Από τότε που εγώ σε αγάπησα, από τον Πάμπλο Νερούδα

Από τότε που εγώ σε αγάπησα, από τον Πάμπλο Νερούδα

Θέλω να κάνω μαζί σου αυτό που κάνει κι η άνοιξη στις κερασιές.

Όλο παίζεις, εσύ, κάθε μέρα, εσύ,
με το φως του σύμπαντος κόσμου.

Επισκέπτρια συλφίδα των νερών και των κήπων.

Δεν είσαι δε μόνο εκείνη η χρυσή κεφαλή όπου σαν ανθοδέσμη σφιχτά την κρατάω εγώ μες στα δυο μου τα χέρια.

Κανενός αλλουνού δεν μοιάζεις εσύ από τότε που εγώ σε αγάπησα.

Άσε να σε ξαπλώσω σ’ ένα στρώμα από μάηδες κίτρινους κι αγαπανθούς.

Ποιος είν’ εκείνος εκεί που γράφει τ’ όνομά σου με ψηφία καπνού στ’ αστέρια του Νότου;

Εγώ είμ’ εκείνος εκεί που γράφει τ’ όνομά σου με ψηφία καπνού στ’ αστέρια το Νότου!

Άσε με. . . άσε με να σε αναπολήσω όπως ήσουν προτού ν’ ανασπασθείς και βγεις στην ύπαρξη.

Κι ευθύς, δες, αλαλάζει ο άνεμος και δέρνει τα κλειστά μου παράθυρα.

Ο ουρανός είναι μι’ απόχη φίσκα ως απάνου με ψάρια μαύρα, ανήλιαγα.

Κι εδώ, εδωνά, κοπάζουν όλοι οι άνεμοι, όλοι τους εδωνά. Και τότε η βροχή εγυμνώθη.

Πουλιά πετάνε πετούμενα. Οι άνεμοι. Οι άνεμοι.

Μόνος μου εγώ και αναμετριέμαι με των άλλων τη δύναμη.

Ο ανεμοστρόβιλος σέρνει μαζί του και μουρλαίνει τα μπακιρένια φύλλα και ξελύνει τ’ άραγμένα στ’ ουρανού το μώλο.

Εσύ είσαι εδώ. Εσύ δε φεύγεις, δεν πετάς.

Κι εσύ ως το τέλος θα είσαι και θα μου απαντάς στους βόγγους και τα μουγκρητά μου.

Επάνω μου να ‘ρθεις να κουλουριαστείς σα να σ’ έχουνε σκιάξει.

Κάπου κάπου αδέσποτοι ξεπόρτιζαν απ’ τα μάτια σου ήσκιοι, ξένοι, παράδοξοι.

Και τώρα, τωραδά, εδώ, μανούσια μου φέρνεις και δυοσμαρίνια, μωρό μου, γι’ αυτό κι έτσι ευωδιάζουν τα στήθη σου.

Την ώρα όπου ο άνεμος μελαγχολικός καλπάζει σφαγιάζοντας πεταλούδες εγώ σ’ αγαπάω, κι η έξαρση μου δαγκώνει βαθιά τα δαμάσκηνα του στόματος σου.

Πόσο έχεις στ’ αλήθεια πονέσει, ώσπου να ‘βρεις τα χούγια μου, ώσπου να βρεις την ψυχή μου τη μονάτη κι ανήμερη και τ’ όνομά μου που όλους τους κάνει και τρέμουν . . .

Πόσες και πόσες φορές δεν είδαμε το φως του αυγερινού να μας φιλάει τα μάτια και πάνω απ’ τα κεφάλια μας το χάραμα κυκλοδίωκτο ν’ ανοίγει ωσάν ριπίδιο.

Τα λόγια μου σε μούσκεψαν θωπεύοντάς σε.

Καιρός πάει πολύς που αγάπησα το ηλιόλουστο σώμα σου, το μαργαριταρένιο.

Και πιστεύω έτσι πως εγώ είμαι ο κύριος του σύμπαντος όλου.

Θα σου φέρω απ’ τα βουνά λουλούδια εξαίσια, κλέλιες, ζουμπούλια και βελανίδια γεράνια, κι ένα κοφίνι φιλιά.

Θέλω να κάνω μαζί σου αυτό που κάνει κι η άνοιξη στις κερασιές.


Πηγή: ithaque.gr

Διαβάστε επίσης

Close