Ο έρωτας δεν είναι επέτειος

Ο έρωτας δεν είναι επέτειος

«Έρως ανίκατε μάχαν,…
Σ’ ουτ’ αθανάτων φύξιμος ουδείς ουθ’ αμερίων σε γ’ ανθρώπων, ο δ’ έχων μέμηνεν.»

(Έρωτα ανίκητε στη μάχη,…
Να σ’ αποφύγει εσένα δεν μπορεί ούτε θνητός κανείς ούτε αθάνατος κι αυτόν που τον κατέχεις τον τρελαίνεις).

Έτσι τραγούδησε ο Σοφοκλής τον Έρωτα, «το μέγιστο ανάμεσα στους νόμους»…και «αλλοίμονο μ’ εμάς παίζει η Αφροδίτη, θεά που δεν μπορεί κανείς να τη νικήσει». «…Ο Έρωτας, που είναι ο πιο ωραίος ανάμεσα στους αθάνατους θεούς, και όλων των θεών και όλων των ανθρώπων δαμάζει μες στα στήθη τους τη γνώση και τη φρονιμάδα» η παρακαταθήκη του Ησίοδου στη «Θεογονία».

Και «δια του Έρωτος συνέρχονται εις εν άπαντα» θεωρούσε ο Εμπεδοκλής. «Ο έρωτας που κινεί τον ήλιο και τα άλλα άστρα» (L’ amorchemoveilsoleel’ alterstele), έγραψε ο Ντάντε Αλιγκέρι.

«Υιόν του Πόρου και της Πενίας», μας τον παραδίδει ο Πλάτων στο «Συμπόσιο» και «Δαίμονα» τον αποκαλεί. Θεός και δαίμονας, λοιπόν, και ανατροπέας της καθημερινότητάς μας. Για τούτο και οι άνθρωποι τον φοβούνται. Πώς να αντέξουν το πάθος; Πώς να αντέξουν την τραγικότητα του Έρωτα;

Διότι ο Έρωτας δεν είναι μόνον έκσταση και άφατη ευτυχία. Είναι και ευτελισμός και φυλακή. Ο Έρωτας εν τέλει είναι βίωμα, «ιερή μανία» και «νιρβάνα», είναι ο αναβαθμός και η πτώση μας. Και παρά τους φόβους μας αναπότρεπτη η βίωσή του.

Ο Έρωτας δεν κήρυξε ποτέ δόγματα, δεν αναζήτησε μαθητές και οπαδούς, δεν προσπάθησε να προσηλυτίσει κανένα, οικιοθελώς προσεχόμαστε σ’ αυτόν με σεβασμό και πάθος, παρακινούμενοι από την έμφυτη ανάγκη για συνεύρεση, για συν-ουσία.. Δεν ίδρυσε καμιά θρησκεία, δεν έκανε ποτέ προπαγάνδα, δε συνεργάστηκε με καμιά εξουσία για να επιβληθεί και να επικρατήσει, δεν απαίτησε ποτέ την επέτειό του-της μιας μέρας τη γιορτή του.

Ο Έρωτας δεν είναι δώρα- άδωρα επετειακά αμπαλαρισμένα με κόλλες χρυσαφιές και κορδελίτσες και δεν είναι καρδουλίτσες γλυκερές- υποκατάστατα που μας βγάζουν από την ετήσια υποχρέωσή μας.

Στις μέρες μας, δυστυχώς, τον Έρωτα τον αποθέσαμε στο μαυσωλείο των συναισθημάτων και τον ανασύρουμε επετειακώς για να (τάχα) τον τιμήσουμε ξορκίζοντας τις ενοχές μας. Υποτιμήσαμε την αξία του, καθώς υιοθετήσαμε την εκχυδαϊσμένη του μορφή τη βασισμένη στην ταχεία αποκόμιση ηδονής, ήτοι ταυτίσαμε τον Έρωτα με το sex και τον μετατρέψαμε σε άνυδρο σεξουαλισμό.

Ανακαλύψαμε, βλέπεις άλλα «ιερά» κι άλλες «αξίες» κυριευμένες από το άγχος για το ματαιόδοξο: τον πλουτισμό, την επαγγελματική και κοινωνική μας ανέλιξη πατώντας επί «πτωμάτων», την πρόσβαση στην εξουσία, τη φήμη (χυδαία δημοσιότητα), την αγοραπωλησία με κανόνες εμπορίου, τον αγοραίο σεξουαλισμό ως δήθεν ελευθερία επιλογής συντρόφου. Δυστυχώς ο Έρωτας βιώνεται ως στείρα ηδονή και χάθηκε η ομορφιά του.

Στην εποχή μας, στην εποχή της τεχνολογίας, όπου φαίνεται να κατακερματίζονται όλοι οι κοινωνικοί δεσμοί, ο Έρωτας περισσότερο από κάθε άλλη σχέση με τον άλλον εμφανίζεται ως μια έντονη λατρεία της υποκειμενικότητας ήτοι έμπλεος ιδιοτέλειας και ναρκισσισμού.

Αλλά όπως μας λέει ο ιταλός φιλόσοφος Ουμπέρτο Γκαλιμπέρτι: «Ο Έρωτας δεν είναι αναζήτηση της δικής μας μυστικής υποκειμενικότητας, που δεν κατορθώσαμε να βρούμε στον κοινωνικό μας βίο. Ο Έρωτας είναι μάλλον η απαλλοτρίωση της υποκειμενικότητας…Τι είναι αυτή η αμοιβαία επιθυμία των εραστών, που γυρεύουν και αγγίζουν ο ένας τον άλλον, αν όχι μια απόπειρα να υπερβούν το «είναι» τους με την ελπίδα ότι θα φτάσουν σε κείνη την ηθική κορυφή που είναι η αληθινή επικοινωνία;

Ο Έρωτας δεν μπορεί να είναι η αναζήτηση του εαυτού που περνάει μέσα από την εργαλειοποίηση του άλλου. Πρέπει να είναι η άνευ όρων παράδοση του εαυτού μας στην ετερότητα που προκαλεί ρωγμές στην ταυτότητά μας, όχι για να ξεφύγουμε από τη μοναξιά μας, αλλά για να ανοίξουμε την ταυτότητά μας σε αυτό που εμείς δεν είμαστε».

Μην αφήνουμε τον Έρωτα γυμνό και απροστάτευτο. Ας τον βιώσουμε ως μέγιστη ευτυχία και ως μέγα πόνο. Ναι, και ως πόνο, «δεν έμαθες τον έρωτα και ξέρεις από πόνο;», λέει μια τούρκικη παροιμία. Ας παραχωρήσουμε στον Έρωτα αυτό που του αναλογεί στην κάθε μας στιγμή. Ας τον επαναφέρουμε από την εξορία στην οποία οι λογής έμποροι, εξουσιαστές και εξουσιολάγνοι, μας εξανάγκασαν (και με δική μας ευθύνη) να τον στείλουμε.

Γράφει ο Γιάννης Π. Τζήκας

Διαβάστε επίσης

Close