Τον έρωτα τον έπλασε ο θάνατος: μια εξαιρετική ανάλυση στους ερωτικούς στίχους της Κικής Δημουλά

Τον έρωτα τον έπλασε ο θάνατος: μια εξαιρετική ανάλυση στους ερωτικούς στίχους της Κικής Δημουλά

Από την εφημερίδα “Τα Νέα” κράτησα το παρακάτω κείμενο του Κ. Γεωργουσόπουλου στο οποίο ο ξεχωριστός φιλόλογος σχολιάζει στίχους της Κ. Δημουλά που με προβληματίζουν αυτό τον καιρό.

«Ευλαβούμαι, Ανάγκη
ότι εσύ έπλασες το συνεχές του κόσμου
το δώσ΄ μου, το δεν έχω του.
Αλλά τον έρωτα, όχι, όχι εσύ, Ανάγκη
τον έρωτα τον έπλασε ο θάνατος
από άγρια περιέργεια
να εννοήσει
τι είναι ζωή…»

Στίχοι συνταρακτικοί της Κικής Δημουλά από το τελευταίο βιβλίο της, «Εύρετρα». Θα ήθελα σήμερα να τους σχολιάσω ελεύθερα, όπως λέμε με ελεύθερη πτώση. Γιατί, σίγουρα, κάθε προσπάθεια να διαβάσει κανείς την ποίηση με κλειδιά τη λογική είναι μια εκ των προτέρων τίμια, θα έλεγα, αλλά προαναγγελθείσα ήττα.

Αμα τη εκφωνήσει του εγχειρήματος. Αλλά θα το τολμήσω. Εξάλλου η ίδια η ποιήτρια αναγγέλλει στον τίτλο της συλλογής της μια πιθανή νίκη της. Τα εύρετρα διεκδικεί κάποιος που βρήκε κάτι αφού επίμονα έψαχνε: κάτι κρυμμένο, κάτι χαμένο, κάτι ανείπωτο.

Οπως ο Αγιος Φανούριος για τον σύγχρονο άνθρωπο φανερώνει και βοηθάει να βρεθούν τα χαμένα, έτσι στον αρχαίο Ελληνα, εκτός των άλλων ειδικοτήτων του (που δεν είναι μακριά από αυτό που θα διατυπώσω), ήταν ο Ερμής ο θεός που βοηθούσε τον άνθρωπο να βρει τα χαμένα. Ερμαιον για τους αρχαίους Ελληνες, ό,τι με τη βοήθεια του Ερμή απροσδόκητα ή ύστερα από ψάξιμο έβρισκες. Και η μέθοδος ερμηνεία!

Ακόμη και ο νεκρός Πολυνείκης καταμεσής του κάμπου των Θηβών για τον φύλακα στην «Αντιγόνη» είναι γλυκό έρμαιον, απροσδόκητος θησαυρός. Ακόμη και η λέξη θησαυρός το κρυμμένο πολύτιμο που βρέθηκε σημαίνει. Και έχει σημασιολογικό ενδιαφέρον η περιπέτεια της λέξης έως τις μέρες μας. Αλλά σκεφτείτε πόσο κυριολεκτούμε όταν λέμε στον φίλο που εμφανίζεται με όμορφη σύντροφο: «Βρε τυχερέ, πού τον βρήκες αυτό τον θησαυρό;».

Η Δημουλά στους στίχους που παρέθεσα, προλογικούς στη συλλογή της, ευλαβείται την Ανάγκη, με κεφαλαίο παρακαλώ, που έπλασε το συνεχές του κόσμου. Και ποιο είναι αυτό το συνεχές, η άλυσος που εγγυάται τη συνοχή των υλικών και ψυχικών αναγκών (με μικρό, παρακαλώ);

Είναι η πλησμονή και η ένδεια, η σπατάλη και η πενία. Το συνεχές του κόσμου είναι ένα δούναι και λαβείν, μια διηνεκής ανταλλαγή, συναλλαγή, μια ατέρμων αμοιβαιότητα μεταξύ του «Ναι» και του «Οχι», του «Εχω» και του «Δεν Εχω».

Η φιλοσοφία από την εποχή των προσωκρατικών συνέλαβε τη δεσπόζουσα, κυριαρχική θέση της ΑΝΑΓΚΗΣ ως συστατικής οντότητας στον κόσμο. Εξάλλου στην Ανάγκη και οι θεοί υπάκουαν. Αρα ήταν η μεγίστη δημιουργός δύναμη που εγγυάται και συνέχει τον σύμπαντα κόσμο, υλικό και άυλο. Στο πρώτο μέρος του μικρού της ποιήματος η Δημουλά έρχεται να συμφωνήσει με την πάγια και κατασταλαγμένη γνώση ότι τα πάντα εξαρτώνται και εξηγούνται από την Ανάγκη.

Η απροσδόκητη στις ανατροπές της ποιήτρια στο δεύτερο μέρος του ποιήματος εισάγει έναν άλλο συστατικό Δημιουργό του Σύμπαντος: τον θάνατο, τη μεγάλη Άρνηση, το Μηδέν, θα έλεγα ό,τι προϋπήρξε του κόσμου, τη μεγάλη μήτρα του χάους. Και εδώ η Δημουλά φαίνεται να διαφωνεί με ολόκληρη την προσωκρατική και έπειτα από εκείνη φιλοσοφία, ότι τίποτε δεν γεννήθηκε από το μηδέν.

Προσέρχεται με τη βεβαιότητα του Μύθου, ότι τον κόσμο εκ του χάους τον δημιούργησε ο Έρως. Και ο Έρωτας είναι πλάσμα που ξεπήδησε από τη Μήτρα του Μηδενός. Ποιητικά, της Δημουλά προηγείται βέβαια ο Ησίοδος αλλά ιδιοφυώς ο Αριστοφάνης στους «Ορνιθες»: Πριν ήταν το Χάος, ο Τάρταρος και μέσα στη μεγάλη Νύχτα πετούσε ο Ερως, ο γεννήτορας των πάντων.

Η Δημουλά ψάχνει και ευρίσκει τον Λόγο για τον οποίο το Μηδέν, ο θάνατος, η Άρνηση, έπλασε το γονιμοποιό σπέρμα. Η άγρια περιέργεια του θανάτου, η μεγάλη απορία του ήταν το αίτημά του να εννοήσει τι είναι ζωή. Είναι συνταρακτικά και έξοχα διατυπωμένο αυτό το αίτημα του Μηδενός να εννοήσει το Είναι μέσω του Πόθου, του Ιμέρου, της Ελξης, της γονιμοποιού εράσμιας δύναμης.

Η ανατροπή της Δημουλά είναι καίρια. Πάντα το μεγάλο αίτημα της ανθρώπινης απορίας ήταν οι ζωντανοί να ανακαλύψουν, να βρουν ψάχνοντας τι είναι ο θάνατος. Το είναι, η ύπαρξη δεν μπορούσε να συλλάβει την έλλειψή της. Πώς εξάλλου λογικά θα ορίσεις την ανυπαρξία, πώς η πολλότητα θα εννοήσει το Τίποτε;

Αυτό μας έκανε τραγικούς, ποιητές, αξεδίψαστους για ζωή, επειδή αδυνατούσαμε να εισδύσουμε με τα μόνα όπλα που διαθέταμε, τη νόηση, το αίσθημα και την επιθυμία στην τέλεια απουσία τους. Το παράλογο τροφοδότησε και την Ιστορία και την Τέχνη των ανθρώπων.

Μοναδική ζήτηση της φιλοσοφίας, άρα αίτημα ζωής για τον Πλάτωνα ήταν «η μελέτη θανάτου». Τα μυστήρια των Αιγυπτίων, των Καβείρων, τα Ορφικά, τα Ελευσίνια ήταν μελέτη θανάτου, δηλαδή προσπάθεια του ζώντος να διεισδύσει στην περιοχή του Αγνώστου, να συμβιβαστεί με την ιδέα του Μηδενός. Ο διονυσιακός οργιαστικός κύκλος είναι ακριβώς η κατανόηση του θανάτου και η άρση του φόβου του μέσω της ερωτικής συνεύρεσης.

Άλλα είναι τα εύρετρα της Δημουλά. Το Μηδέν, το Χάος, το Τίποτε, η μεγάλη Απουσία έπλασαν και εξαπέλυσαν στον κόσμο τον Ερωτα για να κατανοήσει το Ζην. Το Μηδέν ποθεί διακαώς να ορίσει το Είναι και για να το προσεγγίσει, να το ελκύσει πρέπει να το ερωτευθεί. Ο Θάνατος είναι ερωτευμένος με τη Ζωή. Λαχταράει να την κάνει δική του, να την κατακτήσει και να γεννήσει μαζί της τέκνα, τέκνα θνησιγενή, ρέποντα προς το Μηδέν, νοσταλγώντας το χαώδες ενδιαίτημα του πατρός τους.

Άλλη μία φορά η Δημουλά χαιρετά το Ποτέ αφήνοντας σε εκκρεμότητα το Πότε.
Η ανατροπή της Δημουλά έρχεται να αποκαταστήσει μια περίεργη και παράλογη Αδικία. Η Φιλοσοφία, η Τέχνη, η Ποίηση των αιώνων αναφέρονται στο Μυστήριο του Θανάτου, προσπαθούν να μυηθούν στην ουσία του. Και κανείς, ίσως γιατί βιώνει την αλαζονεία του Ζην, δεν απασχολήθηκε ποτέ με το Μυστήριο της Ζωής.

Η Δημουλά ανέστρεψε το παιχνίδι του κόσμου. Ποιος θα ρωτήσει άραγε για το τι είναι ζωή; Ποιος άλλος θα ρωτήσει για το Είναι, από Εκείνο που είναι εκτός του Είναι; Το Μηδέν. Ο φιλόσοφος-θάνατος συγκροτεί το σύστημά του ορίζοντας τη φιλοσοφία του «μελέτη ζωής». Και η διαλεκτική μέθοδος αυτής της φιλοσοφίας: ο Ερως.

ΥΓ: Στο Πανεπιστήμιο του Λέιντεν στην Ολλανδία υπήρχε πανάρχαια συνήθεια οι διάσημοι επισκέπτες να υπογράφουν σε έναν τοίχο. Υπάρχουν εκεί διάσημα ονόματα, ανάμεσά τους του Καρτέσιου. Οι φοιτητές για να τιμήσουν τον φιλόσοφο του cogito, ergo sum (σκέπτομαι άρα υπάρχω) έγραψαν δίπλα coito ergo sum (συνουσιάζομαι άρα υπάρχω).

Αναρτήθηκε από Ρουμπάκης Γιάννης

Διαβάστε επίσης

Close