Αφιέρωμα Ταινίας: 12 Monkeys (1995)

Αφιέρωμα Ταινίας: 12 Monkeys (1995)

 

Σκηνοθεσία: Terry Gilliam

Ηθοποιοί: Bruce Willis, Madeleine Stowe, Brad Pitt, Christopher Plummer, David Morse, Jon Seda, Frank Gorshin, Christopher Meloni, Vernon Campbell, Lisa Gay Hamilton, Joseph Melito

 

 

Της Κασσάνδρας Γαλάτου (Movie Heat)

 

“The army of the twelve monkeys… They are the ones who are going to do it. I can’t do anything more now. I have to go. Have a merry Christmas.”

 

“Twelve Monkeys” λοιπόν. Μια ταινία η οποία έχει χαρακτηριστεί ως μια από τις καλύτερες ταινίες επιστημονικής φαντασίας όλων των εποχών και για τον λόγο αυτό σίγουρα δεν θα μπορούσε να λείπει από τα αφιερώματα των πιο αξιοσημείωτων ταινιών της δεκαετίας του ’90. Ο σκηνοθέτης Terry Gilliam, ένας πολύ ιδιαίτερος δημιουργός, γνωστός αρχικά ως μέλος της σατιρικής ομάδας των Monty Python, γύρισε ένα αξιομνημόνευτο και διαχρονικό αριστούργημα, βασισμένο στην ταινία μικρού μήκους “La Jetée ” (1962) του Chris Marker.

 

Η ταινία παρουσιάζει ένα φουτουριστικό περιβάλλον, στο οποίο ένας θανατηφόρος ιός έχει αποδεκατίσει το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας. Οι επιζήσαντες άνθρωποι αναγκάζονται να ζουν κάτω από την γη, καθώς η επιφάνειά της είναι μολυσμένη από τον ιό και έχει κυριαρχηθεί από τα ζώα. Επιστήμονες κατασκευάζουν μια μηχανή του χρόνου, μέσω της οποίας φιλοδοξούν να στείλουν κρατούμενους εθελοντές (ή μάλλον πειραματόζωα) πίσω στο χρόνο, οι οποίοι θα βρουν την αρχική μορφή το ιού, πριν αυτός μεταλλαχθεί, ώστε στη συνέχεια να παρασκευαστεί το απαραίτητο εμβόλιο και να γίνει δυνατή η επιστροφή των ανθρώπων στην επιφάνεια της γης. Ο James Cole (Bruce Willis), ένας έξυπνος, παρατηρητικός και δυναμικός άνδρας, επιλέγεται να σταλθεί στο παρελθόν, ώστε να εντοπίσει την πηγή του ιού και ουσιαστικά να σώσει την ανθρωπότητα που έχει απομείνει. Από το σημείο αυτό ξεκινά ένα παιχνίδι στο μυαλό τόσο του ίδιου, όσο και του θεατή.

 

Μέσω της σκηνοθετικής μαεστρίας, ο θεατής εισάγεται αμέσως στην σεναριακή συνθήκη, έχοντας βέβαια πολλά ερωτηματικά και κενά. Στην συνέχεια, η ιστορία ξεδιπλώνεται σταδιακά, τα plot twists πέφτουν βροχή και στο φινάλε της ταινίας απλά μένεις με το στόμα ανοιχτό για το υπέροχο δημιούργημα που μόλις παρακολούθησες.

 

Για το μεγαλύτερο μέρος της φιλμικής ώρας δεν ξέρεις τι συμβαίνει στην πραγματικότητα. Το ίδιο και ο Cole. Είναι όλα μέσα στο μυαλό του? Είναι τρελός? Ερωτήματα που βασανίζουν τόσο τον θεατή, όσο και τον ίδιο τον ήρωα. Η χρονομηχανή δεν αποτελεί και την πιο τελειοποιημένη εφεύρεση των επιστημόνων, κι έτσι ο Cole, από το παρόν 2035, έχοντας στόχο να φτάσει στο παρελθοντικό 1996, χρονιά κατά την οποία ξεκίνησε η εξάπλωση του ιού, αναγκάζεται να κάνει και κάποιες ακόμα στάσεις, όπως στο 1990 αλλά και… στον A’ Παγκόσμιο. Η σύγχυση μέσα στο μυαλό του είναι σαφώς αναπόφευκτη και αναπαρίσταται κινηματογραφικά μέσα από έναν αριθμό πλάνων βαθιά μελετημένων, που μεταδίδουν εκπληκτικά αυτήν την αίσθηση χαοτικότητας και αποπροσανατολισμού.

 

 

2

 

 

Κατά την στάση του στη χρονιά 1990, ο Cole θα κάνει δύο καταλυτικές γνωριμίες: αυτή με την όμορφη και πετυχημένη ψυχίατρο Kathryn Railly (Madeleine Stowe) και αυτή με τον Jeffrey Goines (Brad Pitt), συγκρατούμενού του στην ψυχιατρική κλινική στην οποία κατέληξε. Ψυχιατρική κλινική…? Ο άνθρωπος απλά ισχυρίζεται πως έρχεται από το μέλλον, και πως σε λίγα χρόνια ένας φονικός ιός θα εξαλείψει 5 δισεκατομμύρια ανθρώπους. Τς, τς, τς… και αμέσως να τον βγάλουνε τρελό. Και εδώ, αξίζει να σημειωθεί το λεγόμενο «Σύνδρομο της Κασσάνδρας» που μάλιστα αναφέρεται μέσα στην ταινία. Η Κασσάνδρα στην μυθολογία ήταν καταδικασμένη να γνωρίζει το μέλλον, χωρίς οι προφητείες της να γίνονται πιστευτές. Η ταινία σχολιάζει με έναν μάλλον υπερβολικό και αρκετά συμβολικό τρόπο, την απολυτότητα που κυριαρχεί στις επιστήμες και κατ’επέκταση σε άλλους τομείς, όπως η θρησκεία, και θέτει το ερώτημα: μήπως τελικά θα έπρεπε να αρχίσουμε να βάζουμε λίγο νερό στο κρασί μας, ακόμα και για πράγματα που θεωρούμε απολύτως δεδομένα? Και αυτό ακριβώς θα κάνει η Kathryn Railly. Βάσει σταδιακών ενδείξεων και μιας αλλόκοτης αίσθησης οικειότητας με τον Cole, όταν ο ίδιος επιστρέψει πλέον στο 1996, λίγο πριν την καταστροφή, θα τον πιστέψει.

 

 

3

 

 

Και εκεί είναι που μπαίνει στη μέση ο έρωτας και η απροθυμία του Cole να γυρίσει στο παρόν. Θεωρεί πως έχει ανακαλύψει τα ίχνη των υπεύθυνων, των Δώδεκα Πιθήκων, μιας οργάνωσης, η οποία, μέσω της κάλυψης της ακτιβιστικής και ζωοφιλικής δράσης της, διενεργεί μυστικά πειράματα και ετοιμάζει την συντέλεια του κόσμου. Υπεύθυνος της οργάνωσης είναι ο παλιός, θεοπάλαβος γνώριμος του Cole, Jeffrey, ο πατέρας του οποίου (Christopher Plummer) είναι ένας μεγάλος επιστήμονας, δίνοντας την δυνατότητα στον ίδιο να έχει πρόσβαση σε απαγορευμένα εργαστήρια και ιούς. Η εύκολη λύση. Ναι, όλα ταιριάζουν. Ακόμα και το γεγονός πως ο Cole είχε μια ανάλογη κουβέντα περί αφανισμού της ανθρωπότητας με τον Jeffrey κατά την παραμονή τους στο ίδιο ψυχιατρείο. Ο Jeffrey Goines όμως (παρεμπιπτόντως ένας από τους καλύτερους και πιο δυνατούς ερμηνευτικούς ρόλους στην καριέρα του Brad Pit μέχρι στιγμής) μπορεί να είναι για δέσιμο, μπορεί να είναι ικανός για πολλά, αλλά αυτά δεν ξεπερνούν την επιθυμία του για ένα επαναστατικό σχέδιο, το οποίο θα περιοριστεί στην απελευθέρωση των ζώων ενός ζωολογικού κήπου στους δρόμους. Η σουρεαλιστική εικόνα από τίγρεις, ελέφαντες, αρκούδες, ζέβρες και καμηλοπαρδάλεις να κόβουν βόλτες στους δρόμους της Αμερικής είναι άκρως ευχάριστη και κατά κάποιον τρόπο καθησυχαστική. Έως το μεγάλο μπαμ, την αποκάλυψη του υπεύθυνου, ενός παρανοϊκού επιστήμονα (David Morse), βοηθό του πατέρα του Jeffrey, τακτικό ακροατή στις διαλέξεις της Kathryn, γραφικό και εκ πρώτης όψης αντιπαθητικό, αλλά υπεράνω πάσης υποψίας.

 

Και φτάνουμε στο τέλος του έργου, όπου η «κατάρα» της γνώσης μιας κατάστασης συνδυάζεται με την καταπιεστική ανικανότητα του να κάνεις οτιδήποτε για αυτό. Ένα φινάλε πολύ έντονο, συγκινητικό και συνοδευόμενο στους τίτλους τέλος από το μαγευτικό “What a Wonderful World” του Louis Armstrong, μια μουσική επιλογή εξαιρετική, που εξιδανικεύει τον κόσμο στον οποίο ζούμε και φορτίζει την κινηματογραφική πλοκή, η οποία σχετίζεται με τον αφανισμό της ανθρωπότητας.

Αξίζει να αναφερθούν οι γοητευτικές αναφορές σε ταινίες του Hitchcock, αλλά και στο πώς η πρωταγωνίστρια, Kathryn, μετατρέπεται προς το τέλος της ταινίας σε μια γυναίκα που μοιάζει σε πρωταγωνίστρια του συγκεκριμένου σκηνοθέτη, τόσο λόγω της εξέλιξης του σεναριακού της χαρακτήρα, όσο και λόγω της αλλαγής στην εξωτερική της εμφάνισή, μέσω της ξανθιάς περούκας. Άλλωστε είναι γνωστή η αδυναμία του Hitchcock στις ξανθιές πρωταγωνίστριες.

 

 

4

 

 

Τελικά γιατί το “Twelve Monkeys” αποτελεί μια εξαιρετική ταινία? Οι λόγοι είναι αναρίθμητοι. Καταρχάς, η ταινία ποντάρει σε ένα πολύ δυνατό θέμα, αυτό της ευθραυστότητας του ανθρώπινου είδους και του τόσο εύκολου αφανισμού του. Αποτελεί μια ταινία καταστροφής, επιστημονικής φαντασίας, με σκοτεινή και μυστηριώδη ατμόσφαιρα, που διατηρεί παράλληλα την κάπως ανάλαφρη, σουρεαλιστική και κατά κάποιον τρόπο χιουμοριστική αισθητική του Gilliam, αποφορτίζοντας εκεί που είναι απαραίτητο και διατηρώντας τις ιδανικές ισορροπίες. Οι θλιβερές εικόνες ενός ερημωμένου, μετα–αποκαλυπτικού πλανήτη, σε συνδυασμό με το μουσικό μοτίβο του Paul Buckmaster (το οποίο είναι εμπνευσμένο από το “Libertango” του Astor Piazzola) δημιουργούν μια παραδόξως παιχνιδιάρικη διάθεση. Το κάστινγκ και οι ερμηνείες είναι καταπληκτικές, με ειδική μνεία, όπως προαναφέρθηκε, στην πραγματικά συναρπαστική ερμηνεία του Brad Pitt ως Jeffrey Goines. Το σενάριο απλά καθηλωτικό, πανέξυπνο, ένα περίπλοκο διαμάντι.

 

Ο πάντα αντισυμβατικός, φιλόδοξος και… ονειροπόλος Terry Gilliam πρόσθεσε στην φιλμογραφία του μια εκπληκτική ταινία και ένα σπουδαίο δώρο για όλους τους σινεφίλ. Μια ταινία που χαρακτηρίστηκε ως η απόλυτη sci-fi ταινία των 90’s και κέρδισε δύο υποψηφιότητες για Όσκαρ (Β’ Ανδρικού Ρόλου για τον Brad Pitt και Ενδυματολογίας). Στην ουσία της όμως, άμα κανείς το καλοσκεφτεί, η ταινία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ακριβώς ως η απόλυτη ταινία επιστημονικής φαντασίας, αποκλίνοντας κατά κάποιον τρόπο από το είδος στο οποίο ανήκει λόγω του έντονα ανθρωποκεντρικού και καταγγελτικού της χαρακτήρα. Και αυτό ακριβώς είναι που την κάνει τόσο μοναδική. Η επιτυχημένη πρόθεση του δημιουργού να κάνει, μέσα από ένα άρτιο σκηνοθετικά και σεναριακά έργο, σχολιασμούς που σχετίζονται με θέματα όπως η ανθρώπινη μοναξιά, η περιθωριοποίηση, και οι επιπτώσεις των παρωπίδων που σου επιβάλλουν ή επιβάλλεις εσύ ο ίδιος στον εαυτό σου. Κυρίως όμως, προσεγγίζει με έναν πρωτοποριακό τρόπο την πολυσύνθετη και, τολμώ να πω, ακόμα άγνωστη έννοια του χρόνου.

 

Μια πανέμορφα αλλόκοτη και αξεπέραστη κινηματογραφική εμπειρία, που ακροβατεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία, το λογικό και το παράλογο.

 

“Maybe means…maybe I’m in the next cell. Another volunteer like you. Or maybe I’m in the Central Office spying on you for all those science bozos. Or, hey… maybe I’m not even here. Maybe I’m just in your head. No way to confirm anything.”

 

 

5

 

 

Για το Movie Heat,
Κασσάνδρα Γαλάτου

 

Για περισσότερες κριτικές ταινιών και κινηματογραφικά νέα, επισκεφτείτε τη σελίδα μας στο: facebook.com/movieheat

 

 

 

 

Thessaloniki Arts and Culture, http://www.thessalonikiartsandculture.gr

 

 

Διαβάστε επίσης

Close