Ποιος τραβάει πιστόλι όταν ακούει «κουλτούρα»; Ουμπέρτο Έκο

Ποιος τραβάει πιστόλι όταν ακούει «κουλτούρα»; Ουμπέρτο Έκο

Στη γειτονική μας Ιταλία, η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι έχει κηρύξει «πόλεμο» εναντίον των διανοουμένων.

 

Σχεδόν καθημερινά, υπουργοί της κυβέρνησης ή και ο ίδιος ο Μπερλουσκόνι εξαπολύουν υβριστικές επιθέσεις είτε εναντίον της διανόησης γενικά είτε εναντίον επώνυμων εκπροσώπων της. Η αντίδραση του Ουμπέρτο Εκο καταγράφεται στο ακόλουθο κείμενο, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Alfabeta 2».

Ποιος τραβάει το πιστόλι; Εχουμε συνηθίσει εδώ και πολύ καιρό στις επιθέσεις εναντίον των διανοουμένων, από την κλασική έκφραση, που αποδίδεται κατά διάφορους τρόπους στον Γκέμπελς, τον Γκέρινγκ ή του Χες, «όταν ακούω να μιλάνε για κουλτούρα τραβάω πιστόλι» (η οποία στην πραγματικότητα προέρχεται από το ναζιστικό δράμα Schlageter του Χανς Γιοστ) έως τους «κουφιοκεφαλάκηδες» διανοούμενους της μακαρθικής περιόδου.

Τους «κουλτουριάρηδες» του Σπύρου Αγκνιου και τους «χρήσιμους ηλίθιους», φράση που αποδίδεται στον Λένιν, αλλά που χρησιμοποιήθηκε έπειτα, τόσο στην Αμερική όσο και στην Ιταλία, για να υποδεικνύει τους διανοούμενους της αριστεράς ή τους «συνοδοιπόρους» του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος.

Σε χοντρές γραμμές, επρόκειτο πάντοτε για υπαινικτικές αναφορές στον «βρομοδιανοούμενο», που γέννησαν μάλιστα και το λαϊκό ανέκδοτο για τους χωροφύλακες που βαδίζουν πάντοτε τρεις μαζί, ένας που ξέρει να διαβάζει, ένας που ξέρει να γράφει και ένας που ελέγχει αυτούς τους δύο επικίνδυνους διανοούμενους.

Ας ορίσουμε λοιπόν τον διανοούμενο. Ηδη από την αρχαιότητα υπάρχει μια διάκριση ανάμεσα σε φιλελεύθερες τέχνες και μηχανικές ή δουλικές τέχνες. Το ότι έπειτα μεταξύ των μηχανικών υπήρχαν και ζωγράφοι και γλύπτες ήταν μια αντίφαση που οφειλόταν στην κοινωνική οργάνωση εκείνων των καιρών.

Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και σήμερα διανοητική εργασία υποτίθεται ότι πραγματοποιεί όποιος εργάζεται περισσότερο με τον νου παρά με τα χέρια, δηλαδή όποιος εργάζεται καθιστός και με την πένα, σε αντίθεση με σκαφτιάδες, σιδηρουργούς, οικοδόμους, ξυλουργούς κ.ο.κ.

Με αυτή την έννοια (και υποχρεωτικά) διανοούμενοι θα ήταν όχι μόνον οι καθηγητές, δικαστές, δικηγόροι, ποιητές, αλλά και οι τραπεζίτες ή ακόμα και υπάλληλοι που εργάζονται με τη σκέψη -οριακά ακόμα και ένας θυρωρός που στέκεται στο θυρωρείο διαχωρίζοντας την αλληλογραφία και υποδεχόμενος τους επισκέπτες.

Επρεπε ωστόσο να υπάρχει και ένα άλλο κριτήριο για να διακρίνουμε τον Αϊνστάιν από έναν υπάλληλο του ληξιαρχείου, που κάθεται πίσω από το γκισέ. Θα λέγαμε τότε ότι τόσο ο Αϊνστάιν όσο και ο υπάλληλος πραγματοποιούν διανοητική εργασία, αλλά ότι τον ρόλο του διανοούμενου τον παίζει όποιος αναπτύσσει μια κριτική και δημιουργική δραστηριότητα.

Με αυτή την έννοια, ο Εντισον, ο οποίος εφηύρε (μαστορεύοντας ακόμα και με τα χέρια) τον λαμπτήρα, ήταν διανοούμενος και τον ρόλο του διανοούμενου τον παίζει και ο καλλιεργητής ο οποίος αμφισβητεί τις χρησιμοποιούμενες μεθόδους καλλιέργειας, για να επινοήσει ένα νέο τρόπο για την παραγωγή ντομάτας, ενώ θα έπρεπε (έστω και αν, για το καλό της ειρήνης, δεν το κάνουμε) να αρνηθούμε το ρόλο του διανοούμενου από έναν πανεπιστημιακό καθηγητή, ο οποίος εδώ και τριάντα χρόνια δεν παράγει τίποτα καινούριο και επαναλαμβάνει κουραστικά έννοιες που έχει αντλήσει από εγχειρίδια γραμμένα από άλλους.

Γιατί όμως η ύβρις για τον βρομοδιανοούμενο προέρχεται πάντοτε από τα δεξιά και ποτέ από τα αριστερά; Στην αριστερά ωστόσο επινοήθηκε η μορφή εκείνου του ψευδοδιανοούμενου που ήταν ο οργανικός διανοούμενος, τόσο οργανικός στο κόμμα του ώστε να μπορεί να ασκεί κριτική μόνο στους εχθρούς και ποτέ στο ίδιο το κόμμα.

Εχουν αντίθετα δίκιο εκείνοι που λένε ότι ο αληθινός διανοούμενος είναι κυρίως αυτός που γνωρίζει να ασκεί κριτική σε εκείνους της δικής του παράταξης, επειδή για να ασκείται κριτική στον εχθρό αρκούν οι άνθρωποι του γραφείου τύπου, οι οποίοι βέβαια πραγματοποιούν διανοητική εργασία, αλλά δεν το κάνουν με τρόπο κριτικό και δημιουργικό. Αυτή είναι η εργασία του διανοούμενου, με κίνδυνο να συντριβεί έπειτα πάνω στον τοίχο. Κάθε δραστηριότητα όμως συνεπάγεται τις δικές της επαγγελματικές ασθένειες.

Το θεμελιώδες ερώτημα ωστόσο παραμένει: γιατί η επίθεση στους διανοούμενους προέρχεται πάντοτε από τα δεξιά και ποτέ από τα αριστερά; Μήπως στη δεξιά δεν υπήρξαν και δεν υπάρχουν διανοούμενοι; Τίποτα δεν είναι πιο εσφαλμένο από αυτό.

Το να μιλάμε για κριτική και δημιουργική λειτουργία δεν σημαίνει να σκεφτόμαστε μόνο κριτικές και προτάσεις που θέλουν να είναι «προοδευτικές». Αναπτύσσει κριτική λειτουργία ακόμα και ο σκληροπυρηνικός αντιδραστικός, ο οποίος μιλάει εναντίον του κόσμου έτσι όπως αυτός είναι και προτείνει την επιστροφή σε ένα παρελθόν πιο σοφό από το παρόν.

Ο Δάντης ήταν ένας διανοούμενος της δεξιάς (σκεφτείτε, να κηρύσσει την επιστροφή στην Αυτοκρατορία, ενώ άνθιζαν οι ελεύθερες κοινότητες!) και τέτοιος ήταν και ο Ντε Μεστρ, ο οποίος μάλιστα εγκωμίαζε τις ανθρωποθυσίες, ενώ μιλούσε εναντίον του πνεύματος της Γαλλικής Επανάστασης, αλλά με πόση δημιουργικότητα και ελευθερία κρίσης! Τότε όμως γιατί οι δεξιές δεν επαναλαμβάνουν ποτέ αυτά τα παραδείγματα, αναγνωρίζοντας σε αυτά τους δικούς τους μεγάλους διανοούμενους, και το πολύ πολύ πάνε να διαβάσουν ένα μισοπάλαβο όπως ο Εβολα;

Δεν είναι όμως αληθινό ότι στη δεξιά δεν ενεργοποιούνται οι διανοούμενοι της δεξιάς. Είναι αλήθεια ότι πρέπει να διακρίνουμε μια διανοητική δεξιά από μια πολιτική δεξιά και ότι ανάμεσα στους δύο κόσμους υπάρχει ένα ρήγμα πιο βαθύ από εκείνο που υπάρχει ανάμεσα σε διανοητική αριστερά και πολιτική αριστερά. Ο μεγάλος διανοούμενος της δεξιάς είναι ή συντηρητικός ή αντιδραστικός.

Ο αντιδραστικός είναι πολύ οργισμένος με τον κόσμο, καλλιεργεί αριστοκρατικά το όνειρό του για μιαν επιστροφή στις αξίες της παράδοσης και δεν θεωρεί κομψό να συμβιβάζεται με μια πολιτική στράτευση. Επομένως, η πολιτική δεξιά γνωρίζει αόριστα το όνομά του, αλλά δεν τον διαβάζει και με δυο λόγια είναι δύσπιστη απέναντί του (όπως εξάλλου ο αντιδραστικός σοφός είναι δύσπιστος απέναντι στην πολιτική δεξιά).

Ο συντηρητικός, από τη μεριά του, είναι βέβαια στρατευμένος σε μια υπεράσπιση του υπάρχοντος συστήματος (πράγμα που δεν αποκλείει μιαν ήπια κριτική και μια σειρά ακόμα και δημιουργικών προτάσεων για μια βελτίωση του στάτους κβο, προκειμένου ακριβώς να μη γίνει επιθυμητή η ανατροπή του) αλλά ιδιαίτερα ο ήρεμος τόνος της κριτικής του τον καθιστά ελάχιστα χρήσιμο ως εργαλείο μάχης.

Διαφορετικά, όταν η κριτική του στρέφεται εναντίον των ίδιων των ομάδων της δεξιάς, τότε δεν τον αντέχουν και τον χαρακτηρίζουν βρομοδιανοούμενο. (…)

Πότε αρχίζει λοιπόν η χρήση του «διανοούμενου» ως αρνητικής κατηγορίας από μέρους της σκέψης της δεξιάς; Ο όρος έχει μιαν ιστορία δύο τουλάχιστον αιώνων. Ορισμένοι τον εντοπίζουν στον Σεν Σιμόν το 1821, στον Σεβαλιλέ ντε Τους (1864), στον Μπαρμπέ ντ’ Ορεβιγί, στον Μοπασάν το 1879.

Στον Λεόν Μπλουά το 1866, αλλά αυτός θα χρησιμοποιηθεί με τρόπο συστηματικό (και, όπως θα δούμε, συγκρουσιακά πολεμικό) στη διάρκεια της υπόθεσης Ντρέιφους, τουλάχιστον από το 1898, όταν στις 14 Ιανουαρίου μια ομάδα συγγραφέων, καλλιτεχνών και επιστημόνων, όπως ο Προυστ, ο Ανατόλ Φρανς, ο Σορέλ, ο Μονέ, ο Ρενάρ.

Ο Ντιρκέμ (για να μη μιλήσουμε για τον Ζολά, ο οποίος θα γράψει έπειτα το αιχμηρό «Κατηγορώ» του), με ένα μανιφέστο που δημοσιεύτηκε στην Aurore με τη συνδρομή του Κλεμανσό, δήλωναν πεπεισμένοι ότι ο Ντρέιφους ήταν θύμα μιας αντισημιτικής συνωμοσίας και ζητούσαν την αναθεώρηση της δίκης του.

Αυτοί θα οριστούν διανοούμενοι από τον Κλεμανσό, αλλά ο ορισμός θα επαναληφθεί αμέσως με συκοφαντικό νόημα από εκπροσώπους της αντιδραστικής σκέψης, όπως ο Μπαρές και ο Μπρινετιέρ, για να υποδείξουν τα πρόσωπα τα οποία, αντί να ασχοληθούν με την ποίηση, την επιστήμη ή άλλες μυστηριώδεις ειδικεύσεις (με δύο λόγια, με τις δικές τους υποθέσεις), χώνουν τη μύτη τους σε ζητήματα για τα οποία δεν είναι αρμόδια, όπως είναι τα προβλήματα διεθνούς κατασκοπίας και στρατιωτικής δικαιοσύνης (η οποία πρέπει να αφεθεί στους στρατιωτικούς).

(Θυμίζουμε, ανοίγοντας μια παρένθεση, ότι σε αυτή τη μάχη εναντίον του διανοούμενου δεν διακρίθηκε μόνον η δεξιά αλλά και οι σοσιαλιστές, οι οποίοι αργότερα με τον Λαφάργκ, στο Le socialisme et les intellectuels, θα δουν τους διανοούμενους ως τους παλιάτσους της «τάξης που πληρώνει».

Στη διάρκεια της υπόθεσης Ντρέιφους, εμφανίζεται μια έκκληση των σοσιαλιστών βουλευτών προς το προλεταριάτο, η οποία προσκαλεί τον λαό να μην ασχολείται με την «επονείδιστη διαμάχη» που αντιπαραθέτει τους εβραίους καπιταλιστές, οι οποίοι υπερασπίζονται τον Ντρέιφους για να καλλιεργήσουν την εικόνα που τους θέλει διωκόμενους, και τους συντηρητικούς αστούς. Από την άλλη μεριά υπήρχε ένας πασίγνωστος σοσιαλιστικός αντισημιτισμός, σύμφωνα με τον οποίο ο εβραίος ταυτιζόταν με τον εκμεταλλευτή του λαού). (…)

Ολη αυτή η θεματική μετασχηματίζεται στον επόμενο αιώνα, όταν από τη μια μεριά έχουμε την πολεμική του Μπεντά εναντίον της «προδοσίας των διανοουμένων», οι οποίοι αφοσιώνονται υπερβολικά στην πολιτική, αντί να ασχοληθούν με τις μεγάλες αξίες που είναι το αντικείμενο μιας ανιδιοτελούς γνώσης, και από την άλλη μεριά το εγκώμιο του Σαρτρ στη στράτευση των διανοουμένων, όπου το να χώνει τη μύτη του παντού γίνεται ακριβώς η αποστολή του διανοούμενου.

Μόνο που, στις συζητήσεις που απασχολούν την αριστερά γύρω από την έννοια της στράτευσης, βαθμιαία η έκκληση για στράτευση στην κριτική και τον μετασχηματισμό του παρόντος συγχέεται με την έκκληση για οργανικότητα, δηλαδή για στράτευση σε υπεράσπιση και υποστήριξη του κόμματος.

Ο Ζολά έκανε την αρχή με το δικό του «Κατηγορώ». Είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του διανοούμενου, και μάλιστα στον βαθμό που αυτός είναι ελεύθερος και «μη οργανικός», να θεωρεί τον εαυτό του στρατευμένο στην ενασχόληση με τα δημόσια πράγματα, πρώτα απ’ όλα ως πολίτης και κατά δεύτερο λόγο ως πολίτης ο οποίος από το επάγγελμά του είναι συνηθισμένος να υποβάλλει τα φαινόμενα στο κόσκινο του στοχασμού και της κριτικής -αν και τίποτα δεν εξασφαλίζει ότι ο στοχασμός του και η κριτική του είναι αλάθητα- αλλά ακριβώς γι’ αυτό οφείλει να καθιστά τους στοχασμούς του δημόσιους και ανοιχτούς στον συλλογικό έλεγχο.

Και είναι ορθό, τη στιγμή που αναβιώνει η χρήση του όρου «διανοούμενος» ως προσβολή και ως στιγματισμός εκείνου που θέλει να χώνει τη μύτη του σε ζητήματα που δεν θα ‘πρεπε να τον αφορούν, το ότι χρειάζεται να διεκδικούμε αυτό το καθήκον επαγρύπνησης που χαρακτηρίζει τη διανοητική λειτουργία.

 

Πηγή: enet.gr

 

Thessaloniki Arts and Culture 

 

 

Διαβάστε επίσης

Close