Ανοιχτά και κλειστά όρια – λειτουργικά όρια

Ανοιχτά και κλειστά όρια – λειτουργικά όρια

Ανοιχτά και κλειστά όρια

Το σύστημα της οικογένειας έχει εξωτερικά όρια τα οποία τη διαφοροποιούν από το εξωτερικό περιβάλλον και εσωτερικά όρια τα οποία διαφοροποιούν τα υποσυστήματα της οικογένειας μεταξύ τους (για παράδειγμα το υποσύστημα των συζύγων ή το υποσύστημα των αδελφών).

Τα εξωτερικά όρια προστατεύουν την οικογένεια από τον έξω κόσμο, ενώ συγχρόνως επιτρέπουν την επικοινωνία με αυτόν. Ο έξω κόσμος, για παράδειγμα, μπορεί να είναι ο επαγγελματικός χώρος, το σχολείο του παιδιού, οι συγγενείς και οι φίλοι, από τα οποία η οικογένεια διαφοροποιείται, αλλά συγχρόνως επικοινωνεί. Με αυτή τη διαφοροποίηση επιταγχύνεται η διαμόρφωση της ταυτότητας της οικογένειας και των μελών της.

Με την επικοινωνία με τον έξω κόσμο η οικογένεια εξασφαλίζει την κοινωνικοποίηση των μελών και την προσαρμογή τους στην ευρύτερη πολιτισμική ομάδα στην οποία ανήκουν.
Ο Minuchin (& Fishman, 1981, σελ. 46) αναφέρει ότι μια από τις πιο σημαντικές λειτουργίες της οικογένειας είναι η προστασία των μελών της από τον έξω κόσμο και, συγχρόνως, η προετοιμασία τους να ζήσουν σε αυτόν.

Τα ανοιχτά όρια επιτρέπουν την εισροή πληροφορίας από τον έξω κόσμο (input), καθώς και την εξωτερίκευση του συστήματος προς αυτόν (output). Ουσιαστικά, τα ανοιχτά όρια επιτρέπουν την ανταλλαγή πληροφορίας από και προς το σύστημα. Ανταλλαγή πληροφορίας πραγματοποιείται όταν, για παράδειγμα, οι γονείς επιτρέπουν στο παιδί να ενταχθεί σε διάφορες ομάδες έξω από την οικογένεια, όπως το σχολείο, οι φίλοι, οι διάφορες αθλητικές ομάδες κ.λπ.

Οι γονείς επίσης, ως άτομα ή ως ζευγάρι, επικοινωνούν με άλλα συστήματα, όπως είναι οι φίλοι, οι συγγενείς, οι συνάδελφοι, ή οι σύλλογοι με κοινωνικές, πολιτικές, πολιτιστικές, αθλητικές ή άλλες δραστηριότητες.

Τα κλειστά όρια, αντίθετα, δεν επιτρέπουν την ανταλλαγή πληροφορίας*. Ένα σύστημα με υψηλό βαθμό εισερχόμενης και εξερχόμενης πληροφορίας θεωρείται ανοιχτό. Το σύστημα όμως του οποίου τα όρια δεν διαπερνά εύκολα η πληροφορία θεωρείται κλειστό.

Όπως αναφέρει ο Miller (1965, σελ. 203), κανένα σύστημα δεν είναι εντελώς κλειστό, γιατί δεν μπορεί να επιβιώσει. Επομένως, όταν αναφερόμαστε σε κλειστά συστήματα εννοούμε ότι είναι σχετικά κλειστά.

Τα ανοιχτά συστήματα βρίσκονται σε μια διεργασία συνεχούς ανταλλαγής και συναλλαγής με το περιβάλλον τους. Τα ζωντανά οργανικά συστήματα ανταλλάσσουν ύλη και ενέργεια, στοιχεία απαραίτητα για την επιβίωσή τους. Στα ψυχοκοινωνικά συστήματα η ανταλλαγή γίνεται με τη μορφή της πληροφορίας, σε συμβολικό επίπεδο ή σε επίπεδο συμπεριφοράς.

Οι οικογένειες ως συστήματα είναι περισσότερο ή λιγότερο ανοιχτά. Ένα ανοιχτό σύστημα οικογένειας όχι μόνο είναι σε θέση να επιβιώνει, αλλά εξελίσσεται συνεχώς. Είναι ανοιχτό σε νέες εμπειρίες και είναι σε θέση να εγκαταλείπει συμπεριφορές όταν αυτές δεν είναι πια λειτουργικές. Αντίθετα, ένα κλειστό σύστημα οικογένειας απομονώνεται από τις εξωτερικές επιδράσεις και έχει κακή προσαρμογή.

Σύμφωνα με τη Γενική Θωρία Συστημάτων, οι έννοιες της «εντροπίας» και της «νεγεντροπίας» αποτελούν βασικές αρχές στη λειτουργία των συστημάτων. Η εντροπία αναφέρεται στο βαθμό αταξίας που υπάρχει σε ένα σύστημα. Η νεγεντροπία αναφέρεται στους μηχανισμούς που αναπτύσσει το σύστημα για να μειώσει την εντροπία του.

Τα ανοιχτά συστήματα έχουν αυξημένο αριθμό νεγεντροπίας. Όταν σε ένα σύστημα επέρχεται αταξία (εντροπία) λόγω αλλαγών είτε στο εσωτερικό του συστήματος είτε στο εξωτερικό του περιβάλλον – υπερσύστημα – τότε αναπτύσσονται μηχανισμοί (νεγεντροπία) οι οποίοι τείνουν να επαναφέρουν το σύστημα σε ισορροπία.

Σε ένα λειτουργικό σύστημα υπάρχει ισορροπία ανάμεσα στις δύο αυτές λειτουργίες. Κάθε λειτουργικό υποσύστημα προσαρμόζεται στις νέες καταστάσεις και ισορροπεί. Ένα κλειστό σύστημα είναι δύσκολο να αναπτύξει προσαρμοστικούς μηχανισμούς και να πετύχει νέα ισορροπία μετά τις αλλαγές που συμβαίνουν σε αυτό. Ως εκ τούτου, τα κλειστά συστήματα παρουσιάζουν αυξημένη εντροπία.

Ο Goldenberg (et al., 1991, σελ. 46) αναφέρει ως παράδειγμα κλειστού συστήματος τις οικογένειες των μεταναστών. Οι νεοεισερχόμενοι μετανάστες ζουν συνήθως απομονωμένοι από την κυρίαρχη εθνική ομάδα της χώρας υποδοχής. Είναι καχύποπτοι απέναντι στους ξένους, επικοινωνούν μόνο μεταξύ τους και απαιτούν πειθαρχία από τα μέλη της οικογένειάς τους. Μένουν προσκολλημένοι στην παράδοση και αντιστέκονται στην αλλαγή.

Οι σχέσεις γονέων–παιδιών, όπως και γενικότερα οι σχέσεις στις κλειστές αυτές οικογένειες, παρουσιάζουν προβλήματα.

Τα όρια σε ένα σύστημα είναι λειτουργικά όταν δεν είναι ούτε πολύ ανοιχτά ούτε πολύ κλειστά. Στην πρώτη περίπτωση, όταν τα όρια είναι πολύ ανοιχτά, το σύστημα δεν οριοθετείται ούτε προστατεύεται από τον έξω κόσμο. Έτσι το σύστημα είναι συνήθως αποδιοργανωμένο. Δεν υπάρχει ο βαθμός συνοχής και διάκρισης μεταξύ των μελών του ο οποίος να επιτρέπει στο σύστημα να διαφοροποιηθεί από το περιβάλλον και συγχρόνως να διατηρεί τη δική του ταυτότητα.

Το πολύ ανοιχτό σύστημα δεν προστατεύει τα μέλη του από το πλήθος των εξωτερικών επιδράσεων. Στην περίπτωση αυτή παρατηρείται ένας βομβαρδισμός πληροφοριών και μια αδυναμία του συστήματος να επιλέξει και να απορροφήσει εκείνες τις πληροφορίες που θα επιτρέψουν τη συντήρηση και την εξέλιξή του. Αυτό σημαίνει ότι κινδυνεύει η ύπαρξή του ίδιου του συστήματος.

Στην αντίθετη περίπτωση, όταν τα όρια είναι πολύ κλειστά, δεν εισρέει ο βαθμός πληροφορίας που απαιτείται για τη συντήρηση και εξέλιξη του συστήματος. Ένα εντελώς κλειστό σύστημα πεθαίνει. Ένα ημίκλειστο σύστημα δυσλειτουργεί. Η Satir (1972) ως κλειστά συστήματα αναφέρει τις φυλακές, μερικά ιδρύματα, αλλά και τις οικογένειες που δεν επικοινωνούν με τον έξω κόσμο.

Στην περίπτωση που τα εσωτερικά όρια ενός συστήματος είναι κλειστά, τα μέλη του δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. Η απόσταση που υπάρχει μεταξύ των μελών ως προς τη συναισθηματική εμπλοκή και την επικοινωνία τα εμποδίζει να έχουν το συναίσθημα ότι ανήκουν σε μια οργανωμένη ομάδα, σε ένα όλο.

Συνεπώς, και στην περίπτωση των κλειστών ορίων απειλείται η ταυτότητα του συστήματος εξαιτίας της απομάκρυνσης των μελών μεταξύ τους.

Λειτουργικά όρια

Παρόλο που τα ανοιχτά όρια – ανοιχτό σύστημα – είναι πιο θετικά για τη λειτουργία του συστήματος, η ποιότητα των ορίων και επομένως η λειτουργικότητά τους για το σύστημα καθορίζεται από την ευελιξία των ορίων να γίνονται περισσότερο ή λιγότερο κλειστά ή ανοιχτά ανάλογα με τις ανάγκες.

Η λειτουργικότητα των ορίων για οποιοδήποτε υποσύστημα μπορεί να μετακινείται από σχετικά κλειστά σε σχετικά ανοιχτά όρια ανάλογα με τις ανάγκες του συστήματος και την εξελικτική του πορεία. Μετά το γάμο, για παράδειγμα, τα εξωτερικά όρια του συστήματος των νεαρών συζύγων γίνονται περισσότερο κλειστά, προκειμένου να επιτρέψουν στο νέο ζευγάρι να αποκτήσει την απαιτούμενη συνοχή για την οργάνωσή του.

Μετά τη γέννηση του πρώτου παιδιού τα εξωτερικά όρια γίνονται περισσότερο ανοιχτά, ώστε να επιτρέψουν στο νέο σύστημα που δημιουργήθηκε να δεχτεί υποστήριξη και βοήθεια από το εξωτερικό περιβάλλον (παππούδες, άλλα άτομα, παιδικός σταμθμός κ.λπ.)

Η διαφοροποίηση των ορίων από πιο κλειστά σε περισσότερο ανοιχτά ή το αντίστροφο είναι συνήθως μια σταθερή διαδικασία, χωρίς σημαντικές αυξομειώσεις, που ακολουθεί τις αναπτυξιακές ή άλλες αλλαγές του συστήματος. Ωστόσο, σε περιπτώσεις απότομων αλλαγών στο εξωτερικό περιβάλλον (υπερσύστημα) ή στο εσωτερικό του συστήματος, η ποιότητα των ορίων εξαρτάται από το πόσο ευέλικτα είναι, από το πόσο δηλαδή εύκολα αλλάζουν και γίνονται περισσότερο ή λιγότερο κλειστά ή ανοιχτά ανάλογα με την περίσταση.

Στην περίπτωση, για παράδειγμα, που ένα μέλος της οικογένειας πεθαίνει, το σύστημα μπορεί να γίνει πολύ κλειστό, προκειμένου να εξασφαλίσει την απαιτούμενη συνοχή για τη διευθέτηση της ανισορροπίας που επήλθε στην οικογένεια εξαιτίας της απώλειας.

Τα ώριμα άτομα, αναφέρει ο Skynner (1997) μετά από μια απώλεια κλείνονται στον εαυτό τους και πενθούν, έπειτα όμως συνεχίζουν τη ζωή τους. Το σύστημα όμως μπορεί να γίνει πιο ανοιχτό, ακόμη και διάτρητο, όταν τα μέλη του συστήματος ζητούν υποστήριξη από το εξωτερικό περιβάλλον για να αντιμετωπίσουν την κρίση (Nichols & Everett, 1986).

Οι αρχές της λειτουργίας των συστημάτων ισχύουν για όλα τα ζωντανά συστήματα. Η ισορροπία ανάμεσα στο άνοιγμα και στο κλείσιμο των ορίων της οικογένειας συμβαίνει και σε προσωπικό επίπεδο, στο κάθε μέλος. Το κάθε άτομο εξασφαλίζει μια ισορροπία ανάμεσα στο άνοιγμα προς τα έξω και στο κλείσιμο στον εαυτό του.

Μετά την εισροή πληροφορίας – έκθεση στο χώρο εργασίας, έκθεση σε γνωστικη πληροφορία, ακόμη και άνοιγμα σε ευχάριστες δραστηριότητες όπως η διασκέδαση ή διάφορα χόμπι – το άτομο αισθάνεται την ανάγκη να απομακρυνθεί από τις δραστηριότητες αυτές και να χαλαρώσει.

Όπως φαίνεται από τις παραπάνω αναφορές, η ευελεξία των ορίων αποτελεί βασικό στοιχείο που καθορίζει την ποιότητα και τη λειτουργικότητα του συστήματος. Στα λειτουργικά συστήματα τα όρια είναι μεν σαφώς καθορισμένα, έχουν όμως τη δυνατότητα να γίνονται περισσότερο ή λιγότερο κλειστά ή ανοιχτά ανάλογα με την περίπτωση, για να προστατεύσουν το σύστημα.

Τα μη λειτουργικά όρια είναι ανελαστικά. Στην περίπτωση αυτή το σύστημα δεν έχει τον απαιτούμενο βαθμό ευελιξίας να προσαρμοστεί στις αλλαγές έξω από το σύστημα ή στο εσωτερικό του και να αντιμετωπίσει έτσι τις καταστάσεις κρίσης. Η ανελαστικότητα σε ένα σύστημα μπορεί να είναι μόνιμο ή παροδικό χαρακτηριστικό των ορίων του (Minuchin, 1991).

* Η έννοια της πληροφορίας στα συστήματα αναπτύχθηκε κυρίως από τον Shannon στη μαθηματική θεωρία της επικοινωνίας. Η πληροφορία αναφέρεται σε ύλη, ενέργεια ή σύμβολα που ένα σύστημα μπορεί να προσλάβει και να επεξεργαστεί. Η ποιότητα ενός συστήματος καθορίζεται από τη δυνατότητα και την ελευθερία του συστήματος να δέχεται πληροφορία και επομένως να αλλάζει. Η εισροή πληροφορίας σε ένα σύστημα μειώνει την ανισορροπία και αυξάνει την τάξη (Miller, 1965, σελ. 193).

Η ανταλλαγή πληροφορίας είναι βασική ανάγκη για όλα τα ζωντανά συστήματα, επειδή επιφέρει αλλαγή στο σύστημα και το προετοιμάζει για συνεχή προσαρμογή. Βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της πληροφορίας είναι ότι προκαλεί αλλαγή.

Όπως αναφέρει ο Bateson (1972), η πληροφορία «είναι μια διαφορά η οποία προκαλεί τη διαφορά». Στις διαπροσωπικές σχέσεις της οικογένειας ένα χαμόγελο, μια χειρονομία ή ένα νεύμα συνιστούν αλλαγές στο περιβάλλον της οικογένειας, αντίστοιχες με τις αλλαγές στη θερμοκρασία. Με τη σειρά τους, αυτές οι αλλαγές προκαλούν αλλαγές όταν ο παραλήπτης της πληροφορίας αλλάζει την αντίληψή του για το περιβάλλον και τροποποιεί στη συνέχεια τη συμπεριφορά του.

Στη συστημική θεραπευτική προσέγγιση της οικογένειας η έννοια της πληροφορίας συνδέεται με την ικανότητα της οικογένειας να κάνει τις απαραίτητες αλλαγές προκειμένου να προσαρμοστεί στις αλλαγές του περιβάλλοντος.

Όταν, για παράδειγμα, σε μια οικογένεια το παιδί πάει για πρώτη φορά στο σχολείο, η οικογένεια οφείλει να αλλάξει ορισμένες συμπεριφορές και στάσεις για να προσαρμοστεί στη νέα κατάσταση. Θα γίνουν αλλαγές, για παράδειγμα, στις ώρες του ύπνου και του φαγητού. Θα χρειαστεί να γίνουν αλλαγές και στις σχέσεις της οικογένειας με νέα άτομα, όπως δασκάλους, συμμαθητές, άλλους γονείς κ.λπ.

Σε μια οικογένεια που αποτελεί κλειστό σύστημα και δεν προσαρμόζεται στις νέες καταστάσεις δίνεται πληροφορία για να μπορέσει να αλλάξει. Η πληροφορία μπορεί να αφορά το επίπεδο συμπεριφοράς: για παράδειγμα, καθορισμός των ωρών του φαγητού, του ύπνου, της αφύπνισης. Σε περίπτωση όπου δεν υπάρχει θετική στάση, μπορεί επίσης να δοθεί πληροφορία που θα αλλάξει τη στάση των γονέων για το σχολείο ή τους δασκάλους.

Η αλλαγή στη στάση θα οδηγήσει σε αλλαγή συμπεριφοράς. Αν με τις παρεμβάσεις αυτές προκληθεί αλλαγή στη συμπεριφορά της οικογένειας, το σύστημα θεωρείται ότι πήρε πληροφορία.

Από το βιβλίο της Βασιλική Παπαδιώτη-Αθανασίου: “οικογένεια και όρια”, συστημική προσέγγιση, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.

Διαβάστε επίσης

Close