Η Έλλη Λαμπέτη θυμάται: το τόπι, ένα "όχι", ένας φόνος....

Η Έλλη Λαμπέτη θυμάται: το τόπι, ένα “όχι”, ένας φόνος….

Η Έλλη Λαμπέτη γεννήθηκε 13 Απριλίου 1926, στα Βίλλια, στο χωριό του πατέρα της και ήταν η μικρότερη, μαζί μ’ ένα δίδυμο αδελφό, μιας οικογένειας με εφτά παιδιά.

Λίγους μήνες πριν πέσει η αυλαία, η Έλλη Λαμπέτη ξεκαθαρίζει τους «λογαριασμούς» της, ανιχνεύοντας τ’ αποτυπώματα των βημάτων της και ξετυλίγοντας το κουβάρι 57 χρόνων ζωής. Σε μια συγκλονιστική αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, λιτή γήινη, ανθρώπινη , η Έλλη Λαμπέτη στέκεται στο προσκήνιο και παίζει τον τελευταίο και πιο ρεαλιστικό ρόλο της. Τις εκμυστηρεύσεις της καταγράφει η δημοσιογράφος Φρίντα Μπιούμπι.

Στο απόσπασμα που ακολουθεί ανασκαλεύει τις μνήμες των παιδικών της χρόνων:

«Εκείνη τη χρονιά στη Θήβα έγινε κάτι άλλο που δε θα το ξεχάσω ποτέ. Αυτή την ιστορία, πριν πεθάνω, πρέπει να τη γράψω μόνη μου, γιατί, παρότι ήταν ένα σχετικά απλό περιστατικό, πήρε με τα χρόνια, καθώς τη μελέτησα, άλλες διαστάσεις…

Είναι λοιπόν η χρονιά που ζω στη Θήβα, μια χρονιά που θεωρώ πως ωρίμασα, πως μεγάλωσα. Μεγάλωσα μόνη μου. Πόνεσα από νοσταλγία, σκέφτηκα πολύ, φιλοσόφησα. Έμαθα να διαβάζω τα Ευαγγέλια του παππού, εκείνος μου εξηγούσε τη σημασία τους, τα έμαθα απ’ έξω…

Κι έρχονται τα Χριστούγεννα και φτάνει στη Θήβα ο θείος Λάμπρος, γιος του παππού, διευθυντής τότε στην Εθνική Τράπεζα στην Αθήνα, για να κάνει Χριστούγεννα μαζί μας. Μου φέρνει κι ένα δώρο. Ένα τόπι… Πρέπει να σου πω ότι τα τόπια, τότε, στη Θήβα τουλάχιστον, ήταν η λόξα της εποχής, μια τρέλα- το παιχνίδι! Συνήθως τα φτιάχναμε μόνοι μας από καουτσούκ, αυτό που χρησιμοποιούσαν για τις σόλες παπουτσιών. Πηδούσαν πολύ, τόσο που αναγκαζόμαστε να τα δένουμε μ’ ένα σπάγγο για να τα ελέγχουμε. Είχα μάθει να κάνω τα καταπληκτικότερα παιχνίδια, τα καταπληκτικότερα κόλπα με το τόπι μου…

Αλλά το τόπι που μου φέρνει ο θείος Λάμπρος είναι άλλο πράγμα. Αγοραστό! Ένα τόπι που μου φάνηκε σαν Ρέμπραντ, ένα έργο τέχνης – αυτή είναι η ανάμνηση που έχω από κείνο το τόπι. Τα χρώματα που είχε πάνω του! Δεν ήταν παιχνίδι αυτό, ήταν κάτι άλλο…

Και είναι Κυριακή ή ανήμερα τα Χριστούγεννα – κάτι τέτοιο. Γιορτή. Λιακάδα και κρύο πολύ. Παίζω με το τόπι μου στην αυλή της γιαγιάς μου. Έχουν φυτρώσει τα κρεμμυδάκια, τα μαρούλια… Ο εξωτερικός τοίχος – ένας από κείνους τους πολύ χοντρούς, τους πέτρινους – είναι σκεπασμένος με μια κίτρινη τριανταφυλλιά. Παίζω με το τόπι μου μέσα στη λιακάδα, πανευτυχής.

Σ’ αυτή την εικόνα μπαίνει κι ένας νεαρός. Είναι ξάδελφος των αποπάνω, γιατί η γιαγιά μου, καθώς είχε ανάγκη από λεφτά, νοίκιαζε τον πάνω όροφο του σπιτιού σ’ αυτόν που είχε το ηλεκτρικό του χωριού. Το ηλεκτρικό τότε ήταν ιδιωτικό. Μάλιστα έσβηνε, θυμάμαι, στις έντεκα κάθε βράδυ. Έκανε πρώτα ένα προειδοποιητικό σινιάλο, ύστερα από λίγο ένα δεύτερο, διπλό, και μετά έσβηνε οριστικά.

Ο νεαρός που σου λέω είχε έρθει απ’ την Κοζάνη ή κάπου βόρεια, για να κάνει Χριστούγεννα στο σπίτι της ξαδέλφης του. Είναι ένα ωραίο παιδί, ψηλό… Δεν ξέρω αν ένιωθα γι’ αυτόν κάτι σαν πόθο, μάλλον όχι, γιατί ήμουν πολύ μικρή… Τον θυμάμαι να κάθεται εκεί στον ήλιο, πλάι στην τριανταφυλλιά, ακουμπισμένος στον τοίχο… Και όπως παίζω, μου φεύγει το τόπι το χρωματιστό και κυλάει στα πόδια του. Τον βλέπω τι κάνει και τρομάζω: το πατάει με το τακούνι του! Μου λέει:

«Πες μου: σε παρακαλώ πολύ, δώσ’ μου το τόπι».

Τον κοιτάω στα μάτια, λέω: «Δώσ’ μου το τόπι» – δεν μπορούσα να του πω «σε παρακαλώ»• κάτι μέσα μου μ’ έκανε να μην μπορώ να του το πω.

Εξακολούθησε να με κοιτάζει ειρωνικά, προκλητικά, στα μάτια: «Πες μου, σε παρακαλώ, αν δε μου πεις θα στο σπάσω».

Τον ακούω και τρελαίνομαι. Είναι σα ν’ ακούω «θα σου σπάσω το κρανίο».

Τον κοιτάω κατάματα, επίμονα, αλλά δεν του λέω «σε παρακαλώ».

Λέω απλά: «Δωσ’ μου το!».

Λέει: «Όχι, θα μου πεις: σε παρακαλώ». Και τον βλέπω να πατάει το τόπι μου δυνατά, αλλά πάλι λέω: «Δώσ’ μου το τόπι».

«Θα πεις: σε παρακαλώ». «Όχι!». «Θα στο σπάσω!».

Δεν ήθελα να το πιστέψω ότι θα το έκανε. Ίσως κάποια στιγμή να το μετάνοιωσε κιόλας, αλλά φαίνεται ότι τον προκάλεσα εγώ με τη δική μου αντίσταση. Μια περίεργη, διεστραμμένη αντίσταση μου είχε δημιουργηθεί εκείνη την ώρα. Ανεξήγητη. Κοιταζόμαστε, επέμενα στο «όχι» μου, κι όμως ήθελα να κάνω κάτι για να μη μου σπάσει το τόπι. Αλλά μου ήταν αδύνατο να κάνω αυτό που μου επέβαλε.

Και καθώς πίεζε με το παπούτσι του, καθώς κοιταζόμαστε, ακούω το μπαμ! Και τότε γύρισα αμέσως την πλάτη μου κι έφυγα… Νεκρή απ’ την απελπισία…

Ως εδώ, όλο αυτό θα ήταν ένα δραματικό περιστατικό. Αλλά η συνέχεια του μ’ έκανε να το σκεφτώ πολύ σ’ όλη μου τη ζωή. Το αγόρι αυτό μετά από λίγες μέρες έκανε φόνο. Μάθαμε πως σκότωσε μια δασκάλα, μόλις διορισμένη, δεκαεννέα είκοσι χρόνων. Την είχε ερωτευτεί κι αυτή δεν τον ήθελε. Και την σκότωσε με την καραμπίνα!

Ήταν φονιάς! Πιστεύω ότι εγώ εκείνο το πρωί του ξύπνησα με την αντίσταση μου τα εγκληματικά του ένστικτα. Άναψε κάτι μέσα του με την άρνηση μου. Κι όταν η άρνηση επαναλήφθηκε απ’ την κοπέλα, τη σκότωσε αδίστακτα, όπως είχε σπάσει το τόπι μου.

Φρίντα Μπιούμπι, Η Τελευταία Παράσταση, εκδόσεις Εξάντας, σελ. 65-67

Η πρόβλεψη της βίας ανήκει στο χώρο της ουτοπίας. Η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν προβλέπεται. Σημαντικός είναι ο ρόλος που διαδραματίζουν τυχαία συγκυριακά γεγονότα, που την καθιστούν απρόβλεπτη, μη εντάξιμη σε στενάχωρες κατηγοριοποιήσεις και εξισώσεις. Στο μέτρο που ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να δράσει, δηλαδή ελεύθερος να επιλέξει ανάμεσα σε διαφορετικούς τρόπους δράσης, η συμπεριφορά του είναι απρόβλεπτη. Μέσα από την προσωπική του πράξη ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να διαψεύσει κάθε πρόβλεψη.

Φωτεινή Τσαλίκογλου , καθηγήτρια στο Τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου.

Διαβάστε επίσης

Close