Ο Χόλντεν Κόλφιλντ και η εφηβική αργκό σήμερα

Ο Χόλντεν Κόλφιλντ και η εφηβική αργκό σήμερα

Αγαπήσαμε τον Χόλντεν Κόλφιλντ, αυτόν τον απροσάρμοστο και ευαίσθητο έφηβο που ήθελε να γίνει φύλακας στη σίκαλη από τις πρώτες του κουβέντες, όταν μας συστήθηκε το 1978 από την Τζένη Μαστοράκη:

«Αν θέλετε λοιπόν στ’ αλήθεια να τ’ ακούσετε, τότε πρώτο και κύριο μπορεί να περιμένετε πως θα σας πω πού γεννήθηκα, και τι φρίκη που ήτανε τα παιδικά μου χρόνια, και τι φτιάχνανε οι δικοί μου και τα ρέστα πριν με κάνουνε, κι ένα σωρό αηδίες και ξεράσματα καταπώς στο Δαβίδ Κόπερφηλντ, όμως δεν έχω όρεξη να πιάνω τέτοιες ιστορίες. Πριν απ’ όλα, αυτά τα πράματα τα βαριέμαι όσο δεν παίρνει, κι έπειτα είναι κι οι γονείς μου, που θα κατεβάζανε από δύο αιμορραγίες ο καθένας αν έλεγα τίποτα πολύ προσωπικό για λόγου τους. Τσαντίζονται πολύ με κάτι τέτοια, ιδίως ο πατέρας μου. Δε λέω, είναι εντάξει να πούμε, αλλά μυγιάγγιχτοι του κερατά. Κι έπειτα, διάολε, δεν είπαμε να σας αραδιάσω ολόκληρη αυτοβιογραφία ή ξέρω γώ τι…»

Δεν είναι διόλου τυχαίο που αυτός ο 16χρονος Αμερικανός αντιπροσώπευσε τους απανταχού μπερδεμένους έφηβους που βρίσκονταν ένα σκαλοπάτι πριν από την ενήλικη ζωή με όλη την υποκρισία, τις υποχρεώσεις και τις συμβάσεις που αυτή συνεπάγεται και τους εξέφρασε μέσα από μια ειλικρινή και αυθόρμητη γλώσσα, μια γλώσσα που αμφισβητεί τις αξίες της κοινωνίας: αυτήν της νεολαίας.

Πρέπει εδώ να τονίσουμε πως η γλώσσα αυτού του νέου δεν παύει ποτέ να είναι 16, όσες δεκαετίες και αν έχουν περάσει, και πως ο σημερινός έφηβος μπορεί να διαβάσει με την ίδια ευχαρίστηση και άνεση εκείνη την έκδοση που διάβαζε και ένας συνομήλικος της τότε εποχής. Και αυτό γιατί η γλώσσα των νέων απαρτίζεται από συγκεκριμένα χαρακτηριστικά[1]:

-υιοθέτηση λέξεων από ακραία περιθωριακά ιδιώματα,
-χρήση ελληνικών λέξεων με διαφορετική σημασία για σαρκασμό και ειρωνεία,
-χρήση λέξεων που δείχνουν επίδραση της Αγγλικής και αλληλεγγύη προς μια διεθνή νεολαία,
-χρήση του παρατονισμού της γενικής των ουσιαστικών,
-επιλογές προτύπων σχηματισμών λέξεων,
-τροποποίηση λέξεων χωρίς αλλαγή της βασικής τους σημασίας, είτε με επιθέματα, είτε με σύντμηση, είτε με μετάθεση φθόγγων και συλλαβών.

Μπορούμε να εντοπίσουμε πολλά από τα παραπάνω σε ένα άλλο αντιπροσωπευτικό απόσπασμα προ 25ετίας που δείχνει επίσης το πόσο διαχρονική είναι η εφηβική αργκό:

«Την έκανα από νωρίς σήμερα. Είχα ξενυχτήσει και προσπαθούσα να κουλάρω με κάθε τρόπο. Μου τη σπάει που πρέπει να ξυπνάω νωρίς. Το πρωί τίποτα δεν με φτιάχνει. Αγχώνομαι γιατί αν δεν φθάσω στην ώρα μου στο σχολείο θα τα ακούσω. Ειδικά η καθηγήτρια που έχουμε την πρώτη ώρα μου τη δίνει. Το παίζει αυστηρή και έχει στο μάτι εμένα και τον κολλητό μου. Άσε που με τους βαθμούς που βάζει έχει φλιπάρει όλη η τάξη. Ένας δικός μου, από μεγαλύτερη τάξη, πολύ φάση άνθρωπος, μου είπε ότι το παίζει ντίβα. Πιο πολύ όμως με κουφαίνει ο μαθηματικός. Εγώ και ο κολλητός μου όμως του την κάναμε γυριστή στο διαγώνισμα. Αντιγράψαμε μια πολύ ζελεκοτή απάντηση και σκίσαμε. Αφού απόρησα κι εγώ. Τον κάναμε τσιμπητό και χωρίς πισάκι μάλιστα.»[2]

Οι κοινωνιογλωσσολόγοι συμφωνούν πως οι αλλαγές στη γλώσσα είναι περισσότερο ορατές στην περίοδο της εφηβείας και πολλές φορές διατυπώνονται φόβοι για το κατά πόσο μπορεί η αργκό να περιορίσει το ευρύτερο λεξιλόγιο των νέων. Τέτοιου είδους ανησυχίες δεν εκφράζονται μόνο για την Ελληνική. Εμάς τέτοια θέματα άρχισαν να μας απασχολούν σχετικά πρόσφατα: με τη Μεταπολίτευση περνά η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1976 που δίνει ώθηση στην εδραίωση της δημοτικής, το 1982 καθιερώνεται το μονοτονικό και ήδη εκείνη την εποχή αρχίζει η επίδραση της αμερικανικής κουλτούρας (στη γλώσσα είναι εμφανής με τα διάφορα γλωσσικά δάνεια) ως αποτέλεσμα της συνεργασίας των χωρών, και φυσικά δεν είναι άνευ σημασίας ότι όλα τα παραπάνω τοποθετούνται στον “αιώνα του τουρισμού” και της επαφής των λαών. Εν ολίγοις, λοιπόν, πρόκειται για την εποχή που καταρρέει ο συντηρητισμός στη γλώσσα και η χώρα εισέρχεται σε περίοδο μεγάλων πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών.

Ωστόσο, παρά τις όποιες ανησυχίες εκδηλώνονται από τότε, πρέπει να είμαστε ρεαλιστές: η γλώσσα των νέων είναι πλούσια και ανανεώνεται συνεχώς. Τους συνοδεύει δε μέχρι εκείνη τη φάση της ζωής τους που πειραματίζονται, που διαμορφώνουν την ταυτότητά τους και που έχουν την ανάγκη του «ανήκειν» μέσα σε μια ομάδα (την παρέα τους). Με αυτόν τον τρόπο δικτυώνονται και εκφράζονται με ελευθερία χρησιμοποιώντας έναν κώδικα που θεωρούν ότι είναι πιο σύγχρονος συγκριτικά με τον ξεπερασμένο και σοβαρό λόγο των «μεγάλων» ― και που ενδεχομένως να πιστεύουν ότι καταλαβαίνουν μόνο οι συνομήλικοί τους.

Διότι αυτό είναι και το γενικότερο νόημα της αργκό, δηλαδή της συνθηματικής γλώσσας. Αλλά γράφω «ενδεχομένως» καθώς διατηρώ κάποιες επιφυλάξεις. Ο νέος μιας άλλης εποχής θα μπορούσε να είναι περισσότερο βέβαιος ότι αυτά που λέει με την παρέα του δεν γίνονται αντιληπτά σε όσους δεν ανήκουν σε αυτήν. Όμως στις μέρες μας, με τη χρήση των νέων τεχνολογιών και των κοινωνικών μέσων δικτύωσης από ανθρώπους διαφόρων ηλικιών, ο νέος δεν έχει πολλές ελπίδες να «κρυφτεί» μέσα στη γλώσσα ακόμα και από τους γονείς του.

Θα λέγαμε μάλλον ότι ζούμε σε μια εποχή που ο διάλογος «Έφαγα σκάλωμα!» «Τι έφαγες;» ακούγεται παρωχημένος. Οι περισσότεροι γονείς ίσως δυσκολεύονται με τα αρκτικόλεξα (π.χ. YOLO), καταλαβαίνουν όμως το «μπερδεγουέι» και έχουν τέτοιο μορφωτικό επίπεδο που αναγνωρίζουν τη σημασία του «ρισπέκτ», ενώ στα νιάτα τους είναι πολύ πιθανόν και οι ίδιοι να χρησιμοποιούσαν κατά κόρον εκφράσεις όπως «δικέ μου», «αφασία», «δεν παίζεσαι» κλπ. Ως εκ τούτου πρέπει να αντιμετωπίζουμε τους νέους με μεγαλύτερη κατανόηση και λιγότερη αυστηρότητα και να τους αναγνωρίζουμε τουλάχιστον την ικανότητα που έχουν να προσαρμόζονται με ευκολία σε οποιαδήποτε άλλη επικοινωνιακή περίσταση απαιτεί διαφορετική χρήση της γλώσσας ― τη λεγόμενη επικοινωνιακή ικανότητα.

[1] Ειρήνη Φιλιππάκη-Warburton, «Περιθωριακά Ιδιώματα», Ιστορία της ελληνικής γλώσσας, ΜΙΕΤ, 2010 και Jannis K. Androutsopoulos, «Research on Youth-Language/Jugendsprach-Forschung», Findings of Sociolinguistic Research.

[2] Γ. Τσίρος & Ι. Χαραλαμπόπουλος, «Η “ξένη” γλώσσα των νέων», Καθημερινή, 4.10.1992.

Κείμενο: Σοφία Τατίδου – Φιλόλογος

Διαβάστε επίσης

Close