Artist: Henri Rousseau

Ευάγγελος Παπανούτσος: οι ρίζες του μετανάστη και του τσιγγάνου

Κοινό τους χαρακτηριστικό; Τους λείπουν οι ρίζες τους. Ο μεν μετανάστης αποκόβεται και σταδιακά αποκτά διαφορετικές, ο δε τσιγγάνος, παραμένει άριζος και αναλοίωτος.

Γι’ αυτούς τους δυο αντίθετους ανθρωπολογικούς τύπους έγραψε ο Ε.Π. Παπανούτσος…

Διανύοντας αναμφισβήτητα την εποχή όπου ένα αδυσώπητο κύμα μετανάστευσης ξαναχτύπησε την πόρτα της χώρας μας αναγκάζοντας νέους ανθρώπους, κυρίως μορφωμένα παιδιά, να οδηγηθούν σε φυγή αναζήτησης καλύτερου μέλλοντος μακριά από πατρίδα και οικείους, θελήσαμε να αναζητήσουμε παραγωγικές σκέψεις για το συγκεκριμένο επίπονο θέμα.
Το κείμενο του σπουδαίου παιδαγωγού, φιλοσόφου και δοκιμιογράφου Ε. Π. Παπανούτσου που έγραψε στις 25 Ιανουαρίου το 1962 με τίτλο, Οι Ρίζες, και περιλαμβάνεται στο βιβλίο του, Πρακτική Φιλοσοφία, φαίνεται άκρως ενδιαφέρον και διαχρονικό.

Είτε γνωρίζουμε, είτε είμαστε οι ίδιοι μετανάστες ή τσιγγάνοι θα μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε τη σκέψη του ανθρώπου όπου η συμβολή του στη λειτουργία και ανακαίνιση της ελληνικής παιδείας είναι πασίγνωστη. Τι γράφει, λοιπόν, ο Ευάγγελος Παπανούτσος για τις ρίζες του μετανάστη και του τσιγγάνου;

Ο εαυτός και ο κόσμος του μετανάστη

«Όταν δυσμενείς οικονομικοί όροι ζωής (πενία του εδάφους, λιμός, αεργία κλπ.) ή δεινά πολιτικά ή προσδοκία καλύτερης τύχης αναγκάζουν τον άνθρωπο να εγκαταλείψει το πάτριο έδαφος και να αναζητήσει σε άλλο, μακρινό και ξένο, στέγη, εργασία, χώρο ζωής, η μετακίνηση αυτή, εάν φυσικά καταλήξει σε οριστική εγκατάσταση, δημιουργεί σοβαρά προβλήματα. γιατί ο καθένας μας δεν είναι μόνο ο “εαυτός”, του αλλά και ένας ολόκληρος κόσμος μέσα στον οποίο βρίσκεται συνυφασμένος ψυχικά: γλώσσα, πίστη, ιδέες, ήθη – ό,τι τέλος πάντων αποτελεί το πνευματικό σύμπαν μιας γεωγραφικά και ιστορικά προσδιορισμένης εθνικής κοινότητας, μέσα στην οποία γεννήθηκε, ανατράφηκε και διαμορφώθηκε. Αυτά όλα ο μετανάστης δεν μπορεί να τ’ αφήσει πίσω του, όπως εγκαταλείπει το αδειανό ντουλάπι και τα τρυπημένα ρούχα του, ούτε είναι δυνατόν να τα πετάξει από πάνω του και να μπει στη νέα του “υπόσταση” γυμνός και αθώος, όπως βγήκε απ΄τα χέρια του Θεού ο πρωτόπλαστος. Γιατί έχουν ζυμωθεί, έχουν γίνει ένα με τον εαυτό του και, καθώς αναγκάζεται να ζήσει μακριά απ’ αυτό τον κόσμο, έχει το πικρό αίσθημα ότι ξεριζώθηκε και ρίχτηκε έξω από το μόνο φυσικό στοιχείο όπου μπορεί να ζει και να είναι αυτός που είναι.»

Ο φόβος του μετανάστη

«Γι’ αυτό οι πρώτες αντιδράσεις του, όταν βρεθεί μακριά από την πατρίδα, είναι να την κλείσει μέσα στην καρδιά του και σ΄ όλες τις δύσκολες ώρες της ζωής να ζητεί στήριγμα και παρηγοριά στις αναμνήσεις του, κι ας έριξε πέτρα πίσω του τότε που την απαρνήθηκε, κι ας καταράστηκε τη φτώχεια και την κακομοιριά της. Εξωτερικά όλο και περισσότερο προσαρμόζεται στον τόπο που διάλεξε και πέτυχε να εγκατασταθεί, εσωτερικά όμως εξακολουθεί να ανήκει στο δικό του: συνδέεται με ομοεθνείς και γιορτάζει μαζί τους, χτίζει εκκλησίες για να θρησκεύεται στην πίστη του, ανοίγει σχολεία για να διδάξει στα παιδιά του τη γλώσσα των πατέρων του, τηρεί με ευλάβεια τα οικογενειακά του έθιμα κτλ. Σα να τον κατέχει ο φόβος ότι, αν και “νοερά” αποκοπεί από τις εθνικές του ρίζες, θα αφανιστεί.»

Ύστερα έρχεται ο “πολιτισμός”

«Αυτά όμως συμβαίνουν στην πρώτη ή στη δεύτερη γενιά. Έπειτα (εάν βέβαια ο γύρω οικονομικός και πολιτιστικός χώρος προσφέρει πολλές ευκαιρίες και ευκολίες για αφομοίωση) τα πράγματα αλλάζουν, και με γοργό μάλιστα ρυθμό. Μαζί με την ξένη γυναίκα που μπαίνει στο σπίτι ως σύζυγος και μητέρα,, εισβάλλει στην οικογένεια του μετανάστη ο “πολιτισμός”, το “πνεύμα”, το “ήθος” της νέας χώρας: με το σχολείο, με την εφημερίδα, με τα θεάματα και με όλα τα άλλα μέσα τους. τότε έρχεται αδυσώπητη η αλλοτρίωση. Αν τα παιδιά μιλούσαν ακόμη τη γλώσσα των πατέρων και λάτρευαν το Θεό κατά τη δική τους πίστη, αν στις εορτές του σπιτιού τραγουδούσαν ακόμη όλοι μαζί τα εθνικά τραγούδια και χόρευαν τους εθνικούς χορούς – τα εγγόνια τα έχουν τώρα όλα λησμονήσει. Αφομοιώθηκαν εντελώς, και θυμούνται ίσως (με αδιαφορία και κάποτε με περιφρόνηση) τη μακρινή καταγωγή τους, αλλά η συνεννόηση με τους “γέρους” έχει γίνει δύσκολη, το χάσμα μεταξύ τους βαθύ, η επικοινωνία αδύνατη. Γιατί ο δεσμός με την αρχική κοιτίδα πάει, κόπηκε. Το δέντρο έχασε τις παλιές, απόκτησε καινούργιες ρίζες. και μαζί μ’ αυτές γέμισε από νέο φύλλωμα που κατ’ ανάγκη θα θρέψει και θα δώσει άλλους, διαφορετικούς καρπούς.»

Τσιγγάνος πλάνητας

«Αντίθετος ανθρωπολογικός τύπος, αντίποδας του μετανάστη, είναι ο τσιγγάνος. (Ας πάρουμε τον όρο με την πιο πλατιά και γενική σημασία του, ως σύμβολο και όχι ως ειδικό όνομα ορισμένης φυλής ή εθνίας). Αυτός μετακινείται μέσα σ’ έναν ή περισσότερους γεωγραφικούς και πολιτιστικούς χώρους αλλά δεν αφομοιώνεται, δεν ριζώνει πουθενά. Συντηρείται από τις δικές του φυσικές και πνευματικές πηγές διατηρεί επίμονα τον αρχέγονο χαρακτήρα του και μένει σχεδόν πάντα αναλλοίωτος.

Σκληρός βιολογικά και ψυχικά πυρήνας μιας ιστορικά καθυστερημένης εθνίας, είναι σαν ξένο σώμα μέσα στη λαική κοινότητα που τον δέχεται ή τον ανέχεται (διαβατικό και πλάνητα) στον κόλπο της. Δεν έχει επιμιξία μαζί της, δεν καταλαβαίνει ούτε εκτιμά τις κατακτήσεις και τις προόδους της, δεν συμμετέχει στα δεινά της, ζει στο περιθώριο του κοινωνικού βίου της, μακριά από την καθαυτό δημιουργική οικονομική και πνευματική της δραστηριότητα. Αυτός έχει κάποια δικά του πανάρχαια αποθέματα (γλώσσα, λατρεία, ήθη) και τρέφεται από αυτά. Εξωτερικά προσαρμόζεται στο περιβάλλον που προσωρινά το κάνει δικό του, τόσο μόνο όσο είναι απαραίτητο για τη διαβίωσή του εσωτερικά όμως μένει ξένος προς αυτό και τέτοιος που είναι, από αδράνεια και αδιαφορία προς τα αγαθά των άλλων.»

Νέο αίμα – μάζα αδρανής

«Ανάμεσα στο μετανάστη και στον τσιγγάνο υπάρχει κοντά στις άλλες και μια ακόμη βαθιά διαφορά: ο μετανάστης είναι πολιτισμογόνο στοιχείο (δίνει νέο αίμα στην κοινότητα που τον εγκολπώνεται και συμπράττει στην πρόοδό του). Ο τσιγγάνος είναι, αντίθετα, μάζα αδρανής και στείρα, δεν βοηθεί τους άλλους, αλλά και ο ίδιος δεν εξελίσσεται, μένει στάσιμος, έχει απολιθωθεί. Οι δίχως ρίζες νομάδες που εξακολουθούν να φυτοζωούν απάνω στην επιφάνεια του σημερινού “πολιτισμένου” τμήματος της οικουμένης (επιβιώσεις παλαιότερων φάσεων του πολιτισμού) τίποτα πια δεν προσφέρουν στην ιστορία του ανθρώπου. Έδωσαν ό,τι είχαν να δώσουν, και τώρα εξακολουθούν να υπάρχουν – όπως μερικά αχρηστευμένα από την αλλαγή των όρων της ζωής όργανα παραμένουν ακόμη μέσα στο σώμα μας. Είναι λοιπόν πιθανόν ότι με τον καιρό θα εξαφανιστούν (τα πιο ισχυρά στοιχεία θα ενσωματωθούν στον κοινό κορμό).

Αντίθετα ο τύπος του μετανάστη φαίνεται από τις ενδείξεις που έχουμε ότι ολοένα πολλαπλασιάζεται στον πλανήτη μας. Από τις μικρές χώρες που έχουν περιορισμένους φυσικούς πόρους ή συχνά αναταράζονται από εξωτερικές επιδρομές και εσωτερικές ρήξεις, κύματα μεταναστών μετακινούνται προς ισχυρές οικονομικά και σταθερές πολιτικά επικράτειες και ζητούν εκεί ησυχότερη ζωή ή καλύτερη τύχη. Σαν τα ξεριζωμένα δέντρα, τους παίρνει ο άνεμος και τους πάει σε άλλα εδάφη, όπου με μόχθους και πόνους πολλούς προσπαθούν να κάνουν νέες ρίζες, να χωθούν και να στερεωθούν. Όταν το επιτύχουν, θα έχουν χάσει τον αρχικό εαυτό τους και θα έχουν γίνει “άλλοι”. Θα έχουν διακόψει τη δική τους και θα συνεχίσουν ή θα δημιουργήσουν την ιστορία άλλων συγκροτημάτων που σιγά σιγά θα πάψουν να είναι μωσαϊκό φυλών και πνευμάτων και θα αποκτήσουν (με το ανακάτωμα) φυσική και ψυχική ομοιογένεια. Μεγάλες επικράτειες (με κολοσσιαία οικονομική και πολιτική δύναμη) έχουν ήδη σχηματισθεί και ίσως μεγαλύτερες ακόμη θα δημιουργηθούν στο μέλλον από τις πυκνές μάζες των ανθρώπων που εγκαταλείποντας το πάτριο έδαφος δεν έπαψαν ούτε θα πάψουν να αναζητούν καινούργιους χώρους κοινωνικούς και πνευματικούς για να ζήσουν καλύτερα.»

Πολυμορφία και μονόχορδα όργανα

«Πολλοί βλέπουν σ’ αυτόν το μετασχηματισμό των μικρών εθνικών μονάδων σε μεγάλους και χωρίς εθνικό χαρακτήρα αστερισμούς πρόοδο προς νέες μορφές του ανθρώπινου πεπρωμένου και με ενθουσιασμό δέχονται κάθε μέτρο που οδηγεί στη “συγχώνευση”. Εντούτοις καλό είναι να μη παραγνωρίζεται και το γεγονός ότι πολλά και μεγάλα πέτυχε ως τώρα με την πολυμορφία του ο άνθρωπος και ότι μονόχορδα είναι κατά κανόνα τα ατελέστερα όργανα.»

Το συμπέρασμα

«Ας φτάσουμε τώρα και στο συμπέρασμα. όταν στον άνθρωπο δίνομε τον ορισμό ότι είναι “ζώο ιστορικό”, με το νόημα ότι βρίσκεται πάντα μέσα σ’ ένα λαό που ριζωμένος σε ορισμένο χώρο ζει και γράφει τη δική του ιστορία, λησμονούμε δύο πράγματα: πρώτα ότι αυτή την ιδιότητα δεν την έχει ανέκαθεν, αλλά την απόκτησε ο άνθρωπος σε ορισμένη φάση της εξέλιξής του είδους του. Και δεύτερο ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου λείπει εντελώς ο δεσμός με το χώρο και με ορισμένο ιστορικό κλίμα, ή όπου ο αρχικός δεσμός σπάζει και στη θέση του δημιουργείται με τον καιρό ένας άλλος.

Επειδή σήμερα ζούμε μέσα σε λαούς που καθένας τους έχει τη δική του φυσιογνωμία, τον δικό του πολιτισμό, τη δική του ιστορία, νομίζουμε ότι το καθεστώς αυτό υπάρχει ανέκαθεν και θα διατηρηθεί αιωνίως, ως σύμφωνο με τη “φύση” του ανθρώπου. η παρατήρηση όμως δείχνει ό,τι αντίθετα προς ό,τι υποθέτει ο κοινός νους, το σημερινό σύστημα ζωής του πολιτισμένου ανθρώπου είναι μια κατάκτηση ιστορική σχετικά πρόσφατη που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει εάν και πόσο θα διατηρηθεί. Τόσο αναλλοίωτη, όσο κολακευόμαστε να πιστεύουμε ή όσο με απελπισία παραδεχόμαστε, δεν φαίνεται να είναι η “φύση”| του ανθρώπου.»

Πηγή: pressworkers.com

 

Thessaloniki Arts and Culture

 

 

Διαβάστε επίσης

Close