Μιχαήλ Μητσάκης: Εις Αθηναίος χρυσοθήρας

Μιχαήλ Μητσάκης: Εις Αθηναίος χρυσοθήρας

Στο διήγημα παρακολουθούμε τη γνωριμία δύο ανδρών απ’ την Τρίπολη, που λαμβάνει χώρα στην Αθήνα. Ο Μεγγλίδης είναι ένας άνθρωπος λαϊκός, που αντιπροσωπεύει τον μέσο Έλληνα της εποχής του, αφού δεν διαθέτει κάποια μόρφωση και διορίζεται σε διάφορες θέσεις μέσω πελατειακών σχέσεων. Ο Γεωργιάδης, απ’ την άλλη, είναι δικηγόρος και διαθέτει μια ανώτερη σκέψη απ’ την κοινή λογική των πολλών της εποχής του. Αυτή η γνωριμία όμως, πέρα απ’ το προσωπικό επίπεδο, περνάει και στο επαγγελματικό, όταν ο Μεγγλίδης του αναθέτει να ψάξουν για χρυσάφι, σ’ ένα χωράφι που είχε στον Ωρωπό.

Έτσι, μας παρουσιάζεται μια συνηθισμένη για την εποχή αντίληψη των Ελλήνων, το να θεωρούν, δηλαδή, πως η γη που κατέχουν κρύβει αμύθητους Μιχαήλ Μητσάκης: Εις Αθηναίος χρυσοθήραςθησαυρούς. Τα Λαυριακά παρουσιάζονται εν συντομία και με γλαφυρότητα στο κείμενο και πληροφορούμαστε ότι πρόκειται για μια καλά στημένη κερδοσκοπική επιχείρηση η οποία έσπευδε στην εύρεση χρυσού. Ο κόσμος εκστασιάζεται, δίνει ό,τι έχει για να αποκτήσει μετοχές, ψάχνει για χρυσό στα χωράφια του! Αυτής της εποχής έχει πέσει θύμα και ο ήρωας του διηγήματος, που χρειάζεται τις υπηρεσίες δικηγόρου για να κανονίσει τις υποθέσεις του. Ενώ, λοιπόν, αρχικά ο Γεωργιάδης είναι σχεδόν κάθετος στο να τον βοηθήσει, τελικά του δίνει μια ευκαιρία, πηγαίνοντας μαζί του στον Ωρωπό, όπου μαζεύουν ορυκτά για την περαιτέρω ανάλυσή τους σε χημικό εργαστήρι.

Τα αποτελέσματα δείχνουν το αναμενόμενο. Το διήγημα ολοκληρώνεται με τη δυσπιστία του Μεγγλίδη απέναντι στην ίδια την επιστήμη, την αγανάκτηση του αφηγητή και ως εκ τούτου, την οριστική απομάκρυνση των δύο ανδρών.

Ανάλυση
Στο Εις Αθηναίος χρυσοθήρας, ο Μητσάκης καταπιάνεται με ένα πραγματικό γεγονός, πάνω στο οποίο αναπτύσσει το διήγημά του, και αυτό δεν είναι άλλο απ’ το Λαυρεωτικό ζήτημα. Το έργο γράφτηκε το 1890 και περιγράφει το πρώτο μεγάλο οικονομικό σκάνδαλο της Ελλάδας του 1873 και αποτελεί μάλιστα μια έγκυρη και λεπτομερή πηγή των τότε γεγονότων.

Είναι χαρακτηριστικό της εξέλιξης της μοντέρνας ζωής στην Αθήνα του 19ου αι. το γεγονός πως είχε στηθεί ένα πρώιμο χρηματιστήριο (χωρίς να υπάρχει τότε η έννοια του χρηματιστηρίου όπως γνωρίζουμε σήμερα) και το ότι γίνονταν τέτοιου είδους συναλλαγές, αφού οι Αθηναίοι φιλοδοξούσαν να γίνουν Αμερικάνοι και να κάνουν την Αθήνα μια μικρή Καλιφόρνια, καθώς προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να βγουν απ’ την φτώχεια και την μιζέρια.

Ο συγγραφέας περιγράφει, λοιπόν, την πραγματική μανία των Ελλήνων εκείνης της εποχής που διψούσαν για πλούτο και αναβάθμιση της τάξης τους. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, όλα ξεκινούν απ’ την έντονη φημολογία που είχε κατά τους αρχαίους χρόνους το Λαύριο, αφού σε διάφορα έργα αρχαίων συγγραφών, τα λαυριακά μεταλλεία περιγράφονται ως πηγή αργύρου. Αυτό είχε κατά νου μια ελληνοϊταλική εταιρία το 1869, σκεπτόμενη πως δεν θα είχαν εξαντληθεί τότε όλα τα κοιτάσματα και θα μπορούσε κάτω από τη γη να κρύβεται πλούτος.

Η εταιρία, λοιπόν, ήρθε στην Αθήνα και δοκίμασε το έδαφος, έστησε τα εργαστήριά της και δεν έβγαλε από αυτά παρά χώμα με πέτρες, στα οποία υπήρχαν ορισμένα ορυκτά, μεταξύ των οποίων και αργυρούχος μόλυβδος. Το γεγονός αυτό όμως μεγαλοποιήθηκε και με την παραπληροφόρηση μαθεύτηκε πως από τη γη διεξάγεται ασήμι. Τότε η ελληνική κυβέρνηση με την ελληνοϊταλική εταιρία ήρθαν σε σύγκρουση προσπαθώντας καθεμία να εξασφαλίσει τα συμφέροντα και τα δικαιώματά της.

Η σύγκρουση αυτή λύθηκε, όταν ένας Έλληνας υπήκοος αγόρασε τα δικαιώματα της εταιρίας και δημιούργησε δική του εταιρία η οποία και υπήρξε για τον ίδιο πολύ κερδοφόρα, καθώς πολλοί ξεσηκώθηκαν με την ιδέα ότι κοντά στην Αθήνα υπήρχε άργυρος, διότι πολύ πιθανόν να υπήρχε και χρυσός. Αυτό εκμεταλλεύτηκαν πολλοί χρηματιστές για να ξεγελάσουν το αφελές και διψασμένο, για πλούτο, πλήθος κάνοντας τον κόσμο να πιστεύει πως η λαυριακή γη κρύβει αμύθητους θησαυρούς.

Για να βγουν κέρδη από αυτήν τη φενάκη, δημιούργησαν μετοχές και έτσι στήθηκε ένα πρώιμο χρηματιστήριο πάνω από την καφετέρια “Ωραία Ελλάς”, όπου βρισκόταν η λέσχη Αθηναίων εμπόρων. Έτσι, καθημερινά πραγματοποιούνταν εκεί οικονομικές συναλλαγές και άνθρωποι όλων των τάξεων επιχειρούσαν να αγοράσουν μετοχές, ακόμα και απ’ το υστέρημά τους, αφού όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας, ακόμα και άνθρωποι φτωχοί έδιναν το μισθό τους και τις οικονομίες τους, πουλούσαν τα χωράφια τους ή πολύτιμα αντικείμενά τους, προκειμένου να πάρουν ένα χαρτί το οποίο πίστευαν ότι θα μπορούσε να αποφέρει στο μέλλον χρυσό.

Αυτή η μανία δεν επηρέασε μόνο τους Αθηναίους αλλά και τους επαρχιώτες, οι οποίοι όμως επειδή δεν είχαν χρηματιστήριο και ως εκ τούτου δεν μπορούσαν να αγοράσουν μετοχές, πίστευαν πως αφού το Λαύριο έχει χρυσό, θα έχουν και άλλες περιοχές της Ελλάδας, όπως αυτές που μένουν για παράδειγμα και έτσι και προσπάθησαν να βρουν κι εκεί μεταλλεία χρυσού σε κάθε κομμάτι γης. Με αυτή τη φρενίτιδα δημιουργήθηκαν όλο και περισσότερες εταιρίες και αυτό το θέμα υπήρξε εστία μόνιμης απασχόλησης όλων των πολιτών.

Παρόλα αυτά, μετά το πέρασμα χρόνων (ο Μητσάκης μας ενημερώνει ότι αυτή η κατάσταση κράτησε 5-6 χρόνια) αυτή η φούσκα έσκασε, ο κόσμος κατάλαβε ότι έπεσε θύμα απάτης και το θέμα έμεινε πίσω. Με αφορμή όμως ορισμένους που δεν πείστηκαν από αυτό το σκάνδαλο αλλά επέμεναν διατηρώντας τον πόθο τους για πλούτο, ο Μητσάκης γράφει το Εις Αθηναίος Χρυσοθήρας, αναφερόμενος σ’ έναν γνωστό του επαρχιώτη.

Μέσα στο διήγημα περιγράφονται και άλλες τάσεις της εποχής, όπως οι διορισμοί μέσω της πολιτικής εξουσίας αλλά και το μορφωτικό επίπεδο που επικρατούσε, καθώς οι περισσότεροι φαίνεται να ασχολούνταν με χειρωνακτικά επαγγέλματα αλλά είχαν σε μεγαλύτερη εκτίμηση όσους σπούδαζαν ιατρική και νομική.

Τα στοιχεία ρεαλισμού και νατουραλισμού είναι εμφανή στο έργο. Δεν λείπουν οι λεπτομερείς περιγραφές για τα εξαθλιωμένα μέρη στα οποία λαμβάνουν χώρα τα διάφορα γεγονότα, για παράδειγμα η περιοχή του φτωχού και κακόφημου Ψυρρή. Δίνεται, επίσης, αναλυτική περιγραφή των ηρώων και του φυσικού τοπίου απ’ τον αφηγητή. Έντονη είναι, επίσης, η ειρωνεία και η σκληρή κριτική, όχι μόνο για τον ήρωα του έργου, που χαρακτηρίζει ξεκάθαρα ως θύμα, αλλά και για ολόκληρη την ελληνική κοινωνία των Λαυριακών που πίστεψε με τόση αφέλεια ότι θα αποκτούσε θησαυρούς.

Της Σοφίας Τατίδου

Διαβάστε επίσης

Close