Ρένος Αποστολίδης: μονάχα η δικιά σου ζωή είναι δικιά σου

Ρένος Αποστολίδης: μονάχα η δικιά σου ζωή είναι δικιά σου

…Με την ιδέα πως μονάχα η δικιά σου ζωή είναι δικιά σου, μόνο ο δικός σου ο εαυτός είναι ο εαυτός σου, μπορείς ν’απαλλαγής απ’ την τυρρανία των μεγάλων.(Με την ίδια ιδέα απαλλάξου από κάθε λατρεία στον ηρωισμό για το αύριο και στη θυσία για ό, τι μελλοντικό!)

Δεν υπάχουν “μεγάλοι”. Άνθρωποι μόνο υπάρχουν. Κι αν εγώ δεν μπορώ να γράφω τον “Ηλίθιο” του Ντοστογιέφσκι, μήτ’ εκείνος όμως θα μπορούσε να γράψη αυτό το γράμμα, όσο ασήμαντο κι αν είναι. Κι αυτό γιατί κανένας άνθρωπος σ’ όλον το χώρο δεν μπορεί να κάνη ή να ζήση ό,τι κάνει κι όπως ζη ένας άλλος.

(Όσο για το αντικειμενικό βάρος, τη λεγόμενη “αξία”, όλων μαζί των υπαρκτών το βάρος ισούται με το μηδέν!)

…Και πάλι, λέω πως όλοι ειν’ άγγελοι, όλοι είναι καλοί – ή μήπως εγώ είμαι ο πρίγκηψ Μίσκιν; Μα δεν αλλάζει! Δε θα μπορούσε κανένας στον κόσμο νάναι ή να πλάση έναν Μίσκιν, αν δεν ήταν όλοι στο βάθος τους απέραντα καλοί! Ναι, ναι! Κάθε στιγμή το βλέπω πίσω από τα μάτια τους, πόσο απέραντα καλοί είναι όλοι. Γιατί όμως αυτό το διάστροφο παρουσίασμά τους; Αχ, δε βρήκαμε ακόμα τον τρόπο νάμαστε αυτό πούμαστε!..

…Να μπορούσα να τους κάνω όλους να νοιώσουν ακριβώς όπως είναι! Δε θα χρειαζόταν τίποτ’ άλλο! Ε ί ν α ι ι δ α ν ι κ ο ί!

Πράξε πάντοτε έτσι που, πεθαίνοντας, νάχης το δικαίωμα να φωνάξης: τόσο μου ήταν δοσμένο

…Ποτέ δεν πρέπει με κανέναν να ενθουσιάζεσαι από φιλία. Μην ξεχνάς πως κανείς δεν έχει τη φύση του απεριόριστα κι αδόλευτα παντού. Μην ξεχνάς πως κανείς δεν μπορεί να σου γίνη τόσο δικός σου όσο τείνεις να του είσαι.

Σκέφτηκα όλη τη νύχτα αυτό πρόβλημα της προσωπικής αυτοπειθάρχησης – της προγραμματικής, της από τα πριν σε παγιωμένες προσωπικές αρχές. Κι ένοιωσα ότι το να πακτώνης την ως τώρα πείρα σου, τη σκέψη σου, τον πόθο σου, τη γεύση σου της ζωής, το να βιάζης τον εαυτό σου να υποταχτή σε σκληρά προσωπικά δόγματα, και ν’ αναθέτης έπειτα στη θεληματικότητα, την από ένα σημείο και πέρα τυφλή κι άτεγκτη τήρησή τους, δεν είναι παρά μια τάση αποφυγής του αυθυπεύθυνου!

Σα να προτιμάς μιαν από σε νομοθετημένη σκλαβιά (που παραμένει, μολαταύτα μια σκλαβιά) απ’την ελευθερία, που δε γνωρίζει νόμον άλλο παρά την πάνυτα ξάγρυπνη συνείδηση του εγώ.

…Οι περίεργοι άνθρωποι…Οι φυτρωμένοι στη γη τους…Οι όχι ξεριζωμένοι…Που έχουν ένα κλειδί στην τσέπη τους και δε χρειάζεται να περπατήσουν 400 χιλιόμετρα για να φτάσουν σπίτι τους…Οι ξένοι, οι άγνωστοι άνθρωποι, που σε κοιτάν και δεν αναρωτιούνται ποιός είσαι, που πας, μήπως κλαις…Οι άνθρωποι που μόνο από αρπαχτική περιέργεια θα σε κοιτούσαν αν έλαμπε ένα αυλάκι στο μάγουλό σου και κύλαγε σιγά σιγά ένα δάκρυ!..

Δεν ξέρω: μου είναι ανάγκη να προωθήσω ως τα άκρα την ένταση της φύσης μου και την ποιότητα του μετάλλου της. Αυτό ονομάζω κι ολοκλήρωση εγώ: να εξαντλήσεις όλο το δυναμικό της ζωής πούχεις – να το εξαντλήσεις, και γι’ αυτό, έτσι, σαν αυτοαναφλεγόμενος, να πεθάνης!

Στα όσα πράξατε, ο λαός αυτός, πολύ σοφώτερός σας, πολύ ανθρωπινώτερός σας, δε σας αντέτασσε τα όπλα, που όλοι του βάζατε στα χέρια, παρά ένα τραγούδι, ένα πόνο του ανθρώπου! Δεν σας έλεγε να πάτε να πεθάνετε -καθώς τον στέλνατε σεις.

Σας θύμιζε μόνο τη μάνα σας, τη δικιά σας τη μάνα, που όμοια και για σας θα πονούσε, όσο ένοχοι κι αν είσαστε! Πάνω στα υψώματα, απ’ τα μεγάφωνα των μονάδων, που ήταν στημένα για την προπαγάνδα, κι απ’ τα χωνιά τ’ αντάρτικα, που ήταν για τη “διαφώτιση”, τρία ολάκερα χρόνια, σαν τελείωναν τα διαταγμένα λόγια τους οι “επίτροποι” κ’ οι “Α2”, τραγουδούσαν οι άλλοι το ίδιο τραγούδι:
“Κάποια μάνα αναστενάζει,/ μέρα-νύχτα ανησυχεί…”

Κάθε νύχτα το ίδιο -πονεμένο, αληθινό, κλαμένο… Και κάθε μέρα, το αίμα πάλι, εξαιτίας σας.
Σας ενωχλούσε εσάς ένα τραγούδι, κ’ εμείς φορτώναμε τον αδερφό μας στα μουλάρια, και τον βλαστημούσαμε που ήταν σαν ξύλο και δε βολούσε να τον δέσουμε με την τριχιά… Σας πείραζ’ ένα τραγούδι εσάς. Μα εμείς το λέγαμε γιατί σκεφτόμαστε τη μάνα του αδερφού μας, που μας κατρακύλαγε νεκρός, μες στις χαράδρες. Σκεφτόμαστε τη μάνα του και κλαίγαμε!…

…Λίγο με νοιάζει και ο θεός κ’ η όποια “ύπαρξη” του! Για μένα ο μόνος λόγος που θ’ άξιζε να υπάρχει, θάταν αυτός: να παραστέκει πάνω απ΄τα παιδάκια και ν’ αποσοβεί τις μικρές κακότητες του τυχαίου: να μή χάνουν τα τόπια τους οι μικρούλες, να μη σπάνε οι μολυβένιοι στρατιωτάκοι, να μή χαλάει το κούρντισμα του τραίνου!…

Νάναι πάνω απ’ όλους και να τους προστατεύει από τη φθορά τ’ ασήμαντα μικρά τους πράγματα: θυμητικά, δώρα από πρόσωπα αγαπημένα – όλα με όσα δένουνε συμβολικά τη ζωή τους τα εκατομμύρια παιδάκια μές στίς καρδιές των ανθρώπων! Να σώζει κάθε τρυφερή στιγμή, να παραστέκει σε κάθε εύθραυστη αγάπη, να αποσοβεί τα πάγκακα ραΐσματα, τα τυχαία, τα δίχως λόγο – να μην πληγώνουνται οι άνθρωποι, να μήν πληγώνουνται τα μικρά παιδιά!…

Μα δεν τον συνάντησα – μήτε στά τόσα χαλασμένα παιχνίδια, μήτε στα τόσα χαμένα θυμητάρια!…

Ρένος Αποστολίδης, “Πυραμίδα 67”, Εκδόσεις Εστία

Διαβάστε επίσης

Close