Γιατί όλοι φεύγουν ή μήπως εγώ τους διώχνω;

Γιατί όλοι φεύγουν ή μήπως εγώ τους διώχνω;

«Τον είχε διώξει όπως έδιωξε και τον επόμενο και τον μεθεπόμενο.

Δεν τους έδιωξε ποτέ συνειδητά, αποφασισμένη για αυτό επειδή δεν τους ήθελε. Τους έδιωχνε η απελπισμένη της προσπάθεια να τους κρατήσει, η τρομερή καχυποψία της, η έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό της, στην αξία της σαν γυναίκα ή σαν σύντροφο. Ζήλευε.

Ζήλευε ακόμη και την ανάσα τους που έφευγε προδοτική από το στόμα τους για να εισχωρήσει ζεστή, ζωοδότρια, μέσα σε άλλα σωθικά που δεν ήταν τα δικά της. Ζήλευε παθιασμένα, βασανιστικά κι εκείνοι κουράζονται από το φορτίο της σχέσης που δεν ήταν σχέση. Κι έφευγαν…»

(Τσουρλάκη, Κ., 2000, Πέρα από την ψευδαίσθηση)

Όσο πιο κοντά ερχόμαστε με κάποιον τόσο πιο πολύ έχουμε την ευκαιρία να τον γνωρίσουμε και να μας γνωρίσει καλύτερα…

Τι γίνεται, όμως, όταν τις περισσότερες φορές όταν ερχόμαστε πιο κοντά ο άλλος εγκαταλείπει αυτή την εν δυνάμει σχέση κι εμείς μένουμε με την απορία γιατί συνέβη αυτό, χωρίς να έχουμε καμία προειδοποίηση. Και μπορεί να σκεφτόμαστε ότι θέλουμε τόσο πολύ την κοντινότητα, την συντροφικότητα, το μοίρασμα.

Μήπως, όμως, το θέλουμε τόσο πολύ, που ο άλλος πνίγεται πριν ακόμη μπορέσει να νιώσει ασφαλής μέσα σε αυτή τη σχέση; Μήπως ο άλλος πιστεύει ότι έχουμε πολλές προσδοκίες και δεν θα μπορέσει να είναι επαρκής σε αυτά που εμείς περιμένουμε;

Μήπως, κατά βάθος, φοβόμαστε αυτή την κοντινότητα, οπότε ωθούμε τον άλλο σε αυτή τη συμπεριφορά; Μήπως το θεωρούμε δεδομένο ότι θα εγκαταλειφθούμε;

Όταν ζούμε με το φόβο ότι ο άλλος θα μας εγκαταλείψει, μπορεί από την αρχή να ξεκινάμε με μια υπερπροσπάθεια, με έναν έντονο ενθουσιασμό, αλλά κατά βάθος νιώθουμε φοβισμένοι.

Από την πρώτη στιγμή μπορεί να δενόμαστε με τον άλλο και να επενδύουμε πολύ, περιμένοντας αντίστοιχη συμπεριφορά και από την άλλη πλευρά… Κι όταν βλέπουμε ότι αυτό δεν συμβαίνει και ο άλλος δεν ανταποκρίνεται στην παρορμητικότητά μας, τότε πάμε στο άλλο άκρο και απογοητευόμαστε τελείως.

Ο παρορμητισμός με τον οποίο συμπεριφερόμαστε μέσα στη σχέση, η απώλεια της αίσθησης της λογικής και το να νιώθουμε χαμένοι μέσα στα ίδια μας τα συναισθήματα οδηγούν τον άλλο στην απομάκρυνση. Τότε αρχίζει και επιβεβαιώνεται το μοτίβο που ήδη έχουμε ζήσει και στις προηγούμενες σχέσεις μας και σκεφτόμαστε ότι πάντα μόνοι μας θα καταλήγουμε.

Η έντονη προσκόλληση έτσι ώστε να μην χάσουμε τον άλλο, έχει το ίδιο αποτέλεσμα: ο άλλος φεύγει γιατί δεν αντέχει αυτό το πνίξιμο ή ο άλλος φεύγει γιατί δεν αντέχει τη σιγουριά μας ότι θέλει να μας εγκαταλείψει.

Το βασικό που φοβόμαστε σε αυτό είναι η συναισθηματική απομόνωση, που έχει μια απέραντη σιωπή, μια αβάσταχτη ησυχία, μια απόγνωση ότι ποτέ κανείς δεν πρόκειται να μας αγαπήσει. Κι έτσι χάνουμε κάθε αίσθηση ασφάλειας, κάθε εμπιστοσύνη ότι μπορούμε να δομήσουμε μια πιο σταθερή σχέση. Και πάμε στην επόμενη σχέση κουβαλώντας όλο και πιο πολλές πιθανότητες ότι ο άλλος θα φύγει.

Όμως, θα πρέπει να δούμε τη δική μας συμπεριφορά και να σκεφθούμε πόσο εμείς συμβάλλουμε σε αυτό: είτε με τις επιλογές που κάνουμε, είτε με τη συμπεριφορά μας απέναντι στον άλλο. Πόσο έντονη είναι η πεποίθησή μας ότι ο άλλος θα φύγει και πόσο τελικά καταλήγουμε με τη συμπεριφορά μας και αυτό που ήδη πιστεύουμε να τον διώχνουμε από κοντά μας;

Πώς καταφέρνουμε να κάνουμε αυτό που φοβόμαστε περισσότερο από όλα: το να μας εγκαταλείψει ο άλλος και να μείνουμε μόνοι μας; Πώς καταφέρνουμε τα έντονα συναισθήματα που νιώθουμε να καταστρέφουν τις ίδιες μας τις σχέσεις;

Το αρχικό άγχος που μας πυροδοτεί η πιθανή εγκατάλειψη, μετατρέπεται σε απόγνωση, όπου δεν ξέρουμε τι να κάνουμε και πώς να αντιδράσουμε και τελικά καταλήγουμε να επιλέξουμε την αποστασιοποίηση, ως τον πιο ασφαλή τρόπο για να προστατεύσουμε τον εαυτό μας, με τη σκέψη «καλύτερα να πονέσουμε τώρα παρά αργότερα».

Και τελικά, βλέπουμε όλες οι στενές διαπροσωπικές μας σχέσεις να έχουν την ίδια κατάληξη: όλοι φεύγουν και εμείς μένουμε με την απορία «γιατί πάλι;». Και κάθε φορά βιώνουμε την ίδια εναλλαγή συναισθημάτων: άγχος, λύπη και θυμός… απελπισία και ένα απέραντο αίσθημα απομόνωσης.

Όσον αφορά την επιλογή συντρόφων, τείνουμε να επιλέγουμε ανθρώπους που μας κάνουν να ελπίζουμε μέχρι ένα σημείο, όχι όμως απόλυτα, πάντα δηλαδή υπάρχει ένα όριο που το καθορίζουν αυτοί, με αποτέλεσμα αυτό να μας δημιουργεί ένα ανάμεικτο συναίσθημα ελπίδας και αμφιβολίας, αλλά και μια έντονη να κερδίσουμε τον άλλο ή να τον κάνουμε να είναι σταθερός απέναντί μας.

Συνήθως, επιλέγουμε συντρόφους που δεν είναι διαθέσιμοι για μακροχρόνιες σχέσεις (παντρεμένοι ή σε άλλες σχέσεις), δεν μπορούν να μας δοθούν απόλυτα και να είναι παρόντες στη ζωή μας, είναι συναισθηματικά ασταθείς, είναι συναισθηματικά ανώριμοι, θέλουν την ελευθερία τους ή δε θέλουν να δεσμευτούν ή είναι αλλοπρόσαλλοι στη συμπεριφορά τους (θέλουν, αλλά δεν θέλουν να δώσουν ή να επενδύσουν συναισθηματικά, ή κινούνται ανάμεσα στον έντονο ερωτισμό και στην έντονη αδιαφορία όσον αφορά τη συμπεριφορά τους απέναντί μας).

Όσο συνεχίζουμε να κάνουμε τέτοιου είδους επιλογές συντρόφων τόσο θα ξαναβιώνουμε το ίδιο μοτίβο σχέσεων, όπου θα έχουμε το φόβο ότι ο άλλος θα φύγει και τελικά θα καταλήγουμε με τη συμπεριφορά μας να τον διώχνουμε από κοντά μας.

Για να μπορέσουμε να ξεπεράσουμε αυτό το φόβο και να κάνουμε μια πιο σταθερή σχέση θα πρέπει να αποφεύγουμε συντρόφους που είναι επιπόλαιοι, ασταθείς ή αμφίθυμοι, ακόμη κι αν μας προσελκύουν έντονα, να βρούμε κάποιο σύντροφο που είναι συναισθηματικά διαθέσιμος, πιστός και αφοσιωμένος και να μπορέσουμε να ελέγξουμε τα συναισθήματα που μας προκαλεί η πιθανότητα της εγκατάλειψης, προσπαθώντας να πείσουμε τον εαυτό μας πως θα είμαστε μαζί για πάντα, αφήνοντας πιο ελεύθερο τον εαυτό μας να επενδύσει σε αυτή τη σχέση.

Young, J.E., & Klosko, J.S. (2010). Ανακαλύπτοντας ξανά τη ζωή σας. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.

Πηγή: papadopsixologos.blogspot.gr

Thessaloniki Arts and Culture,

Διαβάστε επίσης

Close