Ο μύθος του Έρωτα και της Ψυχής

Ο μύθος του Έρωτα και της Ψυχής

Τα πολύ παλιά χρόνια υπήρχε μια μεγάλη, δυνατή και πλούσια πολιτεία όπου ζούσαν ένας ευτυχισμένος βασιλιάς με τη βασίλισσα και τις τρεις κόρες τους.

Η μικρότερη που την έλεγαν Ψυχή, ήταν τόσο όμορφη που την παρέβαλαν με τη θεά της ομορφιάς, την Αφροδίτη. Κάθε άντρας που την αντίκριζε θαμπωνόταν από την ομορφιά της και έπεφτε στα γόνατα να την προσκυνήσει, σάμπως να είχε μπροστά του την αφροαναδυόμενη θεά Αφροδίτη.

Καθώς ο καιρός περνούσε όλοι πίστεψαν πως η Ψυχή ήταν η ίδια η θεά που άφησε στον λαμπρό Όλυμπο τον λαμπερό της θρόνο και ήρθε στη γη να κατοικήσει με τους θνητούς. Τα ιερά της θεάς ερημώθηκαν.

Ούτε ένας πιστός δεν ερχόταν πια στην Πάφο, στην Κνίδο ή στα Κύθηρα για να προσευχηθεί και να θυσιάσει στη θεά του έρωτα. Ο κόσμος που πριν λάτρευε τη θεά σαγηνεύτηκε απ’ της θνητής την ομορφιά.

Έτσι εγκατέλειψε τη θεά και στράφηκε στη Ψυχή κι αυτήν λάτρευε και προσκυνούσε. Η θεά ταράχτηκε από των θνητών την ασέβεια, δε μπορούσε να αντέξει την προσβολή και πήρε την απόφαση να εκδικηθεί.

Γι’ αυτό πρόσταξε τον γιο της, τον σαιτοβόλο Έρωτα να χτυπήσει με τα βέλη του, που γλυκό πόνο φέρνουν στην καρδιά κάνοντας την να χτυπάει δυνατά και παράξενα και μουδιάζουν του σώματος τα μέλη, την αντίζηλό της και να την κάνει παράφορα να αγαπήσει τον πιο ασήμαντο άνθρωπο, τον πιο περιφρονημένο όλου του κόσμου.

Όπως συχνά γίνεται, η ομορφιά της Ψυχής έγινε η αιτία να αισθάνεται δυστυχισμένη γιατί όλοι οι νέοι σαν την αντικρίζανε έμεναν μαγεμένοι από τη χάρη της και κανείς δεν αποφάσιζε να τη ζητήσει για γυναίκα του. Έτσι τα κάλλη της έμεναν ατρύγητα, το κορμί της αγκάλιαστο, τα χείλη της αφίλητα και η καρδιά της άδεια.

Οι δυο αδελφές της είχαν από καιρό παντρευτεί στα ξένα και η Ψυχή μόνης το παλάτι, έκλαιγε την άδικη μοίρα της και καταριόταν την ομορφιά της. Ο βασιλιάς-πατέρας της σαν είδε ότι κανένας νιος δεν αποφάσιζε να πάρει για γυναίκα του την ομορφοθυγατέρα, απελπίστηκε και κατέφυγε στο μαντείο τηε Μιλήτου, να ρωτήσει τον Απόλλωνα για την τύχη της κόρης του που μαράζωνε κλεισμένη στην κάμαρά της.

Ο θεός έδωσε σκληρή και αλλόκοτη απάντηση στον γεροβασιλιά… Του μήνυσε να οδηγήσει την αφροδιτόμορφη θυγατέρα στην πιο ψηλή ενός μακρινού και παντέρημου βουνού, νυφοστολισμένη σαν να ήτανε να κάνει του γάμου τη χαρά της στο σκοτεινό τον Άδη.

Στην κακοτράχαλη κορυφή θα συναντούσε το γαμπρό που ήταν το ριζικό της να γίνει της ζωής της σύντροφος. Το ταίρι της θα ήταν ένα πελώριο φτερωτό φίδι, τρομαχτικό στην όψη που ακόμα καις το βασιλιά των θεών, τον βροντορίχτη Δία προκαλούσε τον φόβο και τον τρόμο.

Λύγισαν τα γόνατα του έρημου πατέρα σαν άκουσε το χρησμό του Φοίβου, ήταν σαν να τον χτύπησε ο γιος του Κρόνου με τον κεραυνό του. Μα άλλη επιλογή δεν είχε. Μπορούσε να αντιταχτεί στο θέλημα των Ολυμπίων;

Έτσι γύρισε στο παλάτι και άρχισαν του μαύρου γάμου τις ετοιμασίες. Γονείς και λαός, αντί να τραγουδούν τα χαρούμενα γαμήλια τραγούδια, συνόδεψαν την άτυχη κόρη με θρήνους και μοιρολόγια που αντιλαλούσαν στις πλαγιές του βουνού.

Ακόμη και τα άγρια θηρία δάκρυζαν, ενώ του ουρανού τα πετεινά έσμιγαν το πένθιμο κελάδημα τους με των ανθρώπων τον θρήνο. Σαν έφτασαν στην κορυφή με αναφιλητά χαιρέτησαν τη θλιμμένη κόρη, που αντί από χαρά να κλαίει, στα μάγουλα της δάκρυα απελπισίας κι απόγνωσης κυλούσαν και πήραν της επιστροφής το δρόμο, αφήνοντας μόνη και έρημη τη Ψυχή.

Τότε δροσερός και μυρωδάτος Ζέφυρος φύσηξε, την ανασήκωσε στην ανάλαφρη αγκάλη του και ταξιδεύοντας πάνω από χλωροσκέπαστες στεριές και χρυσόλαμπρες θάλασσες, την έφερε και την απίθωσε μέσα σε έναν μαγεμένο κήπο, όπου χανόταν το μάτι σου, χωρίς να μπορεί να διακρίνει αρχή και τέλος.

Σαστισμένη σεργιάνιζε στον κήπο η Ψυχή μένοντας έκθαμβη από την ομορφιά της φύσης, οπότε πίσω από κάποια δέντρα πρόβαλε ένα ολόχρυσο παλάτι που όμοιο του δεν είχε ξαναδεί σε όσα βασίλεια πήγε μαζί με τους βασιλογονιούς της. Ούτε φρουρούς διέκρινε να το φυλάγουν, ούτε υπηρέτες να μπαινοβγαίνουν.

Με σφιγμένη από τον φόβο καρδιά μπήκε από την ανοιχτή κεντρική θύρα κι άρχισε να τριγυρίζει θαυμάζοντας τη διακόσμηση, τους πίνακες με τα θαυμαστά χρώματα που φάνταζαν ζωντανοί, τα ομορφοσμιλεμένα αγάλματα. Καθώς άρχισε να αναγαλλιάζει και σαν άχνη να σκορπίζει ο φόβος άκουσε μια φωνή δίχως να καταλαβαίνει από που προερχόταν:

«Καλωσόρισες κυρά μου. Όλα όσα αποθαυμάζεις είναι δικά σου. Ας μη σκιάζεται η καρδιά σου! Ηρέμησε, νιώσε πως είσαι αρχόντισσα στο παλάτι σου και κάθισε να ξαποστάσεις! Όταν της κούρασης φύγει το βάρος και θελήσεις να νοιαστείς για της ομορφιάς σου την φροντίδα, χτύπα το χρυσό γλυκόλαλο κουδούνι και θα προστρέξουν πρόθυμοι υπηρέτες, που για σένα αόρατοι θα είναι, μα με χαρά κάθε επιθυμία σου θα ικανοποιήσουν…».

Σαν έφυγε από τα μέλη της η κούραση και το σφίξιμο της καρδιάς, πήρε το κουδουνάκι που στη λαβή από ελεφαντόδοντο ήταν σμιλεμένο το σφιχταγκάλιασμα ενός νεαρού ζευγαριού και στο μαγευτικό κουδούνισμά του ένιωσε την παρουσία πρόθυμων και χαρούμενων υπηρετών που όμως δεν μπορούσε να τους δει.

Αυτοί πραγματικά έκαναν ό,τι μπορούσαν για να την περιποιηθούν. Τη βοήθησαν να λούσει τα εβένινα μαλλιά της, να πλύνει στην αλαβάστρινη μπανιέρα όπου έπλεαν μυρωδάτα φυτά κι αιθέρια λάδια το κορμί της και να βάλει εξωτικά αρώματα.

Νέα ολομέταξα φορέματα, χρυσοκεντημένα, που όμοια τους δεν είχε ξαναδεί, την περίμεναν για να ντυθεί. Μετά την οδήγησαν σε πλούσιο τραπέζι όπου γεύτηκε τα νοστιμότερα φαγητά και φρούτα, ολόχρυσα κηροπήγια με κεριά που σκόρπιζαν του μελιού το άρωμα φώτιζαν την τραπεζαρία, ενώ θεσπέσια μουσική έβγαινε από τις χορδές μιας άρπας και μιας λύρας και μια αγγελική φωνή υμνούσε του έρωτα τις χαρές και των νέων τον πόθο.

Κι αφού ευφράνθηκε το σώμα και η ψυχή της κόρης, οι αόρατοι υπηρέτες την πήγαν στο νυφικό θάλαμο με το κρεβάτι αό μυρωδάτο τριανταφυλλόξυλο και τις αλαβάστρινες γωνίες και σκαλιστές φιγούρες που το σκέπαζαν σεντόνια από το καλύτερο βαμβάκι της γης και ολομέταξες κουβέρτες με σχεδιασμένη νυφική άμαξα και το νέο ζευγάρι χαρούμενο, την οποία έσερναν κύκνοι και συνόδευαν γερανοί και χελιδόνια.

Σαν έπεσε στα απαλά σκεπάσματα η Ψυχή κι έσβησαν όλα τα φώτα κι απλώθηκε απόλυτο σκοτάδι ένιωσε να ξαπλώνει δίπλα της ο άγνωστος άντρας της. Εκεί μέσα στο βαθύ σκοτάδι ένιωσε τον ερωτικό του πόθο στον οποίο αφέθηκε και έγινε δική του.

Μα πριν ξημερώσει και ο ήλιος σκορπίσει το μαύρο του σκοτάδι για να δει τον σύντροφο της η Ψυχή, αυτός χάθηκε από κοντά της. Τα ίδια επαναλήφθηκαν και την επόμενη ημέρα, οι υπηρέτες πρόθυμα την υπηρετούσαν όλη τη μέρα φροντίζοντας να έχει ό,τι επιθυμούσε.

Τη νύχτα ήρθε, σαν απλώθηκε το σκοτάδι, ο άγνωστος σύντροφος χαρίζοντας της την ερωτική ευτυχία και το πρωί πριν ξημερώσει μυστηριωδώς εξαφανίστηκε. Η ζωή συνεχίστηκε με τον ίδιο τρόπο και τον πρώτο καιρό ήταν ευχαριστημένη η Ψυχή.

Στο πατρικό όμως παλάτι οι γονείς της βασισμένοι στον χρησμό του θεού πίστευαν πως η ροδομάγουλη θυγατέρα τους είχε σαν ταίρι το τρομερό φίδι και έτσι ήσαν μέσα στο πένθος, το θρήνο και την απελπισία. Είχαν προστρέξει να τους παρηγορήσουν οι άλλες δυο κόρες, μα μάταια.

Στο μεταξύ και η Ψυχή άρχισε να νιώθει μοναξιά, να μην έχει έναν άνθρωπο να ανταλλάξει δυο λόγια, να μάθει νέα του έξω κόσμου, των δικών της. Ένιωσε δυστυχία, να είναι ολομόναχη στο παλάτι όλη τη μέρα παρέα με αόρατα πνεύματα που τη φρόντιζαν χωρίς να αισθάνεται τη ζεστασιά από την παρουσία τους και το βράδυ να πλαγιάζει και να γεύεται την αγκαλιά και τα χάδια κάποιου που ούτε το πρόσωπο του δεν είχε δει.

Δεν άντεξε τη μοναξιά, την πήραν τα δάκρυα και πάνω στα χάδια με τον άντρα της τον παρακάλεσε να της επιτρέψει να μηνύσει στις αδελφές της να έρθουν για λίγο καιρό, να τις δει που τις είχε επιθυμήσει και να της κρατήσουν συντροφιά. Ο άντρας της που την αγαπούσε, της έδωσε την άδεια μα της έβαλε έναν ορό:

«Μπορείς να τις δεχτείς και να τις φιλοξενήσεις, μπορείς να τους δωρίσεις ό,τι θελήσουν από τα υπάρχοντα μας, μα να είσαι προσεκτική. Μη σε πλανέψουν με τα λόγια τους και θελήσεις να με αντικρίσεις στο φως γιατί για πάντα θα με χάσεις και η δυστυχία θα σου πλακώσει τη ζωή».

Η Ψυχή που στο μεταξύ αγάπησε τον μυστηριώδη άντρα της, υποσχέθηκε στον αγαπημένο της να σεβαστεί την επιθυμία του. Άλλωστε στα σπλάχνα της έφερνε τον καρπό του ερωτά τους και από τη στάση της θα εξαρτιόταν η φύση του παιδιού τους.

Αν τηρούσε την υπόσχεση, το παιδί που θα γεννιόταν θα ήταν αθάνατο χωρίς να αντικρίσει του Άδη τα μαύρα Τάρταρα, αν όμως δεν την τηρούσε θα ήταν θνητό και ο Ψυχοπομπός θα οδηγούσε την ψυχή του στα Τάρταρα ενώ η υγρή γη θα δεχόταν το σώμα του.

Μετά από μέρες οι αδελφές της Ψυχής ανεβήκαν στην κορυφή του βουνού οπού την οδήγησαν νυφοστολισμένη, βορά του αποτρόπαιου φιδιού, ώστε με κλάματα να πνίξουν τον καημό από το χαμό της αγαπημένης αδελφής. Έλυσαν τα μακριά μαλλιά και τα τραβούσαν θρηνώντας, οπότε μέσα στους θρήνους άκουσαν αγαπημένη φωνή.

Ήταν η Ψυχή που τις καλούσε σιμά της. Φύσησε πάλι ο Ζέφυρος κι ανάλαφρα τις έφερε στο παλάτι της αδελφής τους. Μ’ ανείπωτη χαρά αγκαλιάστηκαν και τώρα τα τρυφερά τους μάγουλα βραχήκαν από χαράς δάκρυα. Έκατσαν αρκετές μέρες λέγοντας όλα τα νέα και αφού την χόρτασαν τα ματιά τους, πήραν του γυρισμού το δρόμο με του Ζέφυρου τη δροσερή πνοή.

Οι επισκέψεις πύκνωσαν μα σε κάθε επίσκεψη και ο φθόνος μεγάλωνε για της αδελφής την ευτυχία και τους αναρίθμητους θησαυρούς που είχε στη διάθεση της. Στους γέρους γονείς μιλιά δεν είπαν για την τύχη της Ψυχής, αφήνοντας τους να πιστεύουν πως η στερνοθυγατέρα τους είχε από καιρό πεθάνει.

Φθόνος ανάβλυσε από τα εσώψυχα τους και σκέψεις για να κάνουν κακό στην αδελφή τους θόλωναν το μυαλό τους. Στιγμή δεν σταμάτησαν να ρωτούν για τον άγνωστο γαμπρό τους. Η Ψυχή στο τέλος αναγκάστηκε ψέμα να επινοήσει πως τάχα ο αγαπημένος της ήταν ένας πανώριος νέος, σαν ήρωας δυνατός που ζωσμένος τη φαρέτρα με τις αστόχαστες σαΐτες του παρέα με τα πιστά του κυνηγόσκυλα, ολημερίς στα βραδύσκιωτα δάση κυνηγούσε, φέρνοντας νόστιμο φαγητό, για τη γυναίκα που στα σπλάχνα της το παιδί τους κυοφορούσε.

Αυτό φούντωσε πιότερο τον πόθο στις αδελφές που είχαν παντρευτεί γέρους κι ανήμπορους βασιλιάδες ανικάνους να τις κάνουν να χαρούν του έρωτα τη φλόγα. Ο σύντροφος της Ψυχής έχοντας θεία καταγωγή καταλάβαινε τις σκοτεινές διαθέσεις των αδελφών της αγαπημένης του και επαναλάμβανε τις προειδοποιήσεις για την ανεπανόρθωτη καταστροφή που θα προκαλούσε η παράβαση της εντολής του.

Κάποτε, που οι αδελφές επέμεναν να μάθουν λεπτομέρειες για τη ζωή της Ψυχής με τον άντρα της αυτή ξεχάστηκε και τους είπε αλλά. Είπε, τάχα, πως ο άντρας της ήταν ηλικιωμένος κι ασχολιόταν με το εμπόριο έχοντας μια μεγάλη επιχείρηση στην κοντινή επαρχία.

Καθόλου δεν έπεισε το νέο ψέμα τις αδελφές της κι αυτές την πίεσαν φορτικά να τους αποκαλύψει την αλήθεια. Τότε αυτή δεν βάσταξε και τους είπε πως ποτέ δεν είχε αντικρύσει το πρόσωπο του συντρόφου της. Τρόμαξαν με την αποκάλυψη οι αδελφές και έφεραν στο νου τους την μαντεία για το φίδι.

Έτσι την έπεισαν πως ο άγνωστος άντρας που δε φανερωνόταν ήταν το τρομερό φίδι που προφήτεψε ο Απόλλωνας και δεν είχε καλό σκοπό. Περίμενε να γεννηθεί το παιδί του και μετά θα την έτρωγε. Για να γλιτώσει από τον βέβαιο θάνατο μόνο ένας τρόπος υπήρχε.

Ένα βράδυ, που ο ύπνος θα του είχε σφαλίσει τα ματιά, αφού θα είχε κρυμμένο ένα κοφτερό μαχαίρι στο κρεβάτι, να ανάψει το λυχνάρι και να κόψει μονομιάς το κεφάλι του τρομερού τέρατος. Σα σφοντύλι στριφογύριζε η σκέψη στης Ψυχής το απονήρευτο μυαλό.

Τη βασάνιζε από τη μια η ιδέα της παρακοής και η αποτρόπαια πράξη του φονικού κι από την άλλη η ιδέα το τρυφερό κορμί της να βρεθεί στο πνιγερό στομάχι του τέρατος. Σκεφτόταν και το αγγελούδι που θα γεννιόταν και θα του έλειπε το τρυφερό μητρικό χάδι, ενώ θα ήταν αναγκασμένο να ζήσει στο τερατώδες περιβάλλον του πατέρα του.

Έτσι πήρε την απόφαση να χτυπήσει πρώτη. Ένα βράδυ αφού καμώθηκε την πολύ ερωτευμένη και τον μάγεψε με τα χάδια της αυτός έγειρε να κοιμηθεί από τη γλυκιά του έρωτα κούραση, οπότε αυτή σηκώθηκε και άναψε το λυχνάρι.

Ω, θεοί, τι αντίκρισαν τα μάτια της! Ο ωραιότερος άντρας της γης ήταν ξαπλωμένος γυμνός δίπλα της. Στα πόδια του κρεβατιού ήσαν ριγμένα ένα τόξο, η φαρέτρα και τα βέλη. Μπροστά της ήταν ο ίδιος ο Έρωτας, ωραιότερος και από την εικόνα που είχε σχηματίσει στη νεαρή φαντασία της, ακόμα πιο θεσπέσιος από το καλύτερο άγαλμα του.

Σαν χαμένη πήγε να περιεργαστεί τα ξακουστά τα σύνεργα του. Ξαφνικά τρυπήθηκε στο δάχτυλο από μια σαΐτα κι ένας παράφορος έρωτας για τον πανέμορφο άντρα της την κατέλαβε. Ο πόνος την έκανε να συνέλθει και να καταλάβει την παρακοή της.

Πικρά μετάνιωσε για την ανέντιμη πράξη της κι έσυρε το μαχαίρι που προόριζε για το φονικό, προσπαθώντας να αυτοκτονήσει, σαν τιμωρία της μωρίας της. Μάταια η προσπάθεια της, το μαχαίρι γλίστρησε από το χέρι και έπεσε κάτω από το κρεβάτι. Αποσβολωμένη κοίταζε τον Έρωτα, τον άντρα της που πρόδωσε και τα χέρια της έτρεμαν.

Τότε χύθηκε μια σταγόνα καυτό λάδι του λυχναριού στο γυμνό ώμο του άντρα που πετάχτηκε πάνω αλαφιασμένος από τον πόνο.

Σαν είδε την αγαπημένη του, κατάχλομη να τον βλέπει μέσα από τα δάκρυα της, που σαν διαμάντια λαμποκοπούσαν στο φως του λυχναριού, ένιωσε να αδειάζουν τα σπλάχνα του, θλίψη τον συνεπήρε, έδωσε μια με τις πουπουλένιες φτερούγες του να φύγει μακριά μα μόλις που πρόφτασε να γαντζωθεί γεμάτη απελπισία, στο ένα του πόδι η Ψυχή, και να πάρει τα ύψη μαζί του μέσα στα κατάλευκα σύννεφα.

Μα η κούραση την εξάντλησε, τα χεριά της γλίστρησαν και άρχισε να πέφτει. Ο Έρωτας, που εξακολουθούσε να την αγαπάει, παρακάλεσε τον αγέρα κι αυτός την απίθωσε αργά – αργά, χωρίς να πάθει τίποτα. Μετά κατέβηκε πιο κάτω, στάθηκε στην κορυφή κοντινού ψηλόλιγνου κυπαρισσιού και με παράπονο της είπε:

«Σε είχα προειδοποιήσει όμως εσύ μ’ αψήφησες. Γιατί έδειξες τόση αχαριστία; Γι’ αυτή τη μωρία, τίναξες όλη την ευτυχία σου στον αέρα. Τώρα γεύσου τον καρπό της αχαριστίας σου». Λέγοντας αυτά πέταξε μακριά και χάθηκε στα ύψη. Πάνω στην απελπισία της η Ψυχή ρίχτηκε στ’ αφρισμένα νερά ενός ποταμού να πνιγεί.

Εκείνος ευθύς γαλήνεψε, την σήκωσε απαλά πάνω στα νερά του και ήρεμα την άφησε πάνω στην πυκνή τη χλόη που’ χε φυτρώσει διπλά στην όχθη του. Παραμερίζοντας τα βρεγμένα μαλλιά που της σκέπαζαν το πρόσωπο, είδε να στέκεται μπροστά της ο μεγάλος θεός Παν, που ήρθε να την παρηγορήσει.

Της έδωσε θάρρος για τη ζωή και την μετάπεισε να συνεχίσει να ζει, βάζοντας σαν στόχο να ξανακερδίσει την αγάπη του Έρωτα. Έτσι από κείνη τη στιγμή η Ψυχή είχε ένα σκοπό στη ζωή της, να ξαναβρεί και πάλι την χαμένη ευτυχία της. Μα πρώτα έπρεπε να τιμωρήσει τις ζηλιάρες και φθονερές αδελφές της που την παρέσυραν σε αυτή την προδοσία.

Πιάνει πρώτα τη μεγαλύτερη, που πρωτοστάτησε στην απάτη και της είπε πως τάχα, ο Έρωτας την εγκατέλειψε γιατί του άρεσε περισσότερο η επισκέπτρια αδελφή και ήταν έτοιμος να την παντρευτεί. Τότε αυτή παράτησε τον άντρα της και την οικογένεια τους, λέγοντας ψέματα πως πέθαναν οι γονείς της και τράβηξε στη γνωστή κορφή του βουνού.

Πήδησε από έναν βράχο, πιστεύοντας πως ο Ζέφυρος και πάλι θα την ανασήκωνε κι έτσι γκρεμίστηκε βάφοντας τα βράχια με το αίμα της. Την ιδία τύχη είχε και η δεύτερη αδελφή, κομματιάζοντας το κορμί της στους αιχμηρούς βράχους που έγινε τροφή των αρπαχτικών πτηνών. Αφού τιμώρησε αυτές που έγιναν η αιτία της συμφοράς της, η Ψυχή ξεκίνησε την αναζήτηση του Έρωτα, του αγαπημένου που από απερισκεψία έχασε.

Έψαξε σε στεριές και θάλασσες, σε γόνιμες και σε άκαρπες περιοχές, σε θυλάκες πεδιάδες κι απάτητες κορφές βουνών, μα άδικος ο κόπος της. Ακόμα και οι θεοί, η καταφυγή των θλιμμένων ανθρώπων, την είχαν εγκαταλείψει γιατί δεν ήθελαν να έρθουν αντιμέτωποι με τη θεά της ομορφιάς την Αφροδίτη, που έτρεφε μίσος για τη θνητή που ξελόγιασε τον γιο της, τον Έρωτα.

Μάταια κατέφυγε στα ιερά της Ήρας και της Δήμητρας ικετεύοντας τη συμπόνια τους. Ούτε και αυτές θέλησαν να τη βοηθήσουν αν και τη σπλαχνιστήκαν, λόγω της αφρογεννημένης αδελφής τους. Στο τέλος, με την ελπίδα ότι ίσως εκεί να έβρισκε τον αγαπημένο της, αναγκάστηκε να καταφύγει στης Αφροδίτης το παλάτι.

Η θεά είχε από καιρό αναθέσει στον Ερμή που τριγύριζε σε όλο τον κόσμο, να βρει τη θνητή που πηρέ τα μυαλά του πιστού συνοδού γιου της, του Έρωτα και είτε με το καλό, είτε με τη βία, να την οδηγήσει μπροστά της.

Έτσι ασυλλόγιστα η Ψυχή έπεσε στα χεριά της θεάς, που μάνητα την είχε κυριεύσει και εκδίκηση ήθελε να πάρει. Από τη στιγμή που πάτησε το πόδι στης θεάς το παλάτι, μεγάλες δοκιμασίες την περίμεναν. Δυο πιστές της θεάς δούλες, η Θλίψη και η Έγνοια, με μαστίγιο αυλάκωναν το τρυφερό κορμί της και τρίχα – τρίχα ξερίζωναν από την όμορφη κεφαλή της τα μαλλιά.

Μετά πηρέ σειρά η ιδία η θεά, που με τα χέρια της χαστούκισε το ροδομάγουλο πρόσωπο και με βακχική μανία της ξέσκισε τα ρούχα. Κι ενώ ολόκληρο το σώμα, από την κορφή μέχρι τα νύχια, πονούσε, άλλη δοκιμασία έβαλε η θεά στη νύφη της. Σε τεράστιο σωρό από ανακατεμένους καρπούς κάθε είδους, στάρι, κριθάρι, κεχρί, κουκιά, ρεβιθιά, φακές και παπαρουνόσπορο, την οδήγησε και έδωσε την εντολή σε λίγες ώρες να τους ξεδιαλέξει και χωριστά να τους βάλει.

Ήρθαν τα ψυχοπονιάρικα μυρμήγκια και στο ξεχώρισμα βοήθησαν. Την άλλη μέρα πιότερο δύσκολα βάσανα την περίμεναν. Τώρα η θεά την έβαλε να βρει χρυσό μαλλί από του βουνού τα πρόβατα και μετά από της Στυγός την πηγή, που δράκοι ακοίμητοι την φύλαγαν μέρα και νύχτα, νερό να κουβαλήσει.

Και αυτά τα κατάφερε έχοντας νέους στα βάσανα παραστάτες. Το προφητικό καλάμι που συμβουλή της έδωσε με υπομονή να μαζέψει τις τούφες το μαλλί, που τα πρόβατα πάνω στων θάμνων αφήναν τ’ αγκάθια. Μετά του Δία τον αητό, που κανάτι γέμιζε από της πηγής το παράξενο νερό.

Δόλου δε μαλάκωσε της θεάς το αντάριασμα και άλλη, ακόμα πιο δύσκολη, της αναθέτει αποστολή, στέλνοντας την Ψυχή στον κόσμο των σκιών, στο ζοφερό τον Άδη, για να δανειστεί από της Δήμητρας την κόρη, την όμορφη Περσεφόνη μια αλοιφή ομορφιάς, γιατί η δική της είχε τελειώσει.

Συμπαραστάτη είχε αυτή τη φορά ένα μαγικό πύργο, που συμβουλή της έδωσε πως θα μπορούσε με τις λιγότερες δοκιμασίες στου Κάτω Κόσμου τα δώματα να κατέβει. Όμως κι εδώ καρτέρι της είχε στήσει η ατυχία. Σαν πήρε το γυάλινο βάζο με τη θεϊκή την αλοιφή, της πέρασε η σκέψη να βάλει κι αυτή λίγο από το θειο φάρμακο για να γίνει πιότερο όμορφη ώστε και πάλι τον Έρωτα να ξελογιάσει και την αγάπη του να ξανακερδίσει.

Μα τη στιγμή που έβγαλε το πώμα από το βάζο, σαν σύννεφο αποπνιχτικός αχνός, που ήταν ο Ύπνος, την τύλιξε και στην υγρή γη σωριάστηκε χάνοντας τις αισθήσεις. Ο άντρας της ο Έρωτας, ούτε στιγμή δεν έβγαλε από τη σκέψη του την αγαπημένη του γυναίκα και αφού πέρασε η πρώτη οργή, ηρέμησε και τη συγχώρησε.

Η μάνα του, η Αφροδίτη τον είχε κλειδωμένο σε μια καμάρα, για να γειάνει τάχα η πληγή από το καυτό λαδί που είχε πέσει στου ωμού τη τρυφερή σάρκα, από το σάστημα της Ψυχής, εκείνη τη θλιβερή νυχτιά. Πήρε το αυτί του τη φοβερή δοκιμασία στου Ταρτάρου τα σκότη που η μάνα του έβαλε την Ψυχή να πάει.

Έτσι το έσκασε, χωρίς κανείς από το θεϊκό παλάτι είδηση να τον πάρει και στου Πλούτωνα το θλιβερό παλάτι πήγε. Έφτασε τη στιγμή, που σωριαζόταν η Ψυχή έχοντας τις αισθήσεις χάσει. Μεμιάς τον Ύπνο στο βάζο ξανακλείσε και την αγαπημένη στην αγκαλιά του έσφιξε. Μετά ανάλαφρα σήκωσε χτυπώντας τα φτερά και στον Όλυμπο την έφερε.

Εκεί, σε μια των θεών σύναξη, με τη βοήθεια του Δία, τον οποίο τόσες φορές στους έρωτες του είχε βοηθήσει, σαιτοβολώντας την ομορφονιά που στο μάτι είχε βάλει ο πατέρας των θεών, καταλάγιασε της μάνας του την οργή.

Ο ίδιος ο Δίας, που αχάριστος δεν ήταν, πρωτοστάτησε για το μεγάλο γλέντι που στου Ολύμπου τα παλάτια στήθηκε, για την, επίσημη πια, γαμήλια ένωση του φτερωτού θεού με την θεόμορφη θνητή.

Έτσι η Ψυχή έγινε επίσημα γυναίκα του Έρωτα και σαν δώρο της χαρίστηκε η αθανασία. Η ευτυχία τους σφραγίστηκε μετά από λίγο καιρό, όταν ήρθε στον κόσμο και ο καρπός της αγάπης τους, η Ηδονή.

Δημήτρης Μάρκου

Πηγή : ithaque.gr

Thessaloniki Arts and Culture,

Διαβάστε επίσης

Close