Βικτόρια Χίσλοπ: Τα Γλυπτά του Παρθενώνα πρέπει να επιστραφούν στην Αθήνα!

Βικτόρια Χίσλοπ: Τα Γλυπτά του Παρθενώνα πρέπει να επιστραφούν στην Αθήνα!

”Για πολλά χρόνια, κρατούσα ίσες αποστάσεις στη διαμάχη σχετικά με το πού πραγματικά ανήκουν τα Γλυπτά.

Ως παιδί πήγαινα τακτικά στο Βρετανικό Μουσείο και θαύμαζα τα πολλά μεγαλοπρεπή και αρχαία γλυπτά που υψώνονταν πάνω από το κεφάλι μου.

Εγώ, όπως και τα περισσότερα βρετανόπουλα της δεκαετίας του 1960, αισθανόμουν ότι ήταν κληρονομικό δικαίωμά μας να περπατάμε σε αυτό το επιβλητικό κτίριο και να μαθαίνουμε για την ιστορία και την παράδοση του πολιτισμού. Δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό μου (ούτε από των περισσότερων εκείνη την εποχή) ότι πολλά από αυτά τα έργα είχαν αφαιρεθεί παρά τη θέληση των χωρών προέλευσής τους.

Τα γλυπτά εκείνη την εποχή ονομάζονταν «Ελγίνεια μάρμαρα» (τουλάχιστον, αυτό έχει αλλάξει) και εγώ πίστευα μετά χαράς ότι ο Λόρδος Έλγιν (ένας άνδρας με έναν αριστοκρατικό τίτλο, άρα σίγουρα ένας έντιμος τύπος;) «έσωσε» τα γλυπτά για τις επόμενες γενιές και τα έφερε στην Αγγλία για να τα εκτιμήσει ένα νέο κοινό (γιατί, σίγουρα, οι Τούρκοι δεν το έκαναν). Τόσο απλή ήταν η ιστορία για τα αγγλόπουλα τότε.

Τα βιβλία Ιστορίας μας ήταν γεμάτα από ηρωικές νίκες και πιστεύαμε ότι η Βρετανική Αυτοκρατορία είχε προσφέρει μεγάλα οφέλη σε πολλά διαφορετικά μέρη του κόσμου. Το να φέρνουμε αντικείμενα τόσο καλλιτεχνικής όσο και πνευματικής αξίας από πολλές άλλες χώρες, όλες φτωχότερες από εμάς εκείνη την εποχή, φαινόταν απολύτως φυσιολογικό.

Σήμερα τα αμφισβητούμε όλα αυτά. Πολλοί στη Βρετανία επανεξετάζουν τις ενέργειες που έγιναν στο παρελθόν από τους Βρετανούς. Δεν μπορούμε να αναιρέσουμε τις περισσότερες από αυτές (η δουλεία είναι το μεγαλύτερο και τρομερότερο παράδειγμα), αλλά ήδη ζητάμε συγγνώμη για κάποια από τα πολλά λάθη που έκαναν οι πρόγονοί μας. Και μόνον η χειρονομία αυτή είναι σημαντική.

Επιστρέφοντας ειδικότερα στα Γλυπτά, ήταν για μένα μια περίπτωση αμφισβήτησης όλων των γεγονότων και των συνθηκών που περιβάλλουν το πώς κατέληξαν σε μια μουντή, κακοφωτισμένη αίθουσα του Βρετανικού Μουσείου, χιλιάδες μίλια μακριά από το διαυγές ελληνικό φως όπου δημιουργήθηκαν.

Διάβασα ό,τι μπόρεσα να βρω (μεταξύ άλλων, τον Κρίστοφερ Χίτσενς και τον Τζέφρι Ρόμπερτσον) και πέρασα από το σκοτάδι στο φως, συνειδητοποιώντας ότι μεγάλο μέρος της ιστορίας που πιστεύουν πολλοί στο Ηνωμένο Βασίλειο για τον Έλγιν είναι εντελώς αναληθές. Του δόθηκε η άδεια με τη μορφή επιστολής (όχι επισήμως σφραγισμένου φιρμανιού από τον σουλτάνο, όπως πολλοί νομίζουν) να πάρει εκμαγεία και σχέδια των γλυπτών, ώστε να μπορέσουν να αντιγραφούν για να διακοσμήσουν τη νέα του κατοικία.

Δεν του δόθηκε η άδεια να τα πελεκήσει και να τα αποκόψει βίαια από το κτίσμα, κάτι που για να γίνει χρειάστηκαν 300 άνδρες επί έναν ολόκληρο χρόνο και προϋπέθετε τεράστιες δωροδοκίες στους τοπικούς φύλακες. Η επιθυμία του να τα πάρει για να διακοσμήσει την ιδιωτική του κατοικία ματαιώθηκε μόνον όταν επέστρεψε τελικά στην πατρίδα και βρέθηκε με τεράστια χρέη.

Το Βρετανικό Μουσείο τού κατέβαλε 35.000 λίρες (λιγότερο από το ήμισυ των εξόδων του για την αφαίρεση και τη μεταφορά) για να τον βοηθήσει να λύσει τα οικονομικά του προβλήματα και να πληρώσει τα έξοδα του διαζυγίου του. Το μόνο αδιαμφισβήτητο σε αυτή τη μακρά διαμάχη είναι ότι η βρετανική κυβέρνηση πράγματι έδωσε χρήματα γι’ αυτά τα ανεκτίμητα έργα. Αλλά όχι στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους.

Πολλά χρόνια μετά την απόκτησή τους, ο Χένρι Νταβίν (άλλη μία φιγούρα με σκοτεινή ιστορία) έδωσε χρήματα για την αίθουσα όπου βρίσκονται σήμερα και έδωσε εντολή να τα τρίψουν με σύρμα για να τα λευκάνουν, ενέργεια που με τα σημερινά δεδομένα θεωρείται πράξη καταστροφής και όχι συντήρησης.

Δεν επαρκεί ο χώρος για να εκφράσω όλα μου τα συναισθήματα σχετικά με το θέμα της κακομεταχείρισης αυτών των πανέμορφων έργων, ωστόσο, είναι περιττό να πω ότι αρκούσε λίγο διάβασμα για να αλλάξει τελείως η γνώμη μου.

Και η συνέντευξη του Μπόρις Τζόνσον πέρυσι σε ελληνική εφημερίδα, στην οποία άφησε να εννοηθεί ότι τα Γλυπτά δεν θα επιστρέψουν ποτέ στην Αθήνα, με ώθησε να ενταχθώ στη Βρετανική Επιτροπή για την Επανένωση των Μαρμάρων του Παρθενώνα, μια ομάδα που ασκεί συνεχώς και με πάθος πιέσεις για τον στόχο της. Είμαι τώρα ανάμεσα στο 59%, τουλάχιστον, των Βρετανών που πιστεύουν ότι τα Γλυπτά πρέπει να επιστραφούν στην Αθήνα.

Οι πολιτικοί και οι διαχειριστές και διευθυντές μουσείων και από τις δύο πλευρές είναι γενικά υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούν ευγενική και προσεκτική γλώσσα, και το σέβομαι αυτό. Έτσι πρέπει να γίνεται. Ωστόσο, ως μέλος του κοινού, ίσως μπορώ να χρησιμοποιήσω πιο σκληρό λεξιλόγιο.

Για μένα, η ενέργεια του Έλγιν δεν ήταν παρά μια ιστορία κλοπής. Ντρέπομαι αφάνταστα γι’ αυτό και για την πεισματική και ξεπερασμένη στάση του Βρετανικού Μουσείου στο θέμα. Πρόκειται για ένα μουσείο που έχει στην ιδιοκτησία του οκτώ εκατομμύρια έργα, εκ των οποίων μόνο 80.000 εκτίθενται (το ένα τοις εκατό!). Εκτός από τα ηθικά επιχειρήματα, υπάρχουν και τα πρακτικά. Δεν θα τους λείψουν τα αντικείμενα προς έκθεση. Και θα υπάρξει αγαλλίαση στους δρόμους, όχι μόνο της Αθήνας αλλά και του Λονδίνου.

Μόλις οι Βρετανοί πολιτικοί το κατανοήσουν πλήρως αυτό, πιστεύω ότι το παλιρροϊκό ρεύμα της κοινής γνώμης θα είναι ασυγκράτητο. Το θέμα είναι να βάλουν μπροστά τόσο την καρδιά όσο και το μυαλό τους και, πολύ απλά, να κάνουν το σωστό – και να κατανοήσουν ότι θα τους καταγράψει και η ίδια η Ιστορία γι’ αυτό”.

Όπως το έγραψε η Βικτόρια Χίσλοπ στην kathimerini.gr για την παρελκυστική τακτική του Βρετανικού Μουσείου.
Συγγραφέας και μέλος της Βρετανικής Επιτροπής για την Επανένωση των Μαρμάρων του Παρθενώνα.

Τέλος, από πρόσφατη δημοσκόπηση που πραγματοποίησε η εφημερίδα Sunday Times με το ερώτημα «Θα πρέπει τα Ελγίνεια Μάρμαρα να επιστρέψουν στην Ελλάδα;», το 80% από τα 11.315 άτομα που συμμετείχαν απάντησε με ηχηρό «Ναι»!

 

Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Κάπλα

Διαβάστε επίσης

Close