Νίκος Καββαδίας: Γυναίκα

Νίκος Καββαδίας: Γυναίκα

«Στον Αντώνη Μωραΐτη»

Χόρεψε πάνω στο φτερὸ του καρχαρία.
Παίξτε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.
ΑλλοΎ σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία.
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.

Απὸ παιδὶ βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου.
Μία τσιμινιέρα στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστὰ μαλλιά μου
για μία στιγμὴ αν με λύγισε, σήμερα δε με ὁρίζει.

Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.
Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξανάπαμε αρόδο.
Ποιος σκύλας γιος μας μούτζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι
που γέροι και μικρὰ παιδιὰ μας πήραν στο κορόιδο;

Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φεγγάρι.
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη, αμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι
πρώτη φορά, σε μία σπηλιά, στην Ἀλταμίρα.

Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγὼ που μ᾿ είδες.
Στην άμμο πάνω σ᾿ είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες.

Το τείχος περπατήσαμε μαζὶ το Σινικό.
Κοντά σου ναύτες απ᾿ την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.
Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιὰ στο Γρανικὸ
έχυνες λάδι στις βαθιὲς πληγὲς του Μακεδόνα.

Πράσινο. Αφρός, θαλασσινὸ βαθὺ και βυσσινί.
Γυμνή. Μονάχα ένα χρυσὸ στη μέση σου ζωστήρι.
Τα μάτια σου τα χώριζαν εφτὰ Ισημερινοὶ
μες στου Giorgione το αργαστήρι.

Πέτρα θα του ῾ριξα και δε με θέλει το ποτάμι.
Τι σου ῾φταιξα και με ξυπνάς προτού να φέξει.
Στερνὴ νυχτιὰ του λιμανιού δεν πάει χαράμι.
Αμαρτωλὸς που δε χαρεί και που δε φταίξει.

Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα.

Ινδικὸς Ωκεανὸς 1951
συμπεριλήφθηκε στη μεταθανάτια συλλογή του Νίκου Καββαδία, Τραβέρσο (Κέδρος, Αθήνα, 1975).

Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Κάπλα

Διαβάστε επίσης

Close