Έτσι άρχισα ν' αγαπώ εκείνους που υποφέρουν

Έτσι άρχισα ν’ αγαπώ εκείνους που υποφέρουν

Τη ζωή μου θα ‘θελα να τη γράψω τραγουδώντας, ξεκούρδιστη όμως η κιθάρα μου και η φωνή μου βραχνιασμένη…

Βέβαια, καλύτερα να τραγουδάς άσχημα παρά να κλαις ωραία, μα τι να κάνω; Να ζητήσω τη βοήθεια του Πανάγαθου;

 

Έτσι έκανε η παραμάνα που με βύζαξε: έκλεινε την πόρτα, άναβε το καντήλι, με ξάπλωνε στο κρεβάτι κι άρχιζε την προσευχή. «Κύριε, σώσε την ψυχή μου, δώσε μου την υγεία, τον άρτο τον επιούσιο, το κρασί το νερό τ’ αλάτι, και μη ξεχάσεις το πιπέρι».

Γύριζε σε μένα: «Ιγνάτιε, ξαναπές το». Εγώ το ξανάλεγα και κείνη συνέχιζε: «Κύριε, κράτησέ με μακρυά από πειρασμούς, από θανάσιμα αμαρτήματα, από την όψιμη πείνα κι απ’ τους κακούς γειτόνους».

Εγώ το ξανάλεγα, και κείνη: «Κύριε, η νύχτα είναι μεγάλη, μη μ’ αφήνεις μόνη. Έτσι κι έρθει ο διάβολος, θα κλέψει το παιδί μου». Το ξανάλεγα κι έτρεμα. Μια ώρα, δυο ώρες με προσευχές ο άνεμος έμπαινε σαν τη σαΐτα από τις χαραμάδες κι ο γάτος στη γωνιά μιαούριζε παραπονιάρικα. Οι προσευχές εκείνες σπαρταράνε ακόμα στη μνήμη μου. Συνέχισα να τις επαναλαμβάνω κάθε βράδυ, χωρίς να πιστεύω πως θα φτάσουν στον ουρανό, ούτε πως το ψωμί και τη δουλειά τα στέλνει ο Κύριος. Νόμιζα πως μιλούσα στα πουλιά. Δεν υπήρχε όμως άλλος τρόπος να με πάρει ο ύπνος, έπρεπε να πω τις προσευχές εκείνες και ύστερα να σταυροκοπηθώ. Ήταν σα να μου είχε κολλήσει κάποιο κακό συνήθειο.[….]

 

Άρχισα στα δεκαπέντε: ήμουν όμορφος στα δεκαπέντε, πίσω απ’ τον πάγκο του μπακάλικου, παιδί για θελήματα, χτενισμένος όμως με τη μόδα και με άσπρη ποδιά. Άρεσα στις γυναίκες. Μπαίνανε στο μαγαζί: «Εκατό γραμμάρια τυρί». Έκοβα το τυρί, έκοβα το σαλάμι κι έκοβα τα χέρια μου. Έχω ακόμη τα σημάδια. Κοίταζα τις κυρίες, όχι το μαχαίρι. Λάθευα στο βάρος και στο μέτρο. Στα χρόνια εκείνα για να βρεις γυναίκα, έπρεπε να ‘χεις αρματωμένους εφτά καραμπινιέρους για περίπολο.[…]

 

Τoν μήνα του μέλιτος τον πέρασα με μια γριά θρήσκα που έβλεπε οράματα. Την ηλικία δε σας τη λέω. Πόσα πράγματα δε μπορούμε να πούμε! Ούτε ότι ήταν παρθένα. Οι λέξεις φτάνουνε μέχρι το στόμα, μασημένες, κι ύστερα γλυστράνε στην κοιλιά. Την έλεγαν Δόννα Ευτυχία, ένα όνομα για ευχές. Ερχόταν με ακρίβεια, τα μεσάνυχτα, σαν ξυπνητήρι και με μια οικογενειακή φίλη στην αγκαλιά: τη γάτα. Εγώ στεκόμουν πίσω απ’ την πόρτα, άκουγα το μιαούρισμα και άνοιγα. Η γάτα ήταν η ρουφιάνα αλλά δεν το ήξερε. Πώς θα μπορούσε να ξέρει ότι οι γυναίκες είναι υποχρεωμένες να δίνουν λογαριασμό για τα όσα κάνουν; Ότι ο νόμος τις καταδικάζει; Ότι ο άντρας αν τις πιάσει τις σκοτώνει;

 

Ανάμεσα στις γάτες δεν υπάρχουν αυτές οι μπερδεψιές. Ούτε γίνονται εγκλήματα για λόγους τιμής. Δίνουν ραντεβού στις στέγες, η γάτα καταφθάνει με βήματα μετρημένα, ήρεμη: αστροφεγγιά στον ουρανό!

Ο γάτος την περιμένει, νοτίζει τα μουστάκια του με τη γλώσσα, σηκώνει τη φούντα της ουράς και κάνει ουράνιο τόξο. Η γάτα ήταν συνένοχος δίχως να το ξέρει, επειδή, περνώντας το δρόμο η Δόννα Ευτυχία, αν τύχαινε να συναντήσει κάποιον, τη δικιολογία την είχε έτοιμη: μου ‘φυγε η γάτα. Πήραν τα μυαλά της αέρα! Και τη χτυπούσε με το δάχτυλο στο κεφάλι. Ο περαστικός το πίστευε: εκείνη συνέχιζε να μαλώνει τη γάτα και ύστερα έμπαινε. Έμπαινε με τη γάτα. Η γάτα, σε ξένο σπίτι, μιαούριζε, τρόμαζε τα ποντίκια. Περισσότερο όμως τρόμαζα εγώ. Μην ξεχνάτε ότι η Δόννα Ευτυχία ήταν οραματιζόμενη.

 

Έβγαζε τα ρούχα της, έσβηνε το φως και κουβέντιαζε με τους άγιους. Ένας διάλογος με μια φωνή. Τα λόγια δε μπορούσες να τα καταλάβεις. Μου ‘λεγε πως ζητούσε συγχώρεση απ’ τα πλάσματα τ’ ουρανού, πως ήταν θανάσιμο αμάρτημα να σκανδαλίζεις ένα παιδί. Η συγχώρεση της παραχωρούνταν κάθε βράδυ. Το ίδιο και σε μένα. Εκείνη το έλεγε και με τα χέρια μου έκανε το σημείο του σταυρού. Μου έδινε την άγια ευλογία.

 

[…] Τις πρώτες ανακαλύψεις, τις έκανα μικρό παιδί, χωρίς σχολειά και δάσκαλους. Δεν έκανα κριτική, δεν προχωρούσα σε βάθος. Περίμενα να πήξει το μυαλό μου.

 

Όταν ο πατέρας μου, έλεγε: «Όποιος σπλαχνίζεται τους άλλους ρίχνει τη σάρκα του στους σκύλους», δεν καταλάβαινα το νόημα που είχαν τα λόγια εκείνα. Έλεγε ακόμη: «Έμεινα ορφανός και ποτέ κανένας δε μου ‘δωκε ένα κομμάτι ψωμί. Μ’ ανάστησε η μάνα μου με την ανάσα της».

Ο πατέρας μου ήταν αγράμματος, κι εγώ αργότερα κατάλαβα πως τα βάσανα διαστρεβλώνουν τα αισθήματα και αποχτηνώνουν τον άνθρωπο. Έβλεπα την αδικία χαραγμένη στα πρόσωπα των φτωχών, στα γυμνά πόδια κάθε μικρού παιδιού, στη ζωή των μεροκαματιάρηδων που ξεκινούσανε χαράματα μ” ένα ξεροκόμματο κι ένα κρεμύδι, και γύριζαν τ’ απόβραδο σέρνοντας τα ποδάρια.

 

Θυμάμαι: μπήκε στο μαγαζί ένας άντρας και μου ζήτησε ένα άδειο κουτί. Δεν τον κοίταξα στο πρόσωπο, γιατί διαφορετικά θα καταλάβαινα. Τον είδα ύστερα να περνάει με το κουτί στο κεφάλι. Κουβαλούσε στο κοιμητήρι ένα κοριτσάκι. Ήταν ο πατέρας: ένας νεκρός που συνόδευε μια νεκρή. Έτσι άρχισα ν’ αγαπώ εκείνους που υποφέρουν.

 

Ignazio Buttitta (1899–1997) Aπόσπασμα από το βιβλίο του Ignazio Buttitta, «Ο ποιητής ανάμεσα στους ανθρώπους»

Πηγή: ithaque.gr

Thessaloniki Arts and Culture

 

 

Διαβάστε επίσης

Close