Η ιστορία του πρώην κλητήρα για τους ιπποπόταμους στα δέντρα

Η ιστορία του πρώην κλητήρα για τους ιπποπόταμους στα δέντρα

Ένα μικρό βραβευμένο διήγημα του Γαβριήλ Ν. Πεντζίκη.
Το διήγημα αυτό δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1980 στην “Καθημερινή” για το διαγωνισμό που είχε προκυρήξει η εφημερίδα.
Τιμήθηκε με το 1ο Βραβείο.

Το κακό άρχισε όταν ο δάσκαλος, ο κύριος Σταματάκος, σήκωσε στον πίνακα το Δημητράκη τον Πρώϊο και του ζήτησε να πει τι ξέρει για τον ελέφαντα.

Προεξοφλώντας πως ο Πρώϊος θα έλεγε μάθημα με άνεση και χωρίς να χρειαστεί υποβολείο, ο κύριος Σταματάκος αποτραβήχτηκε στην έδρα του, προσέχοντας μη τυχόν αφαιρεθούν οι μαθητές ή κάνουν καμιά αταξία. Το βλέμμα του σάρωνε την τάξη, όπως παλιότερα οι προβολείς στα στρατόπεδα αιχμαλώτων, την εποχή του αντάρτικου, σταματώντας κάθε τόσο στο κεφάλι κάποιου άτακτου μαθητή, όπως, ας πούμε, στου μικρού Παρρά, του διαβολεμένου ζιζάνιου της τάξης, που οι ζαβολιές του συχνά έκαναν τον κύριο Σταματάκο να παραφέρεται.

Γρήγορα όμως η ματιά του ξέφυγε από το παράθυρο, έτρεξε στον κήπο και αγκάλιασε το μπουμπούκι ενός τριαντάφυλλου που μόλις άνοιγε. Η φαντασία του αναπαράστησε για πολλοστή φορά τη στιγμή που γονατίζοντας μπροστά της θα πρόσφερε το τριαντάφυλλο στη δεσποινίδα Βιολέττα, την εκλεκτή της καρδιάς του. Ο έρωτάς του γι’ αυτήν ήταν το μόνο πράγμα που τον κρατούσε εδώ στην επαρχία, που τον μετέθεσαν δυσμενώς.

Ήταν επίσης η αιτία που ο κύριος Σταματάκος συχνά αφαιρούνταν και δεν πρόσεχε, σκόνταφτε και έπεφτε και σκίζονταν το παντελόνι του στο γόνατο, καθώς και ο λόγος που προσπαθούσε να δείχνει ανεκτικότητα στις σκανδαλιές του μικρού Παρρά, που ήταν, βλέπετε, αδελφός της δεσποινίδος Βιολέττας.

Τα ονειροπολήματα του δασκάλου τα συνόδευε η άχρωμη και αδιάφορη φωνή του Πρώϊου, που έλεγε πως ο ελέφαντας έχει τέσσερα πόδια που απολήγουν σε νύχια γαμψά και γερά, τρίχωμα στιλπνό σκουροκίτρινο με μαύρες ραβδώσεις, μακρυά ουρά, μεγάλα υπερήφανα πράσινα μάτια, ρύγχος ίσαμε δέκα φορές μεγαλύτερο από της γάτας, με μουστάκια και κοφτερά δόντια, και πως συνήθως ξαπλώνει έτσι που να θυμίζει την μαντάμ Αγγέλικα στο ξενοδοχείο Εξέλσιορ.

Εξέλσιορ, Αγγέλικα; Στιλπνό τρίχωμα; σκέφτηκε ο κύριος Σταματάκος. Πώς τολμά ο αλητήριος; “Πρώϊε, βγές έξω και αύριο να έρθεις με τον κηδεμόνα σου”, ούρλιαξε.
Το μάθημα συνεχίστηκε κανονικά και ο κύριος Σταματάκος άκουσε με έκπληξη και οργή τους μαθητές του να περιγράφουν την αντιλόπη, τη στρουθοκάμηλο, την κουκουβάγια ενώ τους είχε ζητήσει να περιγράψουν τον ιπποπόταμο, τον ρινόκερο, τον αλιγάτορα.

Επρόκειτο προφανώς για πλεκτάνη, για ομαδική καζούρα, διόρθωσε αμέσως, βρίσκοντας τη λέξη πλεκτάνη πολύ πέρα από τις δυνατότητες των παιδιών. Μη ξέροντας, λοιπόν, τι άλλο να κάνει, έδιωξε τους μαθητές του και έκλεισε το σχολείο δυό ώρες νωρίτερα από το κανονικό.

Ο κύριος Σταματάκος περπατούσε απορροφημένος, αναμετρώντας στο νου του την κατάσταση. Είχε πάρει σχεδόν την απόφαση, αφού ζύγισε προσεκτικά τα υπέρ και τα κατά, να μη δώσει συνέχεια στο περιστατικό, και απλώς να επισημάνει στον κυρ-Γιάνναρη Πρώϊο τις πρώϊμες και απαγορευμένες γνώσεις του γιού του.

Τακτοποιώντας έτσι την υπόθεση, ένιωσε να του φεύγει ένα μεγάλο βάρος και, κοιτώντας για πρώτη φορά γύρω του, αντιλήφθηκε πως τα βήματά του τον είχαν φέρει στην είσοδο του Ζωολογικού Κήπου. Συνήθως τον απέφευγε, γιατί δεν μπορούσε να υποφέρει τη μυρωδιά, αλλά αυτή τη φορά έκοψε εισιτήριο και δρασκέλισε τολμηρά το κατώφλι της πύλης.

Ο Κήπος αυτός, απρόσδόκητος πράγματι για μια επαρχιακή πόλη, ήταν κληροδότημα του πλέον επιφανούς τέκνου που ανέδειξε ο τόπος, του πάλαι ποτέ δημάρχου Αυγερινού. Αυτός τον συγκρότησε εκ του μηδενός, προσφέροντας αγρίμια που ο ίδιος, δεινός κυνηγός καθώς ήταν, είχε αιχμαλωτίσει στα γύρω δάση, αγοράζοντας τα θηρία ενός τσίρκου που πτώχευσε, μεσολαβώντας σε ξένα ιδρύματα και υψηλά πρόσωπα για δωρεές σπανίων ζώων.

Αυτός είχε την τιμή να τον εγκαινιάσει, κόβοντας τη γαλανόλευκη κορδέλα. Αυτός, τέλος, άφησε όλη του την περιουσία για τη συντήρηση του Κήπου, με μια διαθήκη που την εγκυρότητά της πολλές φορές προσέβαλλαν δυσαρεστημένοι συγγενείς. Τα αισθήματα των κατοίκων απέναντι στο Ζωολογικό Κήπο τα χαρακτήριζε ένα περίεργο μίγμα από υπερηφάνεια γι’ αυτό που αποτελούσε το καύχημα της πόλης, και από αμέλεια και αβελτηρία για τη σωστή του λειτουργία.

Έτσι, δεν ήταν λίγες οι φορές που οι φούρνοι, που θέρμαιναν τα κλουβιά με τα ζώα της ζούγκλας, έμεναν σβηστοί μέσα στο καταχείμωνο, με αποτέλεσμα να δεινοπαθούν και κάποτε – κάποτε να ψοφούν τα κακόμοιρα τα ζώα. Άλλες φορές πάλι, αν τύχαινε κάποιος επίσημος να επισκεφτεί χειμώνα καιρό την πόλη, αντίκρυζε στον Κήπο το θέαμα πολλών καμινάδων, που ξεπρόβαλλαν μέσα από τα χιόνια αναδίνοντας τολύπες πυκνού καπνού και την εντύπωση βιομηχανικής ζώνης με πολλά εργοστάσια, προορισμένα να κρατούν ζωντανή τη φύση.

Ο κύριος Σταματάκος, θαρρείς πως το όλο περιστατικό στην τάξη τού είχε κινήσει το ενδιαφέρον, πλησίασε το κλουβί με τον ελέφαντα -κι έμεινε άλαλος από την έκπληξή του: αντί για ελέφαντα είχε μπροστά του μια πανώρια περήφανη τίγρη, ξαπλωμένη ακριβώς όπως η μαντάμ Αγγέλα- ο δάσκαλος συγκράτησε τη σκέψη του και την εμπόδισε να ολοκληρώσει την παρομοίωση.

Είχαν ήδη κοκκινίσει οι ρίζες των αυτιών του. Σκέφτηκε πως θα είχε αλλάξει η διαρρύθμιση των κλουβιών, αλλά η πινακίδα εξακολουθούσε να χαρακτηρίζει το ζώο ως Αφρικανικό Ελέφαντα. Προχώρησε με ανησυχία που αυξανόταν προς τα άλλα κλουβιά. Όπως σχεδόν το περίμενε, στο κλουβί με την πινακίδα Ρινόκερος αντίκρυσε μια στρουθοκάμηλο, που βέβαια έχωσε το κεφάλι της στο χώμα μόλις τον αντιλήφθηκε, ενώ στο κλουβί με τον τεχνητό βάλτο για τον αλιγάτορα δεν φαινόταν ούτε φολίδα από το αμφίβιο σαυροειδές.

Μπόρεσε μόνο να διακρίνει, ίσως επειδή περίμενε να τη δει, μια κουκουβάγια σκαρφαλωμένη σ’ ένα κλαδί.
“Ωστε πρόκειται τελικά για πλεκτάνη”, μουρμούρισε ο δάσκαλος και σκέφτηκε πως πρέπει να ενημερώσει τις αρχές. Όμως, όπως ένα στραβά κρεμασμένο κάδρο αλλοιώνει τις ευθείες του δωματίου και κάνει κάθε ισορροπημένο άνθρωπο να νιώθει το δάπεδο επικλινές, έτσι και η ανταλλαγή των ζώων στα κλουβιά έδινε στον κύριο Σταματάκο την αίσθηση ότι κρέμεται “όπως η νυχτερίδα σ’ ένα κόσμο με ανεστραμμένες αξίες” -που λέει ο ποιητής- και τον έκανε να χάνει την ισορροπία του, να σκουντουφλά και να πέφτει.

Όταν, λοιπόν, παρουσιάστηκε στο δημαρχείο, με το κοστούμι του σκονισμένο και σκισμένο στο γόνατο, ο κλητήρας που ήταν καινούριος και ξενομερίτης, τον πήρε για αλήτη και τον πέταξε έξω με τις κλωτσιές. Ο κύριος Σταματάκος αναγκάστηκε να περάσει από το σπίτι του και ν’ αλλάξει. Με καθαρά ρούχα, έγινε αμέσως δεκτός από το δήμαρχο Σιδέρη Σούδα.

Μιλώντας στο δήμαρχο που αμέσως κατανόησε τη σοβαρότητα του θέματος, ο δάσκαλος άφησε να του ξεφύγει πως κατά τη γνώμη του επρόκειτο για μια κατεργαριά του μικρού Παρρά, που αυτή τη φορά ξεπερνούσε τα όρια. Ο δήμαρχος Σούδας, πολυάσχολος καθώς ήταν, ακριβώς μια τέτοια γνώμη χρειαζόταν για να τον απαλλάξει από πρόσθετες έγνοιες.

Ήταν η εποχή που όλες του οι δυνάμεις αναλώνονταν σε ενέργειες για ν’ ανακυρηχτεί η πόλη μας αδελφή πόλη με το Γουέμπστερ της Νότιας Ντακότας, ενέργειες που ως εικός πήγαν στο βρόντο. Επιπλέον, είχε παλιούς λογαριασμούς με την οικογένεια Παρρά, από την εποχή που είχε προσπαθήσει να επιβάλλει τα δύο περίφημα διατάγματα, το “Περί καταργήσεως διπλών συμφώνων” και το “Περί εξαγνισμού ονομάτων”.

Η οικογένεια Παρρά τα είδε σαν απειλή. Το πρώτο έκανε το επώνυμό τους ν’ ακούγεται όπως ο παράς, ενώ πριν η σύμπτωση των ήχων αποφεύγονταν γιατί, αντίθετα απ’ ό,τι γίνεται στην πρωτεύουσα, στην τοπική διάλεκτο τα διπλά σύμφωνα προφέρονται χωριστά. Το δεύτερο διάταγμα σήμαινε ότι θα έπρεπε ν’ αλλάξουν το επώνυμό τους και να υιοθετήσουν ένα άλλο πιο εθνοπρεπές, μια και το Παρράς θύμιζε πολύ τους πρόσφατους δυνάστες του τόπου.

Οι Παρρά αντέταξαν σθεναρή αντίσταση. Πολλοί μάλιστα βγήκαν στο κλαρί κι άρχισαν αντάρτικο. Τότε ήταν που η φράση “πήγε στον Παρρά Κλείτο” άρχισε σιγα – σιγά να σημαίνει “μπήκε στις αντάρτικες ομάδες του Παρρά Κλείτου”, δηλαδή “σήκωσε μπαϊράκι, επαναστάτησε”, ενώ μέχρι τότε αν έλεγες ότι κάποιος πήγε στον Παρρά Κλείτο, εννοούσες πως μας άφησε χρόνους, γιατί ο Κλείτος Παρράς ήταν ιδιοκτήτης του μόνου γραφείου κηδειών της πόλης.

Τον θυμάμαι σαν και τώρα τον Καπετάνιο να εποπτεύει την κίνηση της πλατείας ακουμπισμένος στην πόρτα του γωνιακού μαγαζιού του, απέναντι από το φαρμακείο του κυρ – Σταυράκη Κοσμά, κάτω από την επιγραφή ΦΕΡΕΤΡΟΠΟΙΕΙΟΝ ΚΑΙ ΓΡΑΦΕΙΟΝ ΤΕΛΕΤΩΝ ΠΑΡΡΑ ΚΛΕΙΤΟΥ.

Όμως, για να γυρίσουμε στο προκείμενο -τα του αντάρτικου θα μπορούσα να σας τα διηγηθώ αύριο, με λεπτομέρειες που δεν ξέρει κανείς άλλος-, ο δήμαρχος Σούδας έδωσε εντολή στη Χωροφυλακή να κινήσει τις έρευνες προς την κατεύθυνση των υποψιών του κυρίου Σταματάκου, και δεν μου το βγάζει κανείς από το νου πως το έκανε για να εκδικηθεί τα δυό του διατάγματα, που τελικά δεν εφαρμόστηκαν.

Πράγματι, ο μικρός Παρράς ομολόγησε και περιέγραψε με λεπτομέρειες πώς παραβίασε τις κλειδαριές των κλουβιών, πώς μετακίνησε όσα ζώα μπορούσε και πώς στο τέλος, εξαντλημένος από την προσπάθεια, άρχισε ν’ αλλάζει απλώς τις πινακίδες. Τα είπε όλα χαρτί και καλαμάρι και υπέγραψε όλες τις καταθέσεις, χωρίς ωστόσο να εξηγήσει γιατί το έκανε. Κρίθηκε προφυλακιστέος και ορίστηκε και η ημερομηνία της δίκης, που αναγκαστικά θα γινόταν στο ύπαιθρο, μια και προβλεπόταν ότι θα συνέρρεε πάνδημη η πόλη.

Στο μεταξύ είχαν αρχίσει έντονες συζητήσεις στην πόλη. Υπήρξαν μερικοί που δεν πίστεψαν την ομολογία του μικρού και ισχυρίζονταν πως απλώς η Χωροφυλακή το βρήκε βολικό να τα φορτώσει σ’ αυτόν. Βλέποντας όμως τις απεγνωσμένες προσπάθειες που κατέβαλαν οι γονείς Παρρά για να ελαφρύνουν τη θέση του κανακάρη τους, πως τάχα δηλαδή δεν άντεχε να βλέπει τα ζώα κλεισμένα συνεχώς στα ίδια κλουβιά, πείστηκαν κι αυτοί για την ενοχή του μικρού.

Κάτι άλλοι βγήκαν και είπαν πως το παιδί έκανε ένα αστείο και δεν πρέπει να δοθεί συνέχεια. Αλλά συνέπεσε εκείνες τις μέρες να πάρουν θέση με δηλώσεις τους στην εφημερίδα “Ηχώ του Κάμπου” οι τοπικές επιτροπές και οργανώσεις βάσης των κομμάτων της αντιπολίτευσης, που υπογράμμισαν, πολύ σωστά, το ανεύθυνο της πράξης του Παρρά, παρατηρώντας πως ισοδυναμούσε με ανατίναξη της αντικειμενικότητας του κόσμου -“σα ν’ αλλάζεις τους ορισμούς των λέξεων σ’ ένα λεξικό”, έγραψε κάποιο στέλεχος. Ύστερα από αυτό κανένας, που σεβόταν τον εαυτό του και ήθελε να λέγεται σοβαρός, δεν τόλμησε να ισχυριστεί ότι ήταν αστείο η πράξη του μικρού Παρρά.

Η δίκη πλησίαζε να κλείσει και φαινόταν μάλλον βέβαιο πως θα έστελναν τον μικρό σε αναμορφωτήριο, όταν παρατηρήθηκε μια κάποια αναταραχή στο συγκεντρωμένο πλήθος και παρουσιάστηκε μπροστά στην εξέδρα των δικαστών η γιαγιά Παρρά, η μάνα του καπετάν Παρρά Κλείτου, ζητώντας το λόγο. Είχε περάσει ο χρόνος των αγορεύσεων, όμως ο σεβασμός όλων προς το πρόσωπό της και τη μνήμη του γιού της ήταν τόσος, που δεν τους πέρασε από το νου να μην την αφήσουν να μιλήσει.

Άσε που τη φοβούνταν κιόλας γιατί έκανε μαγικά και μαγγανείες. Ο μόνος που φάνηκε να δυσφόρησε ήταν ο δόκτωρ Κάρολος Φλογέρας, ομογενής και διαπρεπής παλαιοντολόγος και διευθυντής του Ζωολογικού Κήπου: άρχισε να μουρμουρίζει ακαταλαβίστηκα εγγλέζικα, να κουνάει το κεφάλι του δώθε – κείθε και να σπαρταράει ολόκληρος (όσος είχε απομείνει δηλαδή) πάνω στην αναπηρική του πολυθρόνα.

“Τίποτα δεν είναι αυτό που ήταν κι αυτό που θα μπορούσε να είναι”, είπε η γιαγιά και συνέχισε λέγοντας πως ήταν κάποτε μια εποχή που οι ελέφαντες είχαν τη χάρη και τη σβελτάδα της αντιλόπης, που η αντιλόπη είχε χαυλιόδοντες και προβοσκίδα, μια εποχή που οι ιπποπόταμοι, χοντροί μεν, αλλά στ’ αλήθεια σάρκα και αίμα, σκαρφάλωναν στα κλαδιά και κελαηδούσαν, και πως πιο πριν ακόμη όλα τα ζώα ήταν ένα και το ένα ζώο ήταν όλα μαζί, όπως και όλες οι γλώσσες ήταν μία γλώσσα πριν σπάσει το ρόδι που τις κρατούσε.

Αυτά τα είπε βέβαια στην ντόπια διάλεκτο, πού είναι πιο εκφραστική, μιλώντας με τέτοιο τρόπο που πολλοί από το ακροατήριο, ιδιαίτερα οι λιγότερο εγγράμματοι, κρέμονταν από τα χείλια της. Και κατέληξε ζητώντας να συγχωρεθεί το δισέγγονό της, που θέλησε απλώς να υπενθυμίσει την εποχή εκείνη.

Όταν τελείωσε και άρχισαν οι επευφημίες και οι ζητωκραυγές, ο κύριος Σταματάκος, που ευκαιρία γύρευε άλλωστε, πρωτοστάτησε κανοναρχώντας το αίτημα των πολιτών για επιείκεια. Μάλλον έβλεπε πως αν δεν έκανε κάτι τέτοιο θα έχανε για πάντα τη δεσποινίδα Βιολέττα, που όλο το διάστημα από τη σύλληψη μέχρι τη δίκη του αδελφού της αρνιόταν να τον δει.

Το αίτημα βρήκε πρόσφορο έδαφος: ο δήμαρχος Σούδας έσκυψε και ψιθύρισε δυό λόγια στο αυτί του δικαστή και ο μικρός αθωώθηκε. Την επόμενη μέρα η “Ηχώ του Κάμπου” δημοσίεψε τις δηλώσεις της αντιπολιτεύσεως που πανηγύριζε για την επιβολή του λαϊκού αιτήματος. Γνώμη μου πάντως είναι πως ο Σούδας, μη θέλοντας να ενδώσει στις αρχικές απαιτήσεις της αντιπολιτεύσεως για παραδειγματική τιμωρία, είχε ήδη αποφασίσει να αθωώσει τον Παρρά και βρήκε εύσχημο πρόσχημα στα λεγόμενα της γιαγιάς, τα σχετικά με τους ιπποπόταμους στα δέντρα.

Την ιστορία μου την διηγήθηκε ο ογδοντάχρονος μπεκρής κι αλλοπαρμένος πρώην κλητήρας τού “Εξέλσιορ”, στη θέση του οποίου υψώνεται τώρα ο ξενοδοχειακός κολοσσός “Πρόοδος – Αναγέννησις”, όπου είχα καταλύσει (685 δρχ. το μονόκλινο, ντεμί πανσιόν, σύμφωνα με την απόδειξη που έχω φυλαγμένη και πού μου έφερε στο νου το όλο περιστατικό). Μου τη διηγήθηκε ανάμεσα σε διαδοχικές γουλιές κονιάκ ντόπιας παραγωγής, που έπινε από ένα κακοπλυμένο ποτηράκι που εγώ γέμιζα κι εκείνος άδειαζε με τέτοια ταχύτητα ώστε να χάσω το λογαριασμό και να μου χρεώσει ο καφετζής πολύ περισσότερα απ’ όσα ήπιε.

Μου έκαναν εντύπωση τα φραστικά και αφηγηματικά τερτίπια της διήγησης, το λεξιλόγιο που κατάφερνε σχεδόν πάντα να κυριολεκτεί, και, φυσικά η αυτολεξεί παράθεση του στίχου του Στέφανου Χρυσού, του μόνου αξιόλογου ποιητή της πόλεως, για την νυχτερίδα.

Νομίζω μάλιστα πως αυτά ήταν τα στοιχεία που με έπεισαν για το ότι ο κλητήρας είχε διηγηθεί την ιστορία πολλές φορές, ενσωματώνοντας κάθε φορά τα σχόλια του προηγούμενου ακροατή, έτσι ώστε η ιστορία να έχει αποκτήσει τελικά μια πατίνα, να εκφράζει τόσο τους ακροατές όσο και τον αφηγητή και να ξετυλίγεται, αυτόνομη και αυθύπαρκτη, όσο διαρκεί το φθίνον διάστημα της νηφαλιότητας του αφηγητή μέχρι του σημείου της ολοκληρωτικής αλώσεώς του από το αλκοόλ.

Τη μετέφερα λίγο – πολύ όπως την άκουσα, χωρίς να παίρνω όρκο ότι δεν την επαύξησα με δικά μου στοιχεία.

Το επόμενο πρωί έκανα μια μικρή έρευνα στα δημοτικά αρχεία και θα ενδιέφερε ίσως τους αναγνώστες να μάθαιναν πως ο μικρός Παρράς μεγάλωσε, παντρεύτηκε, απέκτησε δώδεκα παιδιά και εξελίχτηκε σε αστυνομικό διευθυντή της πόλεως.

Πηγή: exares.gr

Διαβάστε επίσης

Close