Ευάγγελος Παπανούτσος: και  γι’  αυτό  βαδίζουν  με  κεφάλι  σκυφτό

Ευάγγελος Παπανούτσος: και  γι’  αυτό  βαδίζουν  με  κεφάλι  σκυφτό

Τίποτα  δεν  κουράζει,  δεν  απογοητεύει,  δεν  μαραζώνει τον  άνθρωπο (των εξελιγμένων κοινωνιών, σαν τη δική μας) όσο η διάσταση και η δυσαρμονία ανάμεσα στις ικανότητες, στα  αισθήματα και στις ιδέες του από το ένα μέρος, και στο επάγγελμα που ασκεί για βιοπορισμό  ή στο ρόλο που παίζει μέσα στον κοινωνικό βίο από το άλλο μέρος.

Εάν δώσομε σ’ αυτή την  πρόταση  τη  θετική  της  διατύπωση,  θα  έχομε  μιαν  άλλη  όψη  της  αλήθειας.  Όταν  ένας  άνθρωπος, στην επαγγελματική και κοινωνική του ζωή, εργάζεται σύμφωνα με τις δυνάμεις, τις  διαθέσεις  και  τις  βλέψεις  του,  όταν  επομένως  ό,τι  λέγει  και  ό,τι  πράττει  βρίσκεται  σε  αρμονία με τον εσώτερο εαυτό του και με τους (μικρούς ή μεγάλους) σκοπούς που έχει τάξει  στη ζωή του, αυτός και στον κάματο αντέχει και στη φθορά: δεν αρρωσταίνει, δεν λυγίζει, δεν  γερνάει — είναι πάντοτε ακμαίος, εύθυμος, νέος.

Για  να  βεβαιώσομε  αυτή  τη  γνώμη,  δεν  χρειάζονται  μεγάλες  αναλύσεις.  Αρκεί  η  απλή  παρατήρηση των περιπτώσεων που μας προσφέρονται κάθε μέρα στο άμεσο περιβάλλον μας, για να μας πείσει. Ποιοι άνθρωποι απ’ αυτούς που μας τριγυρίζουν, είναι πιο δραστήριοι, πιο  αισιόδοξοι, πιο ζωντανοί;

— Εκείνοι που βρήκαν το δρόμο τους. Δηλαδή εκείνοι που πέτυχαν  να δώσουν σ’ αυτό  το μέρος  της ύπαρξης που καλύπτεται από  την κοινωνική  ζωή   περιεχόμενο  σύμφωνο  με  τον  εσωτερικό  τους  κόσμο:  με  τις  επιθυμίες,  τις  προσδοκίες, τις φιλοδοξίες τους.

Τους βλέπεις να τσακίζονται στη δουλειά όλη την ημέρα, να  περιορίζουν στο ελάχιστο τον ύπνο, την ανάπαυση, την ψυχαγωγία τους, και όμως ποτέ να μη  δυσανασχετούν,  να  μη  καταπονούνται,  να  μην  αποθαρρύνονται  από  τα  εμπόδια  ή  να  απελπίζονται από τις μικροαποτυχίες, αλλά να έχουν πάντα το χαμόγελο στα χείλη, τη χαρά  και την πίστη στην καρδιά, έτοιμοι, κάθε φορά που δυσκολεύεται η πορεία τους από κάποιαν  ατυχία, να  ξαναρχίζουν  το έργο  τους με κέφι, με ενθουσιασμό, με αυτοπεποίθηση.

Απορείς  που βρίσκουν οι άνθρωποι αυτοί τα αποθέματα της δραστηριότητας, και ιδίως τα κεφάλαια  της  αισιοδοξίας,  που  ξοδεύονται  χωρίς  να  λιγοστεύουν.  Και  θαυμάζεις  την  ευθυμία,  τη  φρεσκάδα,  τα  νιάτα  τους —  ακόμη  και  σε  προχωρημένη  ηλικία.  Το  μυστικό  τους (χάρισμα  ακριβό  και  αναντικατάστατο)  είναι  η  εσωτερική  τους  αρμονία:  λέγουν  και  πράττουν  εκείνα  που  έχουν  μέσα  στην  ψυχή  τους,  μικρό  ή  μεγάλο,  αδιάφορο.

Δεν  φορούν  μάσκα,  δεν  υποκρίνονται, δεν πιστεύουν άλλα απ’ αυτά που λέγουν, ούτε κάνουν εκείνα που μέσα τους  αποστρέφονται ή αντιπαθούν. Μαραγκοί είναι; Την αγαπούν την τέχνη τους και την ασκούν  με όρεξη. Παπάδες είναι; Πιστεύουν στο λειτούργημά τους και το υπηρετούν με ευχαρίστηση. Γιατροί  είναι; Τους  εμπνέει  η  εργασία  τους,  την  προσέχουν,  τη  χαίρονται.  Πολιτικοί  είναι; Βρίσκονται στην παράταξη που μάχεται για τα ίδια ιδανικά, μιλούν την ίδια γλώσσα με τους  συμπολεμιστές  τους,  και  για  τούτο  είναι  πάντα  έτοιμοι  για  κόπους  και  θυσίες.  Πώς  να  λυγίσουν, πώς να φθαρούν, πώς να γεράσουν τέτοιοι άνθρωποι;

Κοιτάξετε  έπειτα  τους άλλους,  τους  δυσαρμονικούς, εκείνους  που κουβαλούν  μέσα  τους  τη  διάσταση, την αντίφαση, την ασυναρτησία. Για αλλού ξεκίνησαν, και αλλού βρέθηκαν. Καλώς  ή κακώς πίστεψαν ότι ήσαν καμωμένοι για κάτι άλλο, ότι είχαν τις ικανότητες που χρειάζονται  για  να  κερδίσουν  χρήματα,  ν’  αποκτήσουν  υπόληψη,  να  διακριθούν  στην  τέχνη,  στην  επιστήμη,  στην  πολιτική,  αλλά  ο  δρόμος  που  πήραν  (αιτία  η  ολιγωρία,  η  ανάγκη  ή  και  η  σύμπτωση) τους απομάκρυνε από τις επιθυμίες και τα όνειρά τους. Και τώρα, υποχρεωμένοι  να βγάλουν το ψωμί τους ή να κρατήσουν μια δαπανηρή θέση κοινωνική που δεν μπορούν να  την εγκαταλείψουν, αναγκάζονται να ασκούν ένα επάγγελμα που τους ενοχλεί, ή να παίζουν  ένα  ρόλο  που  δεν  τους  πάει,  ή  να  διακηρύττουν  πράγματα  που  δεν  τα  πιστεύουν.

Αυτή  η  δυσαρμονία  έχει  σαν  αποτέλεσμα  να  χάνουν  τα  αντιστύλιά  τους,  τον  άξονα  της  υπόστασής  τους,  και  να  γίνονται  μεμψίμοιροι,  βαρύθυμοι,  κακεντρεχείς.  Αρρωσταίνουν.  Και  αρρωσταίνουν  όχι  μόνο  ψυχικά,  αλλά  και  σωματικά. (Πολύ  συχνά  λησμονούμε  ότι  τα  δύο  αυτά  στοιχεία  πάνε  μαζί).  Και  γι’  αυτό  βαδίζουν  με  κεφάλι  σκυφτό,  με  καρδιά  κλειστή, σκοτεινή, δίχως χαρά, δίχως καλοσύνη (και αυτά πάνε μαζί). Θέλγητρα δεν έχει γι’ αυτούς η  ζωή,  κουράζονται  εύκολα,  γερνάνε  γρήγορα.  Γιατί  μέσα  τους  δεν  υπάρχει  δύναμη,  φως, αρμονία. Αλλά διχασμός, τύψεις, ερημία.

Ανέκαθεν θεωρήθηκε αρχή αναμφισβήτητη ότι όχι η βαρειά, η δύσκολη, η αδιάκοπη, αλλά η  εργασία η ασυμβίβαστη με το χαρακτήρα, με τη φιλοτιμία, με τις πραγματικές ικανότητες και  επιδιώξεις του ανθρώπου τον φθείρει και τον εξευτελίζει. Για τούτο και επιβάλλεται ως ποινή. Τιμωρείσαι  να κάνεις  εκείνο  που  δεν  σου  ταιριάζει,  που  δεν  μπορείς  να  θέλεις,  που  δεν  το  ανέχεσαι.

Από την ώρα που αναγκάζεσαι να υποστείς αυτή τη δεινή κατάσταση, έχεις χάσει  μαζί με την ελευθερία και τη χαρά της ζωής. Και για να εξακολουθήσεις ακόμη να δέχεσαι να  ζεις,  ένας  τρόπος  υπάρχει:  να  αναιρέσεις  σιγά  ‐  σιγά  την  ανθρωπιά  σου  και  να  γίνεις  υποζύγιο. Αυτή είναι η έννοια του δούλου. Ο δούλος δεν εργάζεται — δουλεύει∙ γι’ αυτό ό,τι  κάνει  δεν  είναι  έργο,  είναι  δουλειά,  επειδή  δεν  το  εκλέγει  ελεύθερα,  ούτε  το  πράττει  με  ευχαρίστηση,  αλλά  αναγκάζεται  να  το  εκτελεί  με  όλο  που  είναι  ασυμβίβαστο  προς  τον  εσωτερικό  του  κόσμο —έως  τη  στιγμή  που  θα  έχει  ψυχικά  εξουθενωθεί,  θα  έχει  χάσει  την  αίσθηση και την υπερηφάνεια των ανθρώπινων ιδιοτήτων και των ανθρώπινων δικαιωμάτων  του,  και  δεν  θα  υποφέρει  πια  απ’  αυτό  τον  εξευτελισμό.  Αλλά  τότε  δεν  θα  ξεχωρίζει  πλέον  από το ζώο.

— Υπάρχουν «δουλειές» που δεν είναι καταπονητικές ή επαίσχυντες∙ που κάποτε  μάλιστα φαίνονται «απ’ έξω» λαμπρές και αξιοζήλευτες. Να «κοσμείς» λ.χ. με το παράστημα  και την εορταστική σου εμφάνιση το παλάτι ενός ισχυρού, ή να διασκεδάζεις με το «πνεύμα» σου τους συνδαιτημόνες του. Να έχεις (χάρη στις παραχωρήσεις, στην υποτακτικότητα, στους  συμβιβασμούς που καταδέχτηκες να κανείς) περιβληθεί υψηλά αξιώματα που εξασφαλίζουν  στον κάτοχο τους τιμές και πλούτη. Αν όλα αυτά τα αισθάνεσαι σαν ξένα και αντίθετα προς  τον βαθύτερο εαυτό σου, ασυμβίβαστα προς ό,τι θα μπορούσες και θα έπρεπε να επιδιώξεις  και να επιτύχεις στη ζωή, είσαι ένας δυστυχής, ένας τραγικός άνθρωπος, καταδικασμένος να  λυγίσεις κάτω από το βάρος του εικονικού θριάμβου σου.

Η νεώτερη Ψυχολογία πρόσεξε ιδιαίτερα τις βαθειές αλλοιώσεις που προκαλεί στην ψυχική  και στη σωματική κατάσταση του ανθρώπου η δυσαρμονία που γεννιέται στον αισθηματικό  του  κόσμο,  στους  χώρους  της  ερωτικής  ζωής.  Οι  αναλύσεις  της  υπήρξαν  πραγματικά  αποκαλυπτικές∙  άνοιξαν  δρόμους  απροσδόκητους  για  την  ανίχνευση  του  λαβύρινθου  της  ανθρώπινης  ψυχής.  Γρήγορα  όμως  έγινε  αντιληπτό  ότι  ο  άνθρωπος  έχει  και  μια  κοινωνική  διάσταση  που  πρέπει  να  εξερευνηθεί. (Ιστορικά  η  πρόοδος  αυτή  πραγματοποιήθηκε  με  το  πέρασμα  από  τον  Freud  στον Adler).

Ζει  μέσα  στην  κοινωνία,  για  την  κοινωνία  και  από  την  κοινωνία. Και με τις σχέσεις αυτές υφαίνεται ο οικονομικός και ο πολιτικός ιστός που τυλίγει  όλους  μας.  Εδώ  έχει  τη  θέση  του  σαν  παράγων  (που  προσδιορίζει  και  προσδιορίζεται)  το  επάγγελμα,  κατά  τη  γενικότερη  έννοιά  του. Το  τι  πράττομε,  όχι  μόνο  για  να  ποριστούμε  τα  μέσα της ζωής αλλά και για να «γεμίσομε» κατά κάποιο τρόπο αυτή τη ζωή, έχει πολύ μεγάλη  σημασία.  Σημασίαν  αποφασιστική  για  τη  διαμόρφωση  της  προσωπικότητας  και  της  μοίρας  μας.

Άλλοτε  ταυτιζόμαστε εσωτερικά  με  την κοινωνική  διάσταση  της  ύπαρξής  μας, και  τότε  πορευόμαστε  ομαλά∙  άλλοτε  πάλι  δεν  κατορθώνομε  να  βρούμε  ή  να  αποκαταστήσομε  την  αρμονία ανάμεσα στο τι λέγομε και πράττομε, και στο τι γίνεται ή πάει να γίνει μέσα μας, και  τότε καταστρέφεται μαζί με την ψυχική και η σωματική μας επάρκεια και αντοχή — μια τριβή  προκαλείται  επικίνδυνη  και  ανυπόφορη  και  σιγά  ‐  σιγά  ρημάζομε,  αρρωσταίνομε, δυστυχούμε. Γινόμαστε μίζεροι, βάναυσοι, μισαλλόδοξοι, κακοί. Έχομε χάσει μαζί με τη χαρά  της  ζωής  και  την  αγάπη  προς  τον  συνάνθρωπο.  Όλοι  μας  φταίνε,  επειδή  είμαστε  βαθιά  δυσαρεστημένοι  με  τον  εαυτό  μας.

Πικραμένοι,  απογοητευμένοι,  κουρασμένοι,  επειδή  δεν  μπορούμε  να  υπερνικήσομε  την  αντίφαση  που  μας  φθείρει,  τα  βάζομε  με  τους  άλλους  (προπάντων  με  όσους  έχουν  πραγματοποιήσει  στη  ζωή  τους  εκείνο  που  εμείς  δεν  κατορθώσαμε)  με  μιαν  επιθετικότητα,  με  μια  κακεντρέχεια,  με  ένα  μίσος  που  μένουν  ανεξήγητα  για  τον  κοινό  παρατηρητή.

Κατά  βάθος,  αντιπαθούμε  τους  άλλους  —  επειδή αντιπαθούμε  τον  εαυτό  μας.  Μας  έχει  γίνει  ανυπόφορος  (με  τη  δειλία,  τις  προδοσίες,  την  υποκρισία του), και για τούτο δεν υποφέρομε κανένα. Όταν μάλιστα τους βλέπομε ακμαίους, αισιόδοξους, ευτυχείς, η δυστυχία μας πολλαπλασιάζεται. Καθώς και η κακότητά μας.

Ε. Π. Παπανούτσος, Πρακτική Φιλοσοφία, εκδόσεις ΝΟΗΣΗ, 1964

Διαβάστε επίσης

Close