In the Heart of the Sea, κριτική ταινίας

In the Heart of the Sea, κριτική ταινίας

Σκηνοθεσία: Ron Howard

Ηθοποιοί: Chris Hemsworth, Benjamin Walker, Cillian Murphy, Tom Holland, Brendan Gleeson, Michelle Fairley, Ben Whishaw, Charlotte Riley, Gary Beadle, Frank Dillane, Donald Sumpter, Brooke Dimmock, Jamie Sives, Joseph Mawle, Nicholas Jones

Κριτική: Άγγελος Νομικός, Movie Heat

Θεαματική περιπέτεια, με εντυπωσιακά εφέ, υπέροχη φωτογραφία και προσεγμένα σκηνικά, το “In the Heart of the Sea” μπορεί να υπόσχεται πολλά από την υπόθεση και τα trailers, αλλά εν τέλει δεν κάνει βουτιά στα βαθιά, καθώς προδίδεται από την ακαδημαϊκή του σκηνοθεσία, το άτσαλο σενάριο και τις απλά ok ερμηνείες.

Η υπόθεση της ταινίας είναι η εξής: “Στο Nantucket του 1850 ένας από τους ελάχιστους διασωθέντες (Brendan Gleeson) του φαλαινοθηρικού “Essex” διηγείται στον Herman Melville (Ben Whishaw), κατοπινό συγγραφέα του “Moby Dick”, τα πραγματικά γεγονότα του τραγικού ναυαγίου, όπως εκτυλίχθηκαν 30 χρόνια πριν.”

Στην «Καρδιά της Θάλασσας» λοιπόν, μένεις μονίμως με την προσμονή. Προσμονή για μια εντυπωσιακή, δραματική κορύφωση (βλέπε “Titanic” (1998), “The Perfect Storm” (2000), “Cast Away” (2000) ή ακόμα και το πιο πρόσφατο “The Impossible” (2012) ), η οποία όμως δεν έρχεται ποτέ. Και ενώ η ταινία ξεκινά πολύ υποσχόμενα, εσύ είσαι για 2 ώρες στο περίμενε. Ένα πανέμορφο βέβαια, οπτικά, «περίμενε».

O Ron Howard γενικά, είναι “hit or miss”. Πότε παραδίδει αριστουργήματα (“Apollo 13” (1995), “A Beautiful Mind” (2001), “Cinderella Man” (2005), “Frost/Nixon” (2008), “Rush” (2013) ) και πότε αδιάφορες ταινίες (“Edtv” (1999), “How the Grinch Stole Christmas” (2000), “The Da Vinci Code” (2006), “Angels & Demons” (2009), “The Dilemma” (2011) ), χωρίς όμως να μπορεί σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστεί μέτριος σκηνοθέτης. Στο “In the Heart of the Sea”, αν και φάνταζε τέλεια επιλογή για να μεταφέρει αυτό το ιστορικό(?) έπος στη μεγάλη οθόνη, δυστυχώς προσεγγίζει το θέμα άκρως ακαδημαϊκά, λες και το διδάσκει σαν course σε πανεπιστήμιο ένα πράγμα. Σε συνδυασμό με ένα χλιαρό και αδύναμο σενάριο από τον Charles Leavitt (σεναριογράφος του πολύ καλού “Blood Diamond” (2006), του πολύ κιτς “Seventh Son” (2014) και του επερχόμενου “WarCraft” (2016) ), η ταινία μας «πετάει έξω» από τη μέση και μετά, κάπου εκεί μετά την πρώτη συνάντηση του πληρώματος με τον Moby “you’ve been a bad, bad whale” Dick.

Και ενώ οι ερμηνείες δε βοηθούν ούτε αυτές (έχω πειστεί πλέον πως ο Chris Hemsworth, αν εξαιρέσουμε το “Rush” όπου ήταν εξαιρετικός, υποδύεται μονίμως τον εαυτό του σε άλλη εποχή, ενώ έφτασα στο σημείο να βρίσκω τους διαλόγους – διαλείμματα μεταξύ Ben Whishaw & Brendan Gleeson, όπου ο δεύτερος εξιστορεί στον πρώτο τα γεγονότα του ναυαγίου, πολύ πιο ενδιαφέροντα από την πραγματική αναπαράστασή τους), η ταινία σώζεται εν τέλει από τα εκπληκτικά τρισδιάστατα εφέ (από τις ελάχιστες περιπτώσεις όπου προτείνω να τη δείτε 3D ασυζητητί), την εντυπωσιακή φωτογραφία του Anthony Dod Mantle (βραβείο Oscar για το “Slumdog Millionaire” (2008) ) και την εξαιρετικά προσεγμένη αναπαράσταση των 1820’s – 1850’s.

Μια παλιομοδίτικα καλή περιπέτεια, λοιπόν, η οποία είχε όμως τις προδιαγραφές και τη βάση να είναι πραγματικά και «μοντέρνα» καλή περιπέτεια, και, γιατί όχι, να κυνηγήσει και μερικά βραβεία παραπάνω, πέρα από αυτά που σίγουρα θα κυνηγήσει στις κατηγορίες Εφέ, Φωτογραφίας, Ήχου, Μιξάζ, κλπ. Για τους λάτρεις αυτού του είδους ταινίων, πάντως, πιστεύω θα περάσετε ένα ευχάριστο δίωρο. Καλή προβολή!

ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ: 2.5/5

Για το Movie Heat,
Άγγελος Νομικός

Για περισσότερες κριτικές ταινιών και κινηματογραφικά νέα, επισκεφτείτε τη σελίδα μας στο: facebook.com/movieheat

Κριτική: Γιάννης Καντέα-Παπαδόπουλος, Baθμολογία 1/5
Μια κινηματογραφική ταινία είναι κατασκευή, η ενύλωση του φαντασιακού ενός ή περισσότερων ανθρώπων. Επομένως, εκ προοιμίου είναι γνωστό στο θεατή πως εκείνο που πρόκειται να δει δεν ανταποκρίνεται απολύτως στην πραγματικότητα. Γιατί όμως χρειάζεται να ξαναειπωθεί η παραπάνω παραδοχή;
Διότι αυτή δοκιμάζεται σήμερα περισσότερο από ποτέ ίσως, και γι’ αυτό ευθύνεται η επέλαση των ψηφιακών εφέ. Το λεγόμενο CGI (Computer Generated Imagery) υιοθετήθηκε από τον κινηματογράφο –το μεγάλου προϋπολογισμού κινηματογράφο για να ‘μαστε ακριβείς- όπως και άλλες τεχνολογικές καινοτομίες, έχοντας τον πανταχού παρόντα στόχο: να μειωθούν τα έξοδα παραγωγής. Ταυτόχρονα όμως, έφερνε μαζί του μοναδικές ευκαιρίες και δυνατότητες να απεικονιστούν στοιχεία που με κανένα άλλο τρόπο δε θα ήταν εφικτό να κινηματογραφηθούν.
Αυτό το «αναγκαίο κακό» λοιπόν, ήταν μια μοναδική ευκαιρία στα χέρια ανθρώπων που γνώριζαν πώς να το χρησιμοποιήσουν. Όχι τεχνικά, αλλά με τρόπο τέτοιο ο οποίος να συνδράμει και να αναδεικνύει την αφήγηση, κατασκευάζοντας ένα εκπληκτικό οπτικό αποτέλεσμα. Επιπλέον, γνώριζαν πότε να αρνηθούν την ευκολία των εφέ, και να επιλέξουν το πραγματικό χτίσιμο ενός σκηνικού για παράδειγμα, παρά τα ψηφιακά «ψεύτικα» σκεύη.
Φυσικά κάτι τέτοιο συμβαίνει μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ταινιών, καθώς και στο σινεμά επικρατούν οι όροι της αγοράς, έτσι η συντριπτική πλειονότητα των υψηλού budget έργων αναλώνεται στο CGI σχεδόν αποκλειστικά, αδιαφορώντας όχι μόνο για το περιεχόμενο του σεναρίου, αλλά πολλές φορές ακόμα και για την ίδια την ποιότητα των εφέ.
Έρχεται έτσι το «In The Heart Of The Sea» να υπενθυμίσει τα παραπάνω με τον «καλύτερο» τρόπο. Η ιστορία που αφηγείται, υπό άλλες συνθήκες, θα ήταν επική και –γιατί όχι- καθηλωτική, καθώς αφορά την ιστορία που ενέπνευσε το κλασσικό μυθιστόρημα «Moby Dick» του Herman Melville, μια γνήσια ναυτική περιπέτεια.
Αναπόφευκτα, όλη η δύναμη μιας τέτοιας ταινίας είναι το μέρος της καταιγιστικής δράσης, στα ορμητικά κύματα με τις τρομοκρατικές δολοφονικές φάλαινες. Ακριβώς εκεί είναι που αποτυγχάνει παταγωδώς το φιλμ, με αποτέλεσμα –εξίσου αναπόφευκτο- να μη συμβαίνει καμία συναισθηματική φόρτιση ή και σύνδεση με όσα διαδραματίζονται στο πανί.
Ο κίνδυνος καθόλη τη διάρκεια μένει πλασματικός έως αδιάφορος. Για να υπάρξει έστω και ο λιγοστός τρόμος, ο φόβος πρέπει να είναι πραγματικός. Εν προκειμένω όμως, η ακατάπαυστη και μέτρια οπτικά χρήση του CGI επιτυγχάνει στην αποξένωση του θεατή από το αντικείμενο, και το περιορισμό του ενδιαφέροντός του αποκλειστικά στη χρονική στιγμή εμφάνισης των τίτλων τέλους.
Η μόνη ελπίδα παρακολουθώντας αυτό το φιλμ, είναι η σκέψη πως κάποιος σε μικρή ηλικία θα το δει και ενδεχομένως να ενθουσιαστεί με όσα η φαντασία του θα μετατρέψει σε κάτι φαντασμαγορικό. Για τους μεγαλύτερους, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.


Thessaloniki Arts and Culture,

Διαβάστε επίσης

Close