Να 'ταν λέει αυτός ο Ήλιος που θα βγει το πρωί ένας Ήλιος μάγκας

Να ‘ταν λέει αυτός ο Ήλιος που θα βγει το πρωί ένας Ήλιος μάγκας

Να ‘ταν λέει αυτός ο Ήλιος που θα βγει το πρωί ένας Ήλιος μάγκας.
Να μας έβλεπε χαρούμενους και ξένοιαστους να τραγουδάμε σαν φοιτητές σε φτηνό ταβερνάκι με την σιγουριά πως ο κόσμος θα αλλάξει.

Να κατέβαινε λέει εκεί κάτω από την κληματαριά της Λένας να έπινε ένα ποτηράκι μαζί μας και να μας ζέσταινε βαθιά μέχρι να λιώσουν όλοι οι πάγοι απ τη ψυχή μας, να τσουρούφλιζε με τις παιχνιδιάρικες αχτίδες του όλους του εφιάλτες μας.

Να βγαίναν τα παλιά μας όνειρα στη σειρά και να ρίχναν μεσημεριάτικα ένα ζωηρό χασαποσέρβικο,λεβέντικο και γρήγορο και συ ζαλισμένη να με ρωτάς αν έχουμε λεφτά για ένα κρασί ακόμα.

Να σπάγε ο Σατανάς το πόδι και το χέρι και τα τριζάτα κέρατά του, όσα κι αν είχε, να σούρωνε κι αυτός απ την ανεμελιά μας και όπως θα γλυκόγερνε νυσταγμένος πάνω στην καρέκλα του να του κλέβαμε τα κλειδιά και να λευτερώναμε όλους τους κολασμένους. να τους κερνούσαμε κι αυτούς κρασί και φρούτα δροσερά κι υστερα όλοι μαζί να δέναμε πισθάγκωνα το γεροδιάολο με το Χάρο και μπροστά στ’ ανήμπορα κουφάρια τους να καίγαμε στη πιο δυνατή φωτιά του κάτω κόσμου τους φόβους και τα πρέπει μας.

Μετά θα βγάζαμε τα πουκάμισα θα τα ματίζαμε και θα τα κάναμε πανί για ένα καράβι, θα μας έπαιρνε και θα μας πήγαινε γραμμή στην Παράδεισο, εκεί να δεις γλέντι που λές, οι ψαλτάδες να ξέρεις ρίχνουν τους καλύτερους αμανέδες μπαιλντισμένοι απ όλες τις αμαρτίες που δεν κάνανε για να κερδίσουν την ηρεμία και την γαλήνη, θα βγάζανε καημό μεγαλύτερό απ τους αμαρτωλούς, βλέπεις το παράπονο είναι πιο δυνατό από τις τύψεις και συ όλο θα με ρωτάς που είμαστε και αν βλέπουμε τα ίδια σύννεφα.

Τα αγγελούδια θα πάρουν πινέλα και μπογιές και θα βάψουν τη Μοναξιά με χίλια χρώματα κι οι Μοίρες από γριές θα γίνουν κοπελιές με ατλαζένια φορέματα. Οι Άγιοι θα μοιράζαν λεει φωτοστέφανα στους ποιητές και όλοι μαζί θα ρίχναν σε ένα βαθύ πηγάδι άπατο το Άυριο και το Μετά και συ θα μάζευες όλου του κόσμου τα δάκρυα και θα τα πήγαινες στο Χριστό να τα ξανακάνει κρασί γλυκό μην τύχει και ξεμεθύσουμε.

Μετά θα ψαχούλευες τις πληγές μου και τις τσέπες μου και θα έβρισκές πάλι έναν χρυσό κύκνο να φορέσεις στο λαιμό σου και θα ψιθύριζες το μαγικό ξόρκι αυτός ο Ήλιος να μη φύγει ποτέ για τη δύση.

Παναγιώτης Τοπαλίδης

Διαβάστε επίσης

Close