε τα ξυπόλυτα παιδιά
Να βοηθήσω  για λίγο στο πότισμα, απαντά με  βαριά καρδιά

Τα γόνατα ξεσκισμένα άλλο δε βαστούν, μα δε λυγίζουν
Οικοδομές ολόκληρες άμα λάχει μπορούν και χτίζουν

Πάρτε φάτε, εγώ άλλο δεν πεινώ, μουρμουράει στα δυο παιδιά της
Και ας γουργουρίζει η λιπόσαρκη κοιλιά της

Τα παιδιά της μεγαλώσαν πια και γιατροί σπουδάζουν
Μα που τα βρήκατε τόσα καφετιά, όλοι τους κραυγάζουν

Έχετε πατέρα δικηγόρο, χρήματα με τα σακιά;
Μάνα έχουμε, απαντάνε, μάνα από τα είκοσι με γκρίζα μαλλιά

Μάνα που δεν αφήκε κανέναν να μας φέρονται σα δόλια,
Μας έπλενε πάντα με μυρωδάτη κολόνια

Μάνα που κράτησε τα χέρια μας απαλά και λεία
Η αγάπη της μας γέμιζε με αόρατη ασυλία

Μάνα που η αγκαλιά της άνοιγε σα βεντάλια
Και ας είχαν μελανιάσει τα πόδια της από τα λιωμένα σανδάλια

Μάνα που τα βάσανα τη ρημάξαν
Μα εμάς, σαν πρίγκιπες οι άλλοι μας κοιτάξαν

Και αν το φτωχό καλύβι με ντροπή μας γιόμιζε
Εκείνη το καταλάβαινε, μα αγόγγυστα μας φρόντιζε

Και όταν την απαρνηθήκαμε γιατί είχαμε τα μυαλά επάνω
Εκείνη τότε πιο πολύ μας αγάπαγε, από τον ουρανό πιο πάνω

Την κάμαμε πολλές φορές και λυπότανε
Μα εκείνη για χάρη μας τα βράδια δεν κοιμότανε

Μάνα μου τώρα που πέρασες του θανάτου το κατώφλι το μαύρο
Συγχώρα μας για της αχαριστίας το φορτωμένο κάρο

Μάνα μου αν ήξερες πως σκίζεται η άπονη κάποτε καρδιά μου
Θα κατέβαινες για λίγο να βγάλεις από το λαιμό τη θηλιά μου

Μάνα μου θέλω να ρθω να σε ανταμώσω, τη σφίγγω τη θηλιά, ο χρόνος μου εδώ τελειώνει
Οι φλέβες μου πετάγονται, τα σωθικά μου καίνε, η ψυχή μου κείτεται μονάχη στο σαλόνι

Μάνα μου έλα πρόλαβε με, πριν κάνω το βήμα, αγκάλιασε με
Τα πόδια μου τρέμουν, ένα βήμα και τέλος, αχ μάνα μου συγχώρεσε με

Μάνα μου ήρθες, ακούω τη φωνή σου
Ήρθες μόνη σου χωρίς το καμπουριαστό κορμί σου

Μάνα μου σε ρωτάω τι ήρθες να μου μηνύσεις
Και εσύ λες βελούδινα: «Πρόσεχε γιαβρί μου μη χτυπήσεις!»

 

 

Γράφει η Τάμι Γκεκτσιάν
Απόφοιτη Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης, AΠΘ

 

Thessaloniki Arts and Culture 

 

 

Διαβάστε επίσης

Close