Νεκρές γλώσσες και διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών, δύο απόψεις

Νεκρές γλώσσες και διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών, δύο απόψεις

Δύο εξαιρετικά άρθρα για τα αρχαία ελληνικά που διαφωνούν συμφωνώντας όμως σε διάφορα σημεία.

Οι νεκρές γλώσσες, η κ. Ρεπούση και η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών, Νίκος Σαραντάκος

Συμπαθής ή αντιπαθής, η κυρία Ρεπούση είχε δίκιο όταν χαρακτήρισε “νεκρές γλώσσες” τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά. Τα αρχαία ελληνικά καθαυτά είναι νεκρή γλώσσα, επειδή δεν έχει φυσικούς ομιλητές (δηλ. που να την έχουν μητρική γλώσσα). Το ίδιο άλλωστε ισχύει και με τα λατινικά, κι αυτά νεκρή γλώσσα θεωρούνται. “Μα εγώ τα χρησιμοποιώ και σήμερα”, λέει κάποιος.

Όχι όμως σε παραγωγή καινούργιου λόγου, και όχι σε κάτι σοβαρότερο από λεκτικά παιχνίδια, όπως είναι το δελτίο ειδήσεων στα αρχαία ελληνικά, που συντάσσει ένας συμπαθής Ισπανός (αν το συνεχίζει ακόμα). Βέβαια, από την άποψη αυτή τα λατινικά έχουν πολύ σοβαρότερες αξιώσεις, αφού στα λατινικά βγαίνουν κάμποσες κανονικές εφημερίδες, μεταξύ των οποίων η επίσημη εφημερίδα του Βατικανού (Acta Sanctae Sedis).

“Ναι, αλλά τα αρχαία ελληνικά ζουν μέσα από τη νέα ελληνική γλώσσα”, παρατηρεί κάποιος άλλος. Φοβάμαι πως το αν η ελληνική (νέα και αρχαία) είναι “μία και ενιαία” γλώσσα ή όχι, αυτό δεν μπορούμε να το κρίνουμε με αποκλειστικά γλωσσικά κριτήρια, είναι απόφαση πολιτική, όπως πολιτική απόφαση είναι γενικά το αν δυο “διάλεκτοι” ανήκουν στην ίδια γλώσσα ή είναι ξεχωριστές γλώσσες, για παράδειγμα αν η σλαβομακεδονική ειναι χωριστή γλώσσα από τη βουλγαρική.

Αυτό φάνηκε καθαρά στην περίπτωση των σερβοκροατικών, που θεωριόνταν μία γλώσσα και σήμερα υπολογίζονται για δύο: σερβικά και κροατικά. Αφού οι γλώσσες δεν άλλαξαν τα τελευταία 20 χρόνια και τα κριτήρια της γλωσσολογίας επίσης δεν μεταβλήθηκαν, ολοφάνερα τα κριτήρια της ανακήρυξης της κροατικής σε γλώσσα είναι πολιτικά.

“Ναι, αλλά η διδασκαλία αρχαίων κειμένων από το πρωτότυπο είναι πολύ χρήσιμη για την γλωσσική κατάρτιση στα νέα ελληνικά”, λένε πολλοί. Αυτό είναι ένα σοβαρό επιχειρημα, που μπορεί και να ισχύει. Πρέπει πάντως να επισημάνω ότι έγκριτοι γλωσσολόγοι όπως ο σεβαστός Εμμανουήλ Κριαράς ή ο Φαν. Βώρος υποστηρίζουν ότι η διδασκαλία της αρχαίας από το πρωτότυπο στο γυμνάσιο πιθανόν να αποβαίνει σε βάρος της κατάρτισης στη νέα ελληνική αφού οι μαθητές βρισκονται αντιμέτωποι με δυο πολύ διαφορετικές γραμματικές (το θέμα το είχαμε συζητήσει παλιότερα εδώ). Πρότειναν λοιπόν αρχαία να διδάσκονται μόνο στο Λύκειο, και να υπάρχουν γερά κλασικά γυμνάσια-λύκεια που να βγάζουν γερούς κλασικούς φιλολόγους.

Εκτός αυτού, δείγμα έχουμε. Από το 1977 ως το 1992 δεν διδάχτηκαν αρχαία από το πρωτότυπο στο γυμνάσιο -και δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς σοβαρά να υποστηρίξει ότι η ελληνομάθεια αυτών των παιδιών υστερεί από των νεότερων, όταν επικράτησε η δεξιά αντιμεταρρύθμιση επί κυβέρνησης Μητσοτάκη και ξανάρχισαν να διδάσκονται τα αρχαία από το πρωτότυπο.

Βέβαια, η κυρία Ρεπούση προτείνει να γίνουν προαιρετικά τα αρχαία όχι στο γυμνάσιο αλλά στο λύκειο. Κι αυτό λογικό είναι, αφού τα παιδιά έχουν ήδη διδαχτεί το σύνολο της αρχαίας γραμματικής (της αττικής βέβαια διαλέκτου) στο γυμνάσιο. Και, έτσι κι αλλιώς, στο σημερινό εξετασιοκεντρικό λύκειο όπου όλα υποτάσσονται στο βωμό των πανελλαδικών και τα λύκεια μετατρέπονται σε ιδιότυπα φροντιστήρια, είναι ουτοπικό να ελπίζουμε πως οι μαθητές θα διδαχτούν, δηλ. θα εμπεδώσουν, οποιοδήποτε μάθημα πέρα από τα τέσσερα επιλεγμένα.

Δεν θα πρότεινα σήμερα τον ριζικό περιορισμό της διδασκαλίας των αρχαίων, αν μη τι άλλο επειδή δεν θα έχουμε τι να κάνουμε τους φιλολόγους (και τους θεολόγους για τα θρησκευτικά). Ωστόσο, η μεταρρύθμιση μπορεί να γίνει σε ορίζοντα δεκαετίας, με σταδιακό περιορισμό των εισακτέων στις φιλοσοφικές.

“Μα, με τα αρχαία ελληνικά γνωρίζεις την άφταστη ελληνική παιδεία”. Σύμφωνοι, αλλά ο σκοπός αυτός εξυπηρετείται εξίσου αν διδάσκονται τα κείμενα από μετάφραση.

“Μα, όποιος διδάσκεται τα αρχαία μαθαίνει τις αλλαγές της γλώσσας, την ετυμολογία, τη διαμόρφωση της σημερινής ελληνικής”. Όχι ακριβώς. Όποιος διδάσκεται αρχαία κείμενα της κλασικής περιόδου (ή κειμενα γραμμένα σε αττική γλώσσα), δεν βοηθιέται και πολύ στο να μάθει τα νέα ελληνικά. Μπορεί ο Σοφοκλής κι ο Πλάτων να είναι αξεπέραστοι, αλλά η γλώσσα τους απέχει πάρα πολύ από τη δική μας, λείπουν δυο ή τρεις ενδιάμεσοι κρίκοι. Τα κείμενα τα γραμμένα στην ελληνιστική κοινή υστερούν σε λογοτεχνική αξία (εκτός από τα θεόπνευστα, μη βρούμε κανένα μπελά) αλλά είναι πολύ πιο χρήσιμα για την παρακολούθηση της ιστορίας της γλώσσας, το ίδιο και μεταγενέστερα κείμενα, ιδιωτικοί πάπυροι ας πούμε ή δημώδη βυζαντινά. Αν μείνεις στον Σοφοκλή, ποτέ δεν θα δεις πως “ο πατήρ, τον πατέρα” έγινε “ο πατέρας, του πατέρα”.

Στον Ιωάννη Μαλάλα θα το δεις (νομίζω). Μα, αυτά είναι κείμενα μικρής αξίας, θα πείτε. Ναι, είναι. Αλλά κατά παράδοξο τρόπο όσο λιγότερο λογοτεχνικό είναι ένα κείμενο τόσο πιο πολύ βοηθάει στη μελέτη της ιστορίας της γλώσσας. Το λιγότερο, αυτά τα ταπεινά κείμενα θα μπορούσαν να διδάσκονται σε ένα απάνθισμα στο μάθημα της Ιστορίας της γλώσσας. Κι έτσι θα μας έφευγε και ο κάλος από το συλλογικό μας μυαλό, που τον καλλιεργούν κάμποσοι φιλόλογοι, κάποιοι καλοπροαίρετα, ότι η νέα ελληνική είναι γλώσσα “χαμηλότερης ποιότητας” από την αρχαία.

Ξαναλέω όμως: προς το παρόν, κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων δεν νομίζω ότι τίθεται. Οπότε, ας περάσουμε στο τελευταίο θέμα: μήπως η άποψή μου για τη συνέχεια ή όχι της γλώσσας είναι υπεκφυγή; Πιθανόν να βρίσκομαι μετέωρος ανάμεσα στις δύο θέσεις -”η ελληνική είναι μία και ενιαία” – “τα νέα ελληνικά είναι άλλη γλώσσα από τα αρχαία”. Ότι η ελληνική είναι μία και ενιαία δεν αντέχει αν σκεφτούμε ότι τα αρχαία κείμενα τα διαβάζουμε σε μετάφραση, τα θεατρικά έργα τα βλέπουμε σε μετάφραση κτλ. Ότι είναι άλλη γλώσσα, βάζει άλλου είδους προβλήματα: πόσες γλώσσες είναι;

Οπότε, έχω καταλήξει ότι η ελληνική γλώσσα (πιθανώς και άλλες γλώσσες) είναι το πλοίο του Θησέα. Οι Αθηναίοι είχαν χτίσει, λέει το φιλοσοφικό πρόβλημα, έναν ωραίο νεώσοικο όπου το τιμημένο πλοίο αναπαυόταν με δόξα και τιμή. Κάθε που σάπιζε ένα σανίδι το άλλαζαν. Τελικά άλλαξαν όλα τα σανίδια. Οπότε, ήταν ακόμα το πλοίο του Θησέα ή όχι; Η απόφαση (αν είναι ή όχι το ίδιο πλοίο) είναι πολιτική.

Yστερόγραφο: Δεν έχω ακόμα βρει το αρχικό βίντεο της ομιλίας της κ. Ρεπούση, φαίνεται όμως ότι δεν είπε “οι νεκρές γλώσσες” αλλά “οι λεγόμενες νεκρές γλώσσες”. Αν είναι έτσι, προκαλεί μεγάλη εντύπωση το σχόλιο του κ. Μπαμπινιώτη, σε προβληματικά έτσι κι αλλιώς ελληνικά: «δεν πρέπει να γινόμαστε συνομιλητές φληναφημάτων». «Θα σεβόμουν μια κριτική “θέλω λιγότερες ώρες Αρχαία και περισσότερες Ιστορία”. Είναι άλλο όμως να λες τη γλώσσα σου νεκρή».

Ο ίδιος τότε γιατί αποκάλεσε ‘χαρακτηριζόμενες ως νεκρές’ τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά, σε ανύποπτο βέβαια χρόνο; Διαβάστε:

«…Ίσως σκεφθεί κανείς ότι το όλο ζήτημα είναι απλώς θεωρητικό πρόβλημα των διανοουμένων, των γλωσσολόγων και των οιονεί οικολόγων τής γλώσσας, ωστόσο εύκολα θα αντιληφθεί ότι είναι πρόβλημα που – στις διάφορες εκφάνσεις του – μάς αφορά όλους. Γιατί δεν είναι μόνο οι εξαφανισθείσες γλώσσες (Χεττιτική, Αρχ. Αιγυπτιακή, ινδιάνικες Αμερικής, αυστραλιανές, αφρικάνικες κ.λπ.) ούτε μόνο οι χαρακτηριζόμενες ως «νεκρές» (Αρχ. Ελληνική και Λατινική) που επιβιώνουν μέσα από τη συνέχειά τους (N. Ελληνική, Ιταλική) ή τις εξελιγμένες μορφές (Γαλλική, Ρουμανική, Ισπανική, Πορτογαλική κ.ά. από τη Λατινική).»

Δηλαδή; Τόσο μεγάλη διαφορά έχει ο όρος “λεγόμενες νεκρές” από τον όρο “χαρακτηριζόμενες ως νεκρές”, ιδίως μάλιστα εφόσον και η κ. Ρεπούση δέχτηκε από το βήμα της Βουλής τη συνέχεια της γλώσσας; Ξέχασε τάχα ο κ. Μπαμπινιώτης τι είχε πει ή έσπευσε να συνταχθεί, για πολλοστή φορά, με το ρεύμα;

πηγή: sarantakos.wordpress.com

Για την αγάπη των Ελληνικών, του Τάκη Θεοδωρόπουλου


Τον τίτλο τον δανείζομαι από έναν τόμο που κυκλοφόρησε το 2000 στη Γαλλία και τον οποίον επιμελήθηκαν οι δύο κορυφαίοι ελληνιστές που δεν υπάρχουν πια, η Ζακλίν ντε Ρομιγί και ο Ζαν Πιερ Βερνάν. Το ζητούμενο ήταν να εκθέσουν τη σημασία των Ελληνικών στην εκπαίδευση για να σώσουν τη διδασκαλία τους και να τα γλιτώσουν από την εξαφάνιση που τους επεφύλασσε μια από τις πολλές «προοδευτικές» μεταρρυθμίσεις.

Στον τόμο συμμετέχουν συγγραφείς, όπως ο Τουρνιέ, ποιητές, όπως ο Μπονφουά, επιστήμονες όπως ο βιολόγος Φρανσουά Ζακόμπ και ο ιστορικός Ζακ Λε Γκοφφ, αλλά και μαθητές. Ολοι τους αφηγούνται τη σχέση τους με τα Αρχαία Ελληνικά, τις εμπειρίες τους από τα θρανία και τον τρόπο που επηρέασαν τη σκέψη τους και τη ζωή τους. Εχει σημασία, νομίζω, ότι κανείς, εκτός από τους δύο επιμελητές, δεν είναι ειδικός επί του θέματος. Είναι άνθρωποι που έχουν σταδιοδρομήσει σε διάφορους τομείς και προσπαθούν να αποτιμήσουν την αξία που είχαν τα Αρχαία Ελληνικά στην καλλιέργειά τους.

Ας σημειώσω ορισμένα επιχειρήματα που διατυπώνει η Ρομιγί στον πρόλογό της. Το πρώτο είναι ότι η αρχαία Ελλάδα είναι ο πυρήνας του ευρωπαϊκού πολιτισμού – γνωστό και τετριμμένο θα μου πείτε. Το δεύτερο είναι ότι η αρχαία ελληνική λογοτεχνία, επειδή είναι λογοτεχνία των απαρχών, εφευρίσκει μορφές και τρόπους έκφρασης, διαθέτει μια απλότητα και ακρίβεια σκέψης που είναι πολύ δύσκολο να τη βρεις στους επιγόνους της. Είναι σαν η λογοτεχνία έκτοτε να ψάχνει να πετύχει την εκφραστική απλότητα και αμεσότητα των Ελλήνων συγγραφέων. «Να μου δοθεί αυτή η χάρη να μιλήσω απλά», έλεγε ο Σεφέρης. Ακόμη θυμάμαι τον Μπόρχες να λέει σε συνέντευξή του πως αν έχεις διαβάσει Ομηρο και Κάφκα ξέρεις όλη τη λογοτεχνία.

Υπάρχει και ένα τρίτο επιχείρημα που αφορά την ανάγνωση των κειμένων αυτών στο πρωτότυπο. Το οποίο η Ρομιγί το διατυπώνει με βάση την εμπειρία της ως εκπαιδευτικός – ως γνωστόν είχε υπηρετήσει σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Κι αυτό είναι η πειθαρχία της αναγνωστικής εμπειρίας που επιβάλλει η λεγόμενη «νεκρή γλώσσα», εν πάση περιπτώσει η γλώσσα την οποία δεν πρόκειται ποτέ να χρησιμοποιήσεις για τις καθημερινές σου συναλλαγές.

Οταν διαβάζεις Πλάτωνα στο πρωτότυπο, μαθαίνεις να διαβάζεις αργά. Παραπέμπω στον Κούντερα για την αξία της αργής ανάγνωσης σε έναν κόσμο που σε σπρώχνει να «σκανάρεις» τα κείμενα, και όπου η λογοτεχνική αξία κρίνεται με όρους ροφήματος. Ενα μυθιστόρημα είναι «καλό» όταν ο αναγνώστης μπορεί να το ρουφήξει, σαν χλιαρή σοκολάτα, χωρίς να πάρει ανάσα. Αντε μετά να διαβάσεις Τολστόι ή Σταντάλ. Υπάρχουν και οι «Αποχρώσεις του γκρι» θα μου πείτε.

Με δυο λόγια η εκμάθηση των δύο γλωσσών του κλασικού μας πολιτισμού, κατά μείζονα λόγο των Ελληνικών, αλλά και των Λατινικών, είναι ζήτημα που αφορά την ευρωπαϊκή εκπαίδευση. Εμείς βέβαια εδώ έχουμε και τους δικούς μας λόγους, το περίφημο γλωσσικό. Οι κατά καιρούς υποστηρικτές της κατάργησης της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών, έχουν υπάρξει και σοβαρότεροι της κ. Ρεπούση, προβάλλουν ως κύριο επιχείρημα πως η Νέα Ελληνική είναι μια ολοκληρωμένη γλώσσα που δεν χρειάζεται τα Αρχαία για να σταθεί. Είναι μια πλήρης και ολοκληρωμένη δομή, που λένε και οι γλωσσολόγοι.

Αν βέβαια τολμήσεις να αναρωτηθείς κατά πόσον αυτό ισχύει και για την καθαρεύουσα, η οποία δεν διδάσκεται από τη δεκαετία του εβδομήντα, εκεί τα πράγματα μπερδεύονται λίγο. Συμμετέχει η καθαρεύουσα σ’ αυτήν την πλήρη δομή; Εχουν γραφτεί σ’ αυτήν ορισμένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά μνημεία των Νέων Ελληνικών; Κι αν ναι, που όντως έχουν γραφτεί, τότε γιατί δεν διδάσκεται;

Ελάτε τώρα, γιατί είναι συντηρητική κι εμείς όλοι έχουμε αποφασίσει να είμαστε αναφανδόν προοδευτικοί. Τόσο προοδευτικοί που, ενώ διαθέτουμε μια γλώσσα με τρεις χιλιάδες χρόνια ιστορία, έχουμε αποφασίσει να την περιορίσουμε στα τελευταία τριάντα. Τα κλασικά ελληνικά είναι ο ορίζοντας της γλώσσας που μιλάμε, όπως η κλασική ελληνική σκέψη είναι ο ορίζοντας της σύγχρονης ευρωπαϊκής σκέψης.

Μα και βέβαια τα παιδιά πρέπει να διδάσκονται Αρχαία Ελληνικά. Και πρέπει να διδάσκονται, με ακόμη μεγαλύτερη έμφαση, σε μια Ελλάδα που θέλει να είναι ευρωπαϊκή χώρα. Διότι είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο του ευρωπαϊκού πολιτισμού, στο οποίο το ελληνόπουλο έχει πολύ ευκολότερη πρόσβαση και πολύ μεγαλύτερη οικειότητα από το ιταλάκι ή το γαλλάκι.

Σκεφθείτε μόνον ποια θα ήταν η θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη αν κάποιος σοφός πολιτικός είχε αποφασίσει να ενισχύσει τις κλασικές σπουδές τώρα που υποχωρούν παντού. Αν όντως πρόσφεραν τη δυνατότητα σε φοιτητές από όλον τον κόσμο να διδάσκονται τα κείμενα του Πλάτωνος in situ. Για τα Λατινικά δεν λέω τίποτε. Ούτως ή άλλως δεν διδάσκονται παρά μόνον για ξεκάρφωμα.

πηγή: kathimerini.gr

Διαβάστε επίσης

Close