Μιχαήλ Μητσάκης: Το βάπτισμα (ανάλυση κειμένου)

Μιχαήλ Μητσάκης: Το βάπτισμα (ανάλυση κειμένου)

Περίληψη

Το διήγημα πραγματεύεται το θέμα του πατριωτισμού και τη σημαντική επίδραση της Μεγάλης Ιδέας στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Θύμα αυτής της αντίληψης πέφτει ο ήρωας της ιστορίας, ο Γεώργιος Σαράντης, ο οποίος όταν αποκτά το πρώτο του παιδί δηλώνει αμετάκλητα πως θέλει να το βαφτίσει στην Αγιά–Σοφιά.

Ο συγγραφέας μας, όπως και η οικογένεια του ήρωα, τον χλευάζουν γι αυτήν του τη στάση και εκφράζουν τις ενστάσεις τους, παρόλα αυτά ο ίδιος εμμένει στην απόφασή του, κόντρα στα χριστιανικά ήθη της εποχής και έτσι το παιδί μένει αβάπτιστο.

Το ίδιο, μεγαλώνοντας, αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα και δυσκολίες στις διαπροσωπικές του σχέσεις με τους συμμαθητές του, καθώς γίνεται αντικείμενο χλευασμού επειδή συστήνεται σαν “Δράκος”. Όμως παρά τη δυσαρέσκεια και τις ερωτήσεις του παιδιού, ο πατέρας μένει ανένδοτος σε αυτό το θέμα και δεν μπαίνει καν στη διαδικασία των εξηγήσεων.

Ζει με το όνειρο ότι μια εθνική εξέγερση θα συμβεί σύντομα και έτσι θα βαφτίσει τον μονάκριβο γιο του στην αγαπημένη του εκκλησία. Αυτό το έντονο, μη ρεαλιστικό πάθος, είναι που μπέρδεψε τα γεγονότα στο μυαλό του, ώστε να θεωρήσει πως το 1878 θα ήταν το έτος που θα εκπληρωνόταν η επιθυμία του και ότι ο στρατός θα κατευθυνόταν προς την Πόλη.

Κάτι τέτοιο όμως δεν γίνεται, σαφώς, αφού ο στρατός στοχεύει στην κατάληψη της Θεσσαλίας. Αυτό υπήρξε σκληρό χτύπημα για τον ίδιο, ο οποίος λίγες μέρες αργότερα πέθανε έχοντας αυτόν τον καημό. Μετά τον θάνατό του, ο νεαρός βαφτίστηκε.

Ανάλυση

Το Βάπτισμα γράφτηκε το 1883 για διαγωνισμό της Εστίας σχετικά με το ελληνικό διήγημα. Γι αυτό και μας παρουσιάζεται το κλίμα της εποχής, δηλαδή η μη ρεαλιστική επιθυμία ορισμένων για την ανάκτηση χαμένων εδαφών, πιο συγκεκριμένα της Πόλης. Το ελληνικό κράτος απ’ την αρχή της ίδρυσής του απέβλεπε στην επέκταση των γεωγραφικών του ορίων.

Το 1844 ανέκυψε το αίτημα του ελληνικού αλυτρωτισμού, δηλαδή το να λυτρωθούν οι Έλληνες που ζούσαν έξω απ’ τα όρια του κράτους. Αυτό περιελάμβανε τις ελληνόφωνες κοινότητες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και είχε ως απώτερο στόχο την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης.

Ο ήρωας μας, λοιπόν, επηρεασμένος απ’ αυτήν την ιδέα και όντας τόσο ευπατρίδης, αρνείται να προβεί στην πραγμάτωση χριστιανικών εθίμων, όπως είναι η βάφτιση του γιου του, βασισμένος σε ψευδείς πεποιθήσεις και στεγανές αντιλήψεις.

Μας παρουσιάζεται ένας άνθρωπο που βυθίζεται στην αυταπάτη του, όχι επειδή είναι ανόητος αλλά επειδή Μιχαήλ Μητσάκης: Το βάπτισμα (ανάλυση κειμένου)έτυχε να γεννηθεί την εποχή που οι αναμνήσεις σχετικά με τον αγώνα και την Πόλη δεν είχαν ακόμα ξεθωριάσει εντελώς και υπήρχε η καθολική πίστη ότι θα έρθει η μέρα που το γένος θα εξεγερθεί με σκοπό ν’ ανακτήσει τα “κεκτημένα” του. Έτσι, όχι μόνο δεν απέβαλλε τις ιδέες του αλλά με τον καιρό δυνάμωναν τα ιδανικά του.

Ο συγγραφέας μας πληροφορεί για την κατάσταση που επικρατούσε στην πρωτεύουσα. Καθώς οι χριστιανοί της Ερζεγοβίνης είχαν εξεγερθεί κατά των Οθωμανών ηγεμόνων τους και ξεκινούσε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, οι Έλληνες πίστευαν ότι οι Ρώσοι σύμμαχοι θα μπορούσαν ξεκινήσουν αγώνα και υπέρ των χριστιανών της Κωνσταντινούπολης. Αυτές οι ελπίδες, βέβαια, εκ των υστέρων αποδείχθηκαν φρούδες.

Παρόλα αυτά όλοι είχαν προσδοκίες και επικρατούσε ένα αγωνιστικό, πατριωτικό πνεύμα, σχεδόν εορταστικό. Αυτές τις μάταιες προσδοκίες είναι που μπερδεύει ο ήρωας μας με την επανάσταση του 1878 στην Θεσσαλία, καθώς όταν μαθαίνει ότι ο στρατός έχει βγει εκτός συνόρων, ο ίδιος νομίζει πως οδηγείται προς την κυρίευση της Πόλης.

Από έναν γείτονά του μαθαίνει την επόμενη μέρα πως ο στρατός αυτός, που προχωρούσε στην κατάκτηση της Θεσσαλίας, γυρνούσε πίσω στη Λαμία, κάτι που αποτέλεσε γι αυτόν ένα τελειωτικό χτύπημα.

Είναι χαρακτηριστικός ο ρεαλισμός του Μητσάκη, όσον αφορά την περιγραφή χώρων. Στο διήγημα περιγράφεται το σπίτι του ήρωα Γεώργιου Σαράντη, η ταβέρνα που συναντιούνται, τα πρόσωπα και το γενικότερο κλίμα της εποχής. Εκεί όμως είναι που μπαίνει και ο νατουραλισμός, καθώς όλες αυτές οι περιγραφές μας δίνονται αποτυπωμένες πολύ ωμά.

Η ταβέρνα περιγράφεται ως ένα μέρος σκοτεινό, υπόγειο και βρώμικο και ο εργάτης εκεί περιγράφεται ως ένας εξαθλιωμένος “υπηρέτης”. Η γέννηση στο σπίτι του Σαράντη αποδίδεται ως “σκηνή νεκρικού θαλάμου”, οι άνθρωποι περιγράφονται συνήθως εξωτερικά ως άσχημοι και εσωτερικά ως πνεύματα αλυσοδεμένα σε ανωφελείς αντιλήψεις.

Η έντονη και σκληρή κριτική του νατουραλισμού δεν λείπει απ’ το διήγημα, στο οποίο ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός και με μηδενική εστίαση, ένας αφηγητής που γνωρίζει τα πάντα και κριτικάρει τους αλλόκοτους ήρωες με τις αφελείς τους σκέψεις που με τις πράξεις τους πέφτουν πάντα θύματα απάτης και πλεκτάνης.

Όσον αφορά τον ίδιο τον συγγραφέα, φαίνεται να μην ασπάζεται ιδεολογικά τη μανία με το έθνος, αφού ως αφηγητής-κριτής χλευάζει αυτές τις ιδέες και τις θεωρεί ανόητες και παράλογες, απόψεις ανθρώπων που δεν έχουν κάποιο μορφωτικό επίπεδο αλλά ανήκουν στους λαϊκούς και καθημερινούς τύπους μιας μάζας που παρασύρεται συνεχώς απ’ τις προκαταλήψεις της.

Επίσης, δεν φαίνεται να λοιδορεί τον όχλο της εποχής του επειδή κυνηγά μια ανώτερη ποιοτικά ζωή, αλλά επειδή την κυνηγά με εντελώς λάθος και γελοίο τρόπο.

Διαβάστε επίσης

Close