Η ακρόαση στην επικοινωνία: μία πράξη σεβασμού και ψυχικής δύναμης

Η ακρόαση στην επικοινωνία: μία πράξη σεβασμού και ψυχικής δύναμης

Πομπός και δέκτης είναι δύο βασικοί αλληλοσυμπληρωματικοί ρόλοι για να υπάρξει η οποιαδήποτε μορφή επικοινωνίας.

Η επικοινωνία ωστόσο είναι μία περίπλοκη διαδικασία που ενέχει πολλά και διαφορετικά στοιχεία, ωστόσο όταν οι ρόλοι του πομπού και του δέκτη εναλλάσσονται ανάμεσα στα μέλη τότε μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει μία καλή βάση.

Μία μορφή, από τις πολλές, της δυσλειτουργικής επικοινωνίας είναι αυτή που συνήθως οδηγεί σε σύγκρουση. Κανείς δεν ακούει τον άλλο. Συναισθήματα μοναξιάς, θυμού, οργής, ματαίωσης βασανίζουν τα μέλη από την έλλειψη κατανόησης και την συμβολική ακύρωση που προκαλεί η συναισθηματική κώφωση του άλλου.

Ας πούμε, θα έχετε συχνά βρεθεί με κάποιον που δεν ακούει αλλά θέλει μόνο να μιλά και να τον ακούν οι άλλοι. Ο συγκεκριμένος τύπος (πάρα πολύ συχνός δυστυχώς) διακόπτει συνεχώς τον συνομιλητή του. Σπάνια η συζήτηση καταλήγει σε ένα συμπέρασμα ή σε έναν κοινό τόπο. Η στοχαστική περιπέτεια της συζήτησης καταστρέφεται.

Ωστόσο η ετυμολογία της λέξης συζήτηση σημαίνει μαζί αναζητούμε. Αν θέλουμε να υπάρξει πράγματι συζήτηση δεν είναι λειτουργικό να καταλαμβανόμαστε από ανταγωνιστική τύφλωση αλλά από την χαρά της περιπέτειας της αναζήτησης από κοινού. Δεν είναι απαραίτητο να υπάρξει συμφωνία, αλλά ο καθένας θα πρέπει να έχει και να δίνει χώρο στον άλλο.

Οι περισσότεροι άνθρωποι που δεν ακούν διακατέχονται από έναν φόβο διείσδυσης από τον άλλο. Λες και ο λόγος του άλλου είναι απειλητικός για το Εγώ. Λες και πρόκειται να ακυρωθεί το υποκείμενο ή κινδυνεύει να χαθεί η ταυτότητα του. Σαν και η ταυτότητα να είναι κάτι το οποίο πρέπει να μείνει αμετακίνητο, απαράλλαχτο μέσα στον χρόνο και την ιστορία μας, τις σχέσεις μας, κλεισμένο ερμητικά προς την όποια αλλαγή μπορεί να έρθει από την εμπειρία της ζωής και των σχέσεων.

Μία άλλη παράμετρος που παρατηρούμε είναι ότι υπάρχει συχνά σε αυτούς τους ανθρώπους η σύγχυση μεταξύ του “ακούω” και του “υπακούω”. Πολλοί αισθάνονται ότι η επικοινωνία είναι ένα παιχνίδι δύναμης και εξουσίας ανάμεσα στα δύο (ή και περισσότερα) μέλη. Ο άλλος γίνεται αντιληπτός ως αντίπαλος και η ίδια η συζήτηση μετατρέπεται σε ένα δυνητικό πεδίο σύγκρουσης.

Μέσα σε ένα τέτοιο σχήμα, η δεκτικότητα γίνεται αντιληπτή ως παθητικότητα και η παθητικότητα ως αδυναμία. Αντίθετα, αυτός που μιλά περισσότερο, παρά ακούει, αισθάνεται ενεργητικός και δυνατός.

Παρόλα αυτά, μάλλον συμβαίνει το αντίθετο συχνά. Η ακρόαση χωρίς να διακόπτει κάποιος τον άλλο σε μία συζήτηση απαιτεί έναν ψυχισμό με δύναμη και συγκρότηση. Αντίθετα, ένας εύθραυστος ψυχισμός δεν αντέχει να εμπεριέξει τον λόγο του άλλου και γιαυτό διακόπτει συχνά και δεν τον αφήνει να μιλήσει. Του στερεί δηλαδή τη φωνή. Τα συναισθήματα που προκαλούνται από τον λόγο του άλλου είναι κατακλισμιαία και δεν μπορεί να τα αντέξει. Ως εκτόνωση λοιπόν συχνά και κυρίως ως άμυνα του εύθραυστου ψυχισμού επιχειρείται η διακοπή του λόγου του άλλου, ο συμβολικός ευνουχισμός του.

Φυσικά και σε μία τέτοια περίπτωση δεν γεννιέται μία νέα ιδέα από τη συζήτηση. Η επικοινωνία αυτών των δύο ανθρώπων δεν μπορεί να είναι δημιουργική, αφού τα νέα μονοπάτια της σκέψης κλείνουν μπροστά στον φόβο του άλλου και έτσι χάνεται η ευκαιρία για μία απολαυστική στοχαστική περιπέτεια από κοινού.

Υπάρχει όμως συχνά και ένα άλλο είδος επικοινωνίας όπου ο ένας από τους δύο είναι πάντα πομπός και ο άλλος πάντα δέκτης. Και σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει δημιουργικότητα στην αναζήτηση από κοινού (στην συ-ζήτηση δηλαδή), αλλά εδώ έχουμε λιγότερες συγκρούσεις.

Δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε και τον φλύαρο που δεν αφήνει χώρο σε κανέναν άλλο. Εδώ η φλυαρία έχει τη σημασία επιθετικής συμπεριφοράς, εκτός από τις περιπτώσεις των μοναχικών ανθρώπων που στερούνται την ευκαιρία συχνών συζητήσεων. Τέτοιοι είναι πολλοί ναυτικοί, όταν πιάνουν στεριά, μοναχικοί γέροντες κ.ά.

Θα λέγαμε όμως ότι συνήθως, ο τρόπος με τον οποίο επικοινωνούμε είναι αυτός που έχουμε μάθει από το περιβάλλον μας και ιδιαίτερα από την οικογένεια.

Το πρώτο πράγμα που μάθαμε στην ψυχολογία είναι πώς να ακούμε.
Αν είχαμε περισσότερους δέκτες, μάλλον θα ήμασταν άνεργοι περισσότεροι ψυχολόγοι.
Όμως, οι περισσότεροι γύρω μας θέλουν να είναι πομποί. Ακόμη κι όταν υποτίθεται ότι ακούν, σκέφτονται τι θα πουν οι ίδιοι μετά.

Στον Μεγάλο Ιεροεξεταστή των Αδερφών Καραμαζώφ, του Ντοστογέφσκι βλέπουμε ένα εξαιρετικό παράδειγμα ενεργητικής ακρόασης, όπως και τις συνέπειές της.

Μεσαίωνας-Σεβίλλη, Ισπανία.
Ο Μέγας Ιεροεξεταστής, γαντζωμένος στην απόλυτη εξουσία του, έρχεται αντιμέτωπος με την άφιξη του ίδιου του Χριστού. Βλέποντας τον κόσμο να τον αναγνωρίζει και να τον περιτριγυρίζει, ο Ιεροεξεταστής τον συλλαμβάνει και τον φυλακίζει με στόχο να τον ρίξει στην πυρά την επόμενη μέρα. Μετά τη σύλληψή του, ο Ιεροεξεταστής ξεκινά έναν μακροσκελή μονόλογο. Στην αρχή απαγορεύει τον λόγο στον Χριστό. Πράγματι, Εκείνος (έτσι αναφέρεται και στο έργο του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα) τον ακούει χωρίς να τον διακόπτει.

Τα μάτια του όμως είναι ζωντανά και δηλώνουν την ενεργητική του ακρόαση. Ενεργητική γιατί όλη η προσοχή του είναι σταμένη προς τον συνομιλητή του. Καθώς ο μονόλογος φτάνει προς το τέλος του, ο Ιεροεξεταστής έχει στερέψει από το μένος. Ο Χριστός όχι μόνο δεν του διακόπτει τον λόγο, δηλ. δεν τον ευνουχίζει στοματικά, αλλά στο τέλος του δίνει ένα φιλί στα χείλη. Πράττει δηλαδή ακριβώς το αντίθετο από αυτό που περίμενε ο αλαζονικός Ιεροεξεταστής, ο οποίος ανοίγει την πόρτα και τον απελευθερώνει. Δεν είναι τυχαίο που ένα μεγάλο μέρος του λόγου του Ιεροεξεταστή σχετίζεται με την ελευθερία…

Θα πρότεινα να δούμε το παραπάνω παράδειγμα, ως ένα δείγμα που μας έρχεται από τo λογοτεχνικό έργο του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα και όχι ως ένα παράδειγμα με θεολογικές προεκτάσεις.

Στην ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία, ο αναλυόμενος μιλάει. Μιλάει χωρίς να διακόπτεται και ο θεραπευτής ακούει. Ακούει με όλη του την προσοχή και δεκτικότητα και ταυτόχρονα φαντασιώνει, ακούει τον αναλυόμενο αλλά παρατηρεί ενδοσκοπικά και τον δικό του ψυχισμό. Τι συνειρμούς του φέρει ο λόγος του αναλυόμενου, τι συναισθήματα, ποιες δικές του μνήμες;
Σπάνια διακόπτεται ο λόγος του θεραπευόμενου. Του δίνεται χώρος αλλά και μία ευκαιρία…

Γιατί μέσα σε αυτή την αβίαστη εκπομπή λόγου, ακούει και ο ίδιος αυτό που εκφέρει, μαζί με τον θεραπευτή. Και αυτή η δυνατότητα χάνεται δυστυχώς όταν το υποκείμενο διακόπτεται συνεχώς από τον συνομιλητή του. Χάνεται δηλαδή η δυνατότητα αυτοστοχασμού αλλά και επί-λυσης ή ανά-λυσης. Η ακρόαση γίνεται λοιπόν μία βασική θεραπευτική οδός που οδηγεί σε νέους δρόμους και στην απελευθέρωση από συμπλέγματα…

Δήμητρα Σταύρου – Ψυχολόγος

Διαβάστε επίσης

Close