Το τέλος της Μακεδονικής δυναστείας. Η δυναστεία των Κομνηνών

Το τέλος της Μακεδονικής δυναστείας. Η δυναστεία των Κομνηνών

Ο Κωνσταντίνος Θ’ ο Μονομάχος εβασίλευσε μέχρι του 1054.

Επειδή δε η Ζωή είχε τελευτήσει πρότερον, μόνη κληρονόμος της αρχής έμεινε νυν η Θεοδώρα, ήτις και μέχρι νυν ήτο συνάρχουσα τη τε Ζωή και τω Κωνσταντίνω.

Εκυβέρνησε δε το κράτος η Θεοδώρα μετά τον θάνατον του Κωνσταντίνου Θ’ μόνον δύο έτη, καθ’ ά ουδέν ιδιαίτερον συνέβη άξιον λόγου. Μετά της Θεοδώρας δε αποθανούσης τω 1056 εξέλιπε και η Μακεδονική δυναστεία.

Μιχαήλ ΣΤ’ ο Στρατιωτικός (1056-1057). Ισαάκιος ο Κομνηνός (1057-1059). Κωνσταντίνος Ι’ ο Δούκας (1059-1067). Διογένης Ρωμανός Δ’ (1068-1071) και Μιχαήλ Ζ’ (1071-1078).

Μετά τον θάνατον της Θεοδώρας και την έκλειψιν του Μακεδονικού οίκου, δύο μερίδες ήριζον περί της αρχής, η των πολιτικών και η των στρατιωτικών. Η πρώτη μερίς, ήτις ήρχεν επί της Θεοδώρας, ανεβίβασεν επί τέλους εις τον θρόνον τον γηραιόν και αδρανή Μιχαήλ ΣΤ’, τον επικαλούμενον Στρατιωτικόν.

Αλλ’ η μερίς η στρατιωτική θεωρούσα τούτον όλως ανίκανον εν μέσω της σοβαράς εξωτερικής καταστάσεως των πραγμάτων και ιδίως του από Τούρκων κινδύνου, απεμάκρυνεν αυτόν μετ’ ολίγους μήνας και ανεβίβασεν εις τον θρόνον τον γενναίον στρατιωτικόν άνδρα Ισαάκιον τον Κομνηνόν (1057).

Ο Ισαάκιος εβασίλευσε δύο μόνον έτη, καθ’ ά επολέμησεν επιτυχώς εναντίον των Ούγγρων και των Πατσινάκων και υπεχρέωσεν αμφοτέρους να διάγωσιν εν ειρήνη προς το κράτος. Συνέστησε δε ως διάδοχον αυτού επί του θρόνου τον άνδρα, όν εθεώρει άριστον προς τας περιστάσεις, τον Κωνσταντίνον Δούκαν.

Ούτος μετά τον θάνατον του Ισαακίου γενόμενος βασιλεύς έδειξε μεν αρετάς πολιτικώς, αλλά στρατιωτικώς εφάνη ανίκανος να υπερασπίση το κράτος ιδίως εναντίον των Σελτζούκων Τούρκων, οίτινες υπό τον μέγαν Σουλτάνον αυτών Αλπ-αρσλάν ήρξαντο τότε να εισβάλλωσιν εις την Μικράν Ασίαν.

Διέπραξε δε ο Κωνσταντίνος Ι’ και το μέγιστον σφάλμα να καταλίπη διά διαθήκης την βασιλικήν αρχήν εις τους τρεις υιούς αυτού και να καταστήση κηδεμόνα αυτών και επίτροπον της αρχής την λογίαν γυναίκα αυτού βασίλισσαν Ευδοκίαν, καθ’ όν χρόνον το κράτος είχεν ανάγκην κυβερνητών γενναίων στρατιωτικών ανδρών.

Αλλά προς ευτυχίαν του κράτους μικρόν μετά τον θάνατον του Κωνσταντίνου Ι’ (1067) ο γενναίος στρατιωτικός Ρωμανός Διογένης κατηγορηθείς επί εγκλήματι εσχάτης προδοσίας, καθ’ όν χρόνον εδικάζετο εφείλκυσε την προσοχήν της Ευδοκίας διά του ανδρικού παραστήματος και του αρρενωπού κάλλους αυτού ως και διά του τρόπου, καθ’ όν ανέμνησε τους δικαστάς τα υπ’ αυτού υπέρ του κράτους πεπραγμένα•

ούτω δε από κατηγορουμένου και υποδίκου υψώθη εις τον θρόνον υπ’ αυτής της Ευδοκίας, καταστησάσης αυτόν σύζυγον και συμβασιλέα παρά την ένορκον υπόσχεσιν ήν είχε δώσει αύτη τω Κωνσταντίνω Ι’, ότι δεν έμελλε να έλθη προς ουδένα εις δευτέρου γάμου κοινωνίαν.

Το τέλος της Μακεδονικής δυναστείας. Η δυναστεία των Κομνηνών
Το Βυζάντιο στο τέλος της βασιλείας του Μανουήλ Α’ Κομνηνού (1180)

Ο Διογένης κατά τα τρία έτη της βασιλείας αυτού εφάνη αληθής ήρως αγωνισάμενος γενναιότατα μετά σμικρών στρατιωτικών δυνάμεων, και τούτων από μισθοφόρων Νορμανδών και άλλων βαρβάρων συγκειμένων, εναντίον των πολυπληθών και άριστα συγκεκροτημένων και πολεμικωτάτων στρατιών του Αλπ-αρσλάν.

Διά δύο μεγάλων στρατειών, άς επεχείρησεν εναντίον του Αλπ-αρσλάν, υπερήσπισε τας εν Ασία ελληνικάς κτήσεις και απώθησε σχεδόν τους Τούρκους πέραν των ορίων της Μικράς Ασίας. Αλλ’ εν τω τρίτω πολέμω, εισβαλών επιθετικός εις την Αρμενίαν, ηττήθη εν μάχη τινί και ηρωικώς μαχόμενος και τραυματισθείς συνελήφθη αιχμάλωτος.

Ο μεγάθυμος σουλτάνος των Σελτζούκων Αλπ-αρσλάν, θαυμάσας την γενναιότητα του ανδρός και επαξίως τιμών αυτήν ηξίωσε τον Διογένην βασιλικών τιμών και συνωμολόγησε προς αυτόν ειρήνην, αποδούς πάσαν σχεδόν την Μικράν Ασίαν, αρκεσθείς δε μόνον εις υπόσχεσιν χρηματικής αποζημιώσεως (ή λύτρων του βασιλέως), και ταύτης διδομένης απλώς διά του βασιλικού λόγου του Ρωμανού.

Έδωκε δε τω βασιλεί Διογένει και στολήν και φρουράν βασιλικήν. Αλλ’, ενώ ο Ρωμανός επέστρεφεν ούτω διά της Μικράς Ασίας εις την πρωτεύουσαν, οι ενταύθα συγγενείς του οίκου Δούκα, ο του Κωνσταντίνου Ι’ αδελφός Ιωάννης Δούκας και οι περί αυτόν, επωφεληθέντες την περί αιχμαλωσίας του βασιλέως είδησιν, εκήρυξαν αυτόν έκπτωτον και ανεβίβασαν εις τον θρόνον τον πρεσβύτατον του Κωνσταντίνου Ι’ υιόν Μιχαήλ Ζ’, πέμψαντες δε στρατόν κατά του Διογένους ηνάγκασαν αυτόν να παραιτηθή την βασιλικήν αρχήν επί τω όρω της ασφαλείας της ζωής αυτού.

Αλλ’ ο Ρωμανός Διογένης συλληφθείς είτα παρανόμως εξωρύχθη τους οφθαλμούς και απέθανεν οικτρώς εκ της από του παθήματος τούτου επελθούσης φρικτής νόσου, γενναίως μέχρι τέλους τα πάντα υπομείνας.

Η βασιλεία του Μιχαήλ Ζ’, του επικληθέντος Παραπινακίου, υπήρξε και εσωτερικώς και εξωτερικώς λίαν ασθενής. Και ενώ αυτός ο βασιλεύς έχων πρωθυπουργόν τον σοφώτατον εν τοις γράμμασιν άνδρα των τότε χρόνων Μιχαήλ τον Ψελλόν, τον και διδάσκαλον αυτού γενόμενον, ησχολείτο μόνον εις ανάγνωσιν βιβλίων και εις σύνθεσιν στίχων εμμέτρων, οι Τούρκοι συνεπλήρουν την κατάκτησιν της Μικράς Ασίας.

Οι Σελτζούκοι του Αλπ-αρσλάν, μετά την καθαίρεσιν του Ρωμανού, ώρμησαν αύθις εις την Μικράν Ασίαν, απαλλαγέντες της συνομολογηθείσης προς τον βασιλέα εκείνον ειρήνης. Αποθανόντος δε τω 1072 του Αλπ-αρσλάν, επί του υιού και διαδόχου αυτού Μαλέκ-σαχ (σελ. 226) ο τούτου συγγενής Σουλεϊμάν κατελάμβανε το πλείστον της Μικράς Ασίας, καθιστών την Νίκαιαν πρωτεύουσαν του ενταύθα Σελτζουκικού κράτους.

Εν μέσω της αθλίας ταύτης καταστάσεως επαναστάσεις εξερράγησαν εναντίον του Μιχαήλ Ζ’, όστις τω 1078 αποθέσας το στέμμα απεχώρησεν εις μοναστήριον.

Τότε δε οι επιφανέστατοι των στρατηγών ήρισαν προς αλλήλους περί του βασιλικού θρόνου, μεχρισού τω 1081 κατέλαβε τούτον οριστικώς ο του προμνημονευθέντος βασιλέως Ισαακίου του Κομνηνού ανεψιός Αλέξιος ο Κομνηνός, γενόμενος ο πραγματικός ιδρυτής της δυναστείας των Κομνηνών.

Η δυναστεία των Κομνηνών

Οι μεγάλοι Κομνηνοί βασιλείς Αλέξιος Α’ (1081-1118), Ιωάννης (1118-1143) και Μανουήλ (1143-1180 μ. Χ.) επί αιώνα ολόκληρον ηγωνίσαντο γενναιότατα ίνα αποτρέψωσι τους απ’ ανατολών και δυσμών επικρεμαμένους τω Κράτει δεινοτάτους κινδύνους και έδοσαν εις το κράτος τούτο την τελευταίαν αυτού εν τη ιστορία πολιτικήν και στρατιωτικήν αίγλην.

Καθ’ όν χρόνον ο Αλέξιος ανήλθεν εις τον θρόνον (1081), οι Σελτζούκοι είχον στήσει, καθά είρηται, ου μακράν των Ασιατικών οχθών του Βοσπόρου, εν Νικαία, την έδραν του κράτους αυτών του περιλαμβάνοντος ήδη σχεδόν άπασαν την Μικράν Ασίαν πλην των δυτικών παραλίων. Αλλά μείζων κίνδυνος ηπείλει το κράτος κατά τον αυτόν ακριβώς χρόνον από δυσμών.

Ο γνωστός ημίν Ροβέρτος Γυσκάρδος ορμηθείς από της Ιταλίας και καταλαβών την Κέρκυραν ώρμησεν εις την κατάκτησιν της όλης Ευρωπαϊκής Ελληνικής χερσονήσου, νικήσας λαμπρώς τον Αλέξιον περί το Δυρράχιον εν μεγάλη μάχη το αυτό έτος της αναρρήσεως του βασιλέως· κατέλαβε δε πάσαν σχεδόν την Ήπειρον και μέρος της Μακεδονίας και Θεσσαλίας, απειλών και την Κωνσταντινούπολιν.

Αλλ’ ο Αλέξιος, μη καταβαλλόμενος ευκόλως υπό των συμφορών του πολέμου, κατώρθωσε διά της επιμονής, καρτερίας και δραστηριότητος αυτού να συγκροτήση νέον στρατόν και να εκδιώξη των Ελληνικών χωρών τους Νορμανδούς, νικήσας τον του Ροβέρτου υιόν και επίτροπον Βοημούνδον (1083).

Μετά την εκδίωξιν δε των Νορμανδών εστράφη και κατά των Σελτζούκων Τούρκων της Μικράς Ασίας· αλλ’ ενταύθα μικράς μόνον ήρατο επιτυχίας, ανακτησάμενος την απέναντι σχεδόν της Κωνσταντινουπόλεως υπό Τούρκων κατεχομένην Νικομήδειαν και την Σινώπην (1087).

Εξ άλλου δε οι Τούρκοι νέας κατέλαβον εν τη Μικρά Ασία χώρας, προχωρήσαντες μέχρι των δυτικών παραλίων, ένθα συγκροτούντες στόλους πειρατικούς ελυμαίνοντο τας Ελληνικάς νήσους και τας ακτάς του Αιγαίου.

Το τέλος της Μακεδονικής δυναστείας. Η δυναστεία των Κομνηνών
Μανουήλ Α’ Κομνηνός

Ενώ δε ο Αλέξιος εν μέσω τοιούτων δυσχερειών εξωτερικών ηγωνίζετο υπέρ της εξωτερικής αμύνης του κράτους και υπέρ της εσωτερικής διοικητικής και οικονομικής ανορθώσεως αυτού, νέοι από δυσμών επήλθον επικίνδυνοι πολεμισταί, οι λεγόμενοι Σταυροφόροι.

Οι Σταυροφόροι, ήτοι οι πολυπληθείς χριστιανοί ιππόται μαχηταί, οι κατά τους χρόνους τούτους εξ Ευρώπης μεταβαίνοντες εις τους Αγίους τόπους των χριστιανών (εις Παλαιστίνην), ίνα ελευθερώσωσιν αυτούς από των Μωαμεθανών, δεν ήσαν απ’ ευθείας πολέμιοι του Ελληνικού κράτους, αλλ’ οπωσδήποτε απετέλουν στρατόν πολυπληθή, διερχόμενον διά των χωρών του Κράτους άνευ πολλής τάξεως και πειθαρχίας, περιέχοντα δε και πολλά άτακτα στοιχεία ταχέως παρεκτρεπόμενα εις ληστείας.

Προς τούτοις τινές των αρχηγών εφάνησαν θρασείς και αλαζόνες προς τους Έλληνας και προυκάλεσαν ρήξεις. Πλην τούτων μίσος αμοιβαίον εχώριζε τους Ευρωπαίους τούτους από των Ελλήνων, διότι οι μεν Έλληνες εθεώρουν αυτούς βαρβάρους, ως ήσαν οι κατά τον 4, 5 και 6 μ. Χ. πρόγονοι αυτών· ούτοι δε τουναντίον επαιρόμενοι εκ της στρατιωτικής αυτών δυνάμεως και ανδρείας περιεφρόνουν τους Έλληνας ως ανάνδρους.

Εις πάντα δε ταύτα προσετίθετο και το εκ του Εκκλησιαστικού σχίσματος προερχόμενον μεταξύ Ανατολικών και Δυτικών αμοιβαίον θρησκευτικόν μίσος. Μεθ’ όλα ταύτα ο Αλέξιος μετά σπανίας συνέσεως κατώρθωσε ν’ αποτρέψη πάντα κίνδυνον εκ μέρους των Σταυροφόρων και να επωφεληθή μάλιστα τους τούτων κατά των Τούρκων εν Ασία πολέμους ίνα ανακτήσηται την Νίκαιαν και πολλάς Ελληνικάς εν Ασία χώρας.

Τον Αλέξιον τελευτήσαντα τω 1118 διεδέξατο ο υιός αυτού Ιωάννης, ο επικληθείς, ένεκα της αγαθότητος του χαρακτήρος αυτού, Καλοϊωάννης. Ο Ιωάννης Κομνηνός και εν τοις έργοις της ειρήνης εφάνη ηγεμών και κυβερνήτης άριστος και εν τοις πολέμοις ανδρείος μαχητής και στρατηγός.

Πολεμήσας εν Μικρά Ασία κατά των Σελτζούκων αφήρεσεν απ’ αυτών αξιόλογον μέρος εν Μικρά Ασία και ιδίως εν Παφλαγονία, ένθα ανακτησάμενος την Κασταμώνα, ήτις ην κοιτίς του οίκου των Κομνηνών, ετέλεσε θρίαμβον κατά την εις την βασιλεύουσαν επάνοδον αυτού.

Στρατεύσας δε και εις την Συρίαν, ένθα ικανάς πόλεις κατείχαν οι Φράγκοι (167) Σταυροφόροι, ενέπνευσε σεβασμόν άμα και φόβον τοις τε Μωαμεθανοίς και τοις Φράγκοις και ηνάγκασε τους εν Συρία Φράγκους ηγεμόνας να αναγνωρίσωσι την κυριαρχίαν του Έλληνος βασιλέως. Ο Ιωάννης ετελεύτησε τω 1143, καταλιπών την βασιλείαν εις τον υιόν αυτού Μανουήλ Α’.

Ο Μανουήλ Α’ (1143-1180) κατά την γενναιότητα και ιδίως την προσωπικήν ανδρείαν ήτο πολλώ υπέρτερος του τε πάππου και του πατρός, ίσως μάλιστα ην ο ανδρειότατος πάντων των εις τον θρόνον της Κωνσταντινουπόλεως ανελθόντων αυτοκρατόρων αλλά κατά την σύνεσιν την πολιτικήν υπελείπετο αμφοτέρων των ενδόξων προγόνων αυτού.

Ο βασιλεύς ούτος και υπό της όλης περί το κράτος καταστάσεως των πραγμάτων αναγκαζόμενος, αλλά και υπό της ιδίας αυτού ακαθέκτου πολεμικής ορμής ελαυνόμενος, διεξήγαγε δι’ όλης της μακράς αυτού βασιλείας πολέμους κατά πάσας τας διευθύνσεις.

Προς βορράν επολέμησεν εναντίον των πέραν του Δανουβίου βαρβάρων και ιδίως των Πατσινάκων, έτι δε και εναντίον των Ούγγρων, οίτινες εις στενωτέρας νυν περιήλθον σχέσεις προς το Ελληνικόν κράτος, και Σέρβων και Δαλματών, των αποστάντων κατά τους χρόνους τούτους από της Βυζαντινής αυτοκρατορίας προς δυσμάς εναντίον των από Ιταλίας και Σικελίας Νορμανδών.

Oίτινες αύθις υπό τον ηγεμόνα αυτών Ρογήρον Β’ (ανεψιόν του Ροβέρτου Γυσκάρδου) επετέθησαν εναντίον των Ευρωπαϊκών επαρχιών του κράτους καταλαβόντες την Κέρκυραν και είτα προχωρήσαντες μέχρι Κορίνθου και Θηβών (1147), εξεβλήθησαν δε του κράτους υπό του Μανουήλ διά δυσχερών αγώνων, των συγκροτηθέντων ιδίως περί την Κέρκυραν, ήν ανεκτήσατο αύθις ο γενναίος βασιλεύς.

Δεν περιωρίσθη δε ο Μανουήλ απλώς εις απόκρουσιν των πολεμίων, αλλά και επιθετικός γενόμενος ικανάς αφήρεσε πόλεις και φρούρια εν Ιταλία από του κράτους των Νορμανδών, άτινα απολέσας μετά νέας αποτυχίας πολεμικάς συνωμολόγησεν επί τέλους ειρήνην προς τον εν τω μεταξύ διαδεξάμενον τον πατέρα αυτού ηγεμόνα των Νορμανδών Γουλιέλμον Α’ (1155 ή 1158). Ο Μανουήλ εταπείνωσε προς τούτοις τον αρνούμενον εις αυτόν υποταγήν Φράγκον δούκα της Αντιοχείας Ρενάλδον και κατέστησεν αυτόν ευπειθέστατον υποτελή.

Αλλ’ οι πλείστοι και επιτυχέστατοι των πολέμων του Μανουήλ εγένοντο εναντίον των εν Μικρά Ασία Σελτζούκων Τούρκων, όντων νυν διηρημένων εις πολλά μικρά κράτη, και πολλάς αξιολόγους ανεκτήσατο εν Μικρά Ασία χώρας, κατεσκεύασε δε ενταύθα χάριν των πολέμων και στρατιωτικήν οδόν αξιόλογον, παραβαλλομένην προς τα μέγιστα των τοιούτων αρχαίων δημοσίων έργων των Ρωμαίων.

Το τέλος της Μακεδονικής δυναστείας. Η δυναστεία των Κομνηνών
Ιωάννης Β’ Κομνηνός

Εν μέσω δε των ατελευτήτων τούτων πολέμων περιεσπάτο ο Μανουήλ και υπό των εκ δυσμών, ιδίως από Γαλλίας και Γερμανίας, σταυροφόρων.

Οι ηγεμόνες της δευτέρας σταυροφορίας Λουδοβίκος Β’ της Γαλλίας και Κορράδος Γ’ της Γερμανίας, κατά το 1149 διερχόμενοι δι’ Ελληνικών χωρών, περιήλθαν εις εχθρικάς σχέσεις προς τους Έλληνας και πολλάς παρεσκεύασαν δυσχερείας εις τον Μανουήλ, αλλά ταύτας υπερενίκησεν ο Μανουήλ διά τε της τόλμης και της φρονήσεως αυτού.

Επί τέλους όμως αποφασίσας να ταπεινώση εντελώς το εν Μικρά Ασία Σελτζουκικόν κράτος, επεχείρησε στρατείαν μεγάλην (1174), ήτις μετά τας πρώτας επιτυχίας απέληξεν (1176) εις μεγάλην ήτταν και την απώλειαν πολλών διά των προηγουμένων πολέμων του Μανουήλ ανακτηθεισών χωρών.

Αλλά και μετά τας ατυχίας ταύτας εξηκολούθησεν ο Μανουήλ τον κατά Τούρκων πόλεμον, περιορίζων τας επιδρομάς αυτών, εωσού ο κατά το 1180 επελθών θάνατος του βασιλέως έθηκε τέρμα εις τον πόλεμον τούτον.

Αλέξιος Β’ και Ανδρόνικος Α’.

Ο Μανουήλ Α’ κατέλιπε τον θρόνον εις τον δευτερότοκον υιόν αυτού Αλέξιον διατελούντα υπό την κηδεμονίαν της Γαλλίδος μητρός αυτού Μαρίας, δευτέρας συζύγου του Μανουήλ (η πρώτη ήτο Γερμανίς γυναικαδέλφη του αυτοκράτορος Κορράδου Γ’) θυγατρός του δουκός της Αντιοχείας Ραιμούνδου.

Η κυβέρνησις της Μαρίας ως Γαλλίδος και καθολικής και περιστοιχιζομένης υπό πλήθους Γάλλων, και τα διαδιδόμενα περί του ηθικού μέρους του ιδιωτικού βίου αυτής ήγειραν δυσαρεσκείας μεγάλας εν τω λαώ της Κωνσταντινουπόλεως.

Ταύτας δε επωφελήθη ανήρ τις εκ του οίκου του βασιλικού πολυτροπώτατος και κακοτροπώτατος, Ανδρόνικος ο Κομνηνός, εγγονός του Αλεξίου Α’ (εκ του δευτέρου υιού αυτού Ισαακίου), ανεψιός του Ιωάννου Α’ και εξάδελφος του Μανουήλ Α’.

Ο Ανδρόνικος ήτο το τερατώδες μίγμα αρετών επιπλάστων και πονηρίας και μοχθηρίας μεγάλης, ακολαστότατον διάγων βίον, έχων μεν το εξωτερικώς και κατ’ επιφάνειαν επαγωγόν και αξιαγάπητον του ήθους και σωματικόν κάλλος και παραβαλλόμενος υπό τινων προς τον Αλκιβιάδην, αλλά των μεν αρετών τούτου ουδαμώς ή κατ’ επιφάνειαν μετέχων, των δε κακιών αυτού το ανυπέρβλητον μέγεθος εν τω βίω αυτού εικονίζων, τύπος ων καθόλου χαρακτήρος φαύλου και κιβδηλοτάτου και ανθρώπου ουδέν έχοντος όσιον και ιερόν και ουδεμίαν αρχήν ηθικήν.

Μετά πολλάς περιπετείας του βίου και πλάνας, εν αίς πολλά έπραξε και εκακούργησε, πολλά δ’ έπαθε, και μετά επιβουλάς γενομένας υπ’ αυτού εναντίον αυτού του Μανουήλ, ο πολύτροπος ανήρ τυχών συγγνώμης είχε διορισθή διοικητής της εν Πόντω Οινόης και διέμενεν εκεί καθ’ όν χρόνον ετελεύτησεν ο Μανουήλ.

Ο Ανδρόνικος μαθών νυν την παρά τω πλήθει της Κωνσταντινουπόλεως επικρατούσαν κατά της Μαρίας δυσαρέσκειαν έσπευσεν εκ του Πόντου και ως πατήρ υπό του λαού της Κωνσταντινουπόλεως γενόμενος δεκτός κατέλαβε την αρχήν ως κηδεμών και επίτροπος του Αλεξίου και δεινότατον ήγειρε κατά των Λατίνων διωγμόν.

Μετ’ ολίγον εφόνευσε την Μαρίαν και αυτόν τον Αλέξιον και κατέλαβε την υπερτάτην αρχήν, λαβών βία ως γυναίκα και την του Αλεξίου νεαράν σύζυγον Αγνήν, την θυγατέρα του βασιλέως της Γαλλίας Λουδοβίκου Ζ’.

Το τέλος της Μακεδονικής δυναστείας. Η δυναστεία των Κομνηνών
Ο Αλέξιος Γ’, αριστερά η μητέρα του Ειρήνη Παλαιολογίνα και δεξιά η σύζυγός του Θεοδώρα Καντακουζηνή. Αντίγραφο τοιχογραφίας από την εκκλησία της Αγίας Θεοτόκου της Τραπεζούντας του 19ου αιώνα.

Ως βασιλεύς εκυβέρνησεν ο Ανδρόνικος (1183-1185) φαυλότατα καταδιώκων απηνώς πάντα άνθρωπον, όν εθεώρει ως έχοντα αξίαν τινά, όμοιος κατά τούτο προς τον Ιουστινιανόν Β’ τον Ρινότμητον, επιδιώκων δε δημοτικότητα δι’ αισχράς δημαγωγίας και προστατεύων τα γράμματα και την παίδευσιν.

Επί του τυράννου τούτου το κράτος έπαθε δεινήν συμφοράν. Όσοι των Λατίνων Κωνσταντινουπόλεως κατώρθωσαν να διαφύγωσι τας ενταύθα κατ’ αυτών διαταχθείσας υπό του Ανδρονίκου και υπό του όχλου τελουμένας σφαγάς, συγκροτήσαντες στόλον δεινώς ελυμαίνοντο τας κατά την Προποντίδα και το Αιγαίον Ελληνικάς παραλίας.

Στίφη δε Νορμανδών πολυπληθή ορμήσαντα αύθις από Ιταλίας εις την Ήπειρον και καταλαβόντα αμαχητί το Δυρράχιον διηυθύνθησαν διά Μακεδονίας εις την Θεσσαλονίκην, καθ’ όν χρόνον και στόλος 200 πλοίων κατελάμβανε τας Ιονίους νήσους και είτα έπλεεν εις τον λιμένα Θεσσαλονίκης (1185).

Η πόλις αύτη εκυριεύθη εξ εφόδου μετά ολιγοήμερον πολιορκίαν και έπαθε τα πάνδεινα υπό των καταλαβόντων αυτήν Λατίνων· φόνοι, αιχμαλωσίαι, αρπαγαί, λεηλασίαι και παντός είδους συμφοραί επλήρωσαν την μεγάλην ταύτην δευτέραν του κράτους πόλιν, όπως προ 300 περίπου ετών, ότε εκυριεύθη υπό του αρνησιθρήσκου αρχηγού των Σαρακηνών πειρατών Λέοντος του Τριπολίτου (σ. 198).

Τότε δε συλληφθείς εκακώθη δεινώς υπό των Φράγκων και ο περίφημος αρχιεπίσκοπος ων τότε Θεσσαλονίκης Ευστάθιος, ο σοφός σχολιαστής του Ομήρου, όστις μετά πολλά παθήματα κάμψας διά της αγαθότητος αυτού και αυτούς τους βαρβάρους κατακτητάς αποκατέστη αύθις εις τον θρόνον αυτού.

Οι Νορμανδοί μετά την κατάληψιν της Θεσσαλονίκης εκινήθησαν εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως κατά γην και κατά θάλασσαν επερχόμενοι κατ’ αυτής. Αλλ’ εν τω μεταξύ επανάστασις εκραγείσα ενταύθα κατά του Ανδρονίκου επήνεγκε την πτώσιν και τον οίκτιστον υπό του επαναστάντος λαού τελεσθέντα φόνον αυτού.

Εις τον θρόνον ανήλθεν ο εκ του συγγενούς προς τους Κομνηνούς οίκου των Αγγέλων Ισαάκιος ο Άγγελος. Ούτος επωφελούμενος την εν τω λαώ και τω στρατώ εκ της πτώσεως του Ανδρονίκου επελθούσαν ηθικήν έξαρσιν κατενίκησε τους Νορμανδούς διά του γενναίου στρατηγού Βρανά κατά γην και κατά θάλασσαν και ηνάγκασεν αυτούς να αποχωρήσωσι πασών των υπ’ αυτών καταληφθεισών Ελληνικών χωρών πλήν τινων Ιονίων νήσων.

Και ούτω μεν ο τω 1185 απειλήσας την ύπαρξιν του κράτους κίνδυνος απεσοβήθη. Αλλ’ ο κίνδυνος ούτος ενέσκηψεν αύθις από Φράγκων μετά 18 έτη επενεγκών την κατάλυσιν του Κράτους. Επειδή δε το γεγονός τούτο συνδέεται μετά της λεγομένης Τετάρτης ή Λατινικής Σταυροφορίας, ανάγκη, πριν προχωρήσωμεν περαιτέρω, να διαλάβωμεν ενταύθα διά βραχέων περί των Σταυροφοριών.

 

Του Παύλου Καρολίδη

Ο Παύλος Καρολίδης (1849 – 1930) ήταν Έλληνας ιστορικός, πολιτικός και καθηγητής πανεπιστημίου. Το κείμενο που δημοσιεύουμε είναι από το βιβλίο του «Εγχειρίδιον βυζαντινής ιστορίας. Μετά των κυριωτάτων κεφαλαίων της λοιπής μεσαιωνικής ιστορίας.», το οποίο κυκλοφόρησε το 1908 από τις εκδόσεις ΝΙΚ. ΤΖΑΚΑΣ· όπως σημειώνει ο συγγραφέας στην εισαγωγή, το εγχειρίδιο συντάχθηκε «προς χρήσιν των φοιτητών της Φιλοσοφικής Σχολής» του Πανεπιστημίου της Αθήνας και είναι «ανάγνωσμα ιστορικόν διδακτικόν εύληπτον τοις πάσι.»

 

Οι φωτογραφίες είναι από el.wikipedia.org

 

Πηγή: eranistis.net

 

 

Διαβάστε επίσης

Close