Ανέκδοτα του Διογένη

Ανέκδοτα του Διογένη

Διογένους ανέκδοτα από διάφορους συγγραφείς εν μεταφράσει.

 

1.      Τούς πόδας οὐδέποτε ἔσκεπεν· οὐ γάρ ἔφη τρυφερωτέρους εἶναι τῶν ὀφθαλμῶν καί τοῦ προσώπου· ταῦτα γάρ ἀσθενέστατα πεφυκότα, μάλιστα ἀνέχεσθαι τό ψῦχος, διά τό γυμνοῦσθαι ἀεί. Μή γάρ εἶναι τοῖς ἀνθρώποις δυνατόν καταδησαμένους τά ὄμματα βαδίζειν ὥσπερ τούς πόδας.

Τα πόδια του ποτέ δεν τα σκέπαζε ο Διογένης με παπούτσια, διότι, όπως έλεγε, τα πόδια δεν είναι τρυφερότερα από τα μάτια και το πρόσωπο, μολονότι εκ φύσεως είναι πάρα πολύ λεπτά και αδύνατα, εντούτοις ανέχονται το κρύο, επειδή πάντοτε είναι γυμνά· και προσέθετε, πως είναι φανερό, ότι δεν ημπορούν οι άνθρωποι να βαδίζουν, αφού σκεπάσουν τα μάτια, όπως σκεπάζουν τα πόδια.

2.       Προσεοικέναι, ἔφη ἑαυτόν τοῖς κυσί τοῖς Λάκωσι· καί γάρ τούτων, ὅταν στῶσιν εἰς τάς πανηγύρεις, πολλούς μέν εἶναι τούς καταψήχοντας καί προσπαίζοντας, μηδένα δε ὠνεῖσθαι ρᾳδίως διά το μή ἐπίστασθαι χρῆσθαι.

Ο Διογένης έλεγε για τον εαυτό του ότι πολύ έμοιαζε μα τα Λακωνικά σκυλιά· διότι, όταν αυτά τα σκυλιά βρεθούν σε πανηγυρικές συγκεντρώσεις, πολλοί μεν είναι εκείνοι που τα χαϊδεύουν και παίζουν μαζί τους, κανείς όμως δεν τα’ αγοράζει εύκολα, διότι δεν ξέρουν πώς να τα μεταχειρισθούν.

3.      Ἔλεγε δ’ ἐπισκώπτων, ὅτι ὀρθῶς ἐπιπλήττοιτο τό τοῦ κυνός· (διά γάρ χαλεπότητα καί τό λοιδορεῖσθαι κύνα αὐτόν ἀπεκάλουν)· τούς γάρ κύνας ἕπεσθαι μέν εἰς τάς πανηγύρεις, μηδένα δέ ἀδικεῖν τῶν ἐκεῖ γιγνομένων, ὑλακτεῖν δέ καί μάχεσθαι τοῖς κακούργοις και κακίστοις· καί ὅταν οἱ ἄνθρωποι μεθυσθέντες καθεύδωσιν, αὐτούς ἐγρηγορότας φυλάττειν.

Αστειευόμενος έλεγε ο Διογένης ότι σωστά έκαναν και τον εμάλλωναν σαν το σκύλο· (τον έλεγαν δε κοροϊδευτικά σκύλο, για τις ιδιοτροπίες και τις κακομοιριές του). Διότι και τα σκυλιά, έλεγε, ακολουθούν τους ανθρώπους στα πανηγύρια, αλλ’ όπως κι εκείνος, δεν βλάπτουν μεν κανέναν από αυτούς που πηγαίνουν εκεί, γαυγίζουν όμως και μάχονται εναντίον εκείνων που κάνουν κακές πράξεις και εναντίον των πάρα πολύ κακών ανθρώπων. Και όταν οι κύριοί τους μεθύσουν και κοιμηθούν, αυτοί οι σκύλοι μένουν άγρυπνοι και τους φρουρούν.

4.      Οὐ γάρ ἐκ τῶν μαζοφάγων, φησίν ὁ Διογένης, οἱ κλέπται καί οἱ πολέμιοι, ἀλλ’ ἐκ τῶν κρεοφάγων οἱ συκοφάνται καί τύρρανοι,

Έλεγεν επίσης ο φιλόσοφος, ότι οι κλέφτες δεν προέρχονται από τους πτωχούς που τρώνε κριθαρένιο ψωμί, ενώ αντιθέτως οι συκοφάντες και οι τύραννοι προέρχονται από αυτούς που έχουν και μπορούν να τρώνε πολύ συχνά κρέας.

5.      Ἡμέρας ποτέ λύχνον ἃψας περιῄει· πυνθανομένων δέ τινων, πρός τί τοῦτο; ἔλεγεν, ἄνθρωπον ζητεῖν.

Πολύ γνωστό είναι ότι κάποτε, αφού άναψε ο Διογένης εν καιρώ ημέρας ένα λύχνο, εγύριζεν εδώ κι εκεί· όταν δε μερικοί εζήτησαν να μάθουν, γιατί έκανε αυτό, έλεγε: «Γιατί προσπαθώ να βρω κανένα που να είναι πράγματι άνθρωπος».

6.      Λοιδορούμενος ὑπό τινος φαλακροῦ, ἔφη· Σέ μέν οὐχ ὑβρίζω, τάς δέ τρίχας σου ἐπαινῶ, ὅτι κακόν ἐξέφυγον κρανίον.

Όταν κάποτε ένας φαλακρός εκορόϊδευε τον Διογένη, εκείνος είπεν: Εσένα μεν δε θα σε βρίσω, τις τρίχες σου όμως θα επαινέσω, διότι εξέφυγαν από κακό κρανίο.

7.      Διογένης ἤρετο Πλάτωνα, εἰ νόμους γράφει· ὁ δέ ἔφη· «Τί δαί; Πολιτείαν ἔγραψας; Πάνυ μέν οὖν. Τί οὖν ἡ πολιτεία Νόμους οὐκ εἶχεν; Εἶχεν. Τί οὖν ἔδει σε πάλιν Νόμους γράφειν;».

Ο Διογένης ερώτησε τον Πλάτωνα, αν έγραφε βιβλίο με επιγραφή «Νόμοι», και εκείνος απάντησε, «ναι, και γιατί ρωτάς;». Όταν δε ο Διογένης τον ερώτησε, αν έγραψε βιβλίο «Περί Πολιτείας» και έλαβε θατική απάντηση, ξαναρώτησε: «Λοιπόν αυτή η Πολιτεία δεν είχε Νόμους;». Όταν δε και πάλι ο Πλάτων απάντησε «ναι», ο Διογένης τελικά ερώτησε: «Αφού είχε Νόμους, ποια ανάγκη σε επίεσε να ξαναγράψεις «Νόμους»;».

8.      Διογένης ἰδών τούς Ἀναξινένους οἱκέτας πολλά σκεύη περιφέροντας, ἤρετο, τίνος ταῦτα; Τῶν δέ εἰπόντων, Ἀναξιμένους· Οὐκ αἰδεῖται, φησί, ταῦτα ἔχων ἄπαντα, αὑτός ἑαυτόν μή  ἔχων;

Όταν ο Διογένης είδεν ότι οι υπηρέτες του Αναξιμένους κουβαλούσαν εδώ κι εκεί πολλά σκεύη, τους ερώτησε, τίνος ήσαν αυτά. Μόλις δε του απάντησαν ότι αυτά ήσαν του Αναξιμένους, ο φιλόσοφος είπεν: Δεν ντρέπεται ο Αναξιμένης, που, ενώ είναι κύριος όλων αυτών, δεν είναι κύριος του εαυτού του;

9.      Διογένης ἰδών γραῖαν καλλωπιζομένην, εἶπεν· Εἰ μέν προς τούς ζῶντας, πεπλάνησαι, εἰ δέ πρός τούς νεκρούς, μή βράδυνε.

Όταν ο Διογένης είδε μια γριά που φτιασιδωνόταν, της είπε: Αν μεν καλλωπίζεσαι για τους ζωντανούς, έχεις κάνει λάθος (και άσκοπα γυρίζεις), αν όμως καλλωπίζεσαι για τους πεθαμένους, να μη βραδύνεις.

10.  Διογένης, ὁ Κυνικός, ὀδυρομένου τινός, ἐπειδή ἐπί ξένης ἔμελλε τελευτᾶν, ἔιπε: Τί ὀδύρῃ, ὦ μάταιε; Πανταχόθεν γάρ ἡ αὐτή εἰς Ἅιδου.

Όταν κάποιος έκλαιγε, γιατί επρόκειτο να πεθάνει σε ξένη χώρα, ο Κυνικός Διογένης του είπε: Ανόητε, γιατί κλαις και οδύρεσαι; Έχε υπ’ όψη σου ότι από παντού περνάει ο ίδιος δρόμος που οδηγεί στον άδη.

11.  Διογένης τούς ρήτορας τά δίκαια μέν ἔφη ἐσπουδακέναι λέγειν, πράττειν δέ οὐδαμῶς.

Ο Διογένης έλεγεν ότι οι δικηγόροι έχουν μεν σπουδάσει το δίκαιο και ασχολούνται πάντοτε με αυτό, αλλά ποτέ δεν κάνουν τα δίκαια.

 

*Τα αποσπάσματα αυτά είναι από το βιβλίο «ΤΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΤΟΥ ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΣΤΕΙΑ ΤΟΥ ΙΕΡΟΚΛΕΟΥΣ» του ΙΩΑΝΝΟΥ Χ. ΠΟΥΛΛΟΥ, Εκδόσεις ΑΘΗΝΑΙ 1976.

Η απόδοση είναι του ΙΩΑΝΝΟΥ Χ. ΠΟΥΛΛΟΥ και είναι κι αυτή στο πολυτονικό.

Σημείωση: Τα υπ’ αριθμόν 1,2,3 και 4 είναι διαφόρων συγγραφέων. Τα 5 – 11 είναι εκ της συλλογής Αντωνίου μοναχού και Μάξιμου ομολογητού (1100μ.Χ.).

 

Πηγή: torafeio.wordpress.com

 

Thessaloniki Arts and Culture 

 

 

Διαβάστε επίσης

Close