Κοινωνική φοβία: Πως μπορώ να την ξεπεράσω;

Κοινωνική φοβία: Πως μπορώ να την ξεπεράσω;

Υπάρχουν ορισμένοι που νιώθουν ασφαλείς σε κάθε κοινωνική κατάσταση αλλά και κάποιοι άλλοι που νιώθουν ντροπή και ανασφάλεια στις περισσότερες κοινωνικές καταστάσεις.

Οι περισσότεροι από εμάς νιώθουν ασφαλείς και άνετοι σε ορισμένες καταστάσεις αλλά νευρικοί και ανασφαλείς σε κάποιες άλλες. Για ένα, όμως, ποσοστό 10% περίπου του γενικού πληθυσμού (συνηθέστερα γυναίκες), οι καταστάσεις αυτές δεν προκαλούν απλά νευρικότητα αλλά έντονο άγχος και κοινωνική φοβία (Κ.Φ.).

Κοινωνική φοβία είναι το άγχος που νιώθουν κάποια άτομα όταν βρεθούν στο επίκεντρο της προσοχής των άλλων. Φοβούνται πως θα κριθούν, θα σχολιασθούν, έχοντας συχνά την αίσθηση πως θα κάνουν κάποιο λάθος, πράγμα που θα τους εκθέσει στα μάτια των άλλων.

Από τη φύση της η Κ.Φ. επηρεάζει ολόκληρη τη ζωή κάποιου. Δεν είναι το ίδιο με τη νευρικότητα ή το άγχος των περισσοτέρων ατόμων ενώπιον μιας ομιλίας μπροστά σε ακροατήριο ή για ανάλογες καταστάσεις. Ένα άτομο με Κ.Φ. δεν έχει απλά νευρικότητα και λίγο άγχος αλλά έναν παραλυτικό φόβο και άγχος που καθηλώνουν.

Όταν κάποιος έχει Κ.Φ., εξελίσσει συχνά μια συμπεριφορά που αποβλέπει στην αποφυγή της οποιασδήποτε κατάστασης που του προκαλεί άγχος και που μπορεί δυνητικά να τον εκθέσει, π.χ. εάν διαπιστώσουν οι άλλοι πως κοκκινίζει, πως τρέμουν τα χέρια του, πως έχει ιδρώσει κ.τ.λ.. Σταδιακά, αρχίζει να αποφεύγει ολοένα και περισσότερο τις κοινωνικές επαφές ή συνευρέσεις.

Αποφεύγονται κυρίως οι επαφές με άτομα που δεν γνωρίζουν καλά ή που δεν ανήκουν στο άμεσο κοινωνικό τους περιβάλλον. Η ζωή τους περιορίζεται δραματικά, το άγχος συνεχώς αυξάνεται και μπορεί να πάρει ακόμα και διαστάσεις κρίσεων πανικού. Σε παιδιά, ο φόβος αυτός μπορεί να εκδηλωθεί με τη μορφή κλάματος, εκρήξεων οργής, πάγωμα από το, φόβο ή διαμέσου μιας επίδειξης εξεζητημένης άνεσης και αυτοπεποίθησης.

Η Κ.Φ. μπορεί να πλήξει τόσο την προσωπική όσο και την εργασιακή ζωή κάποιου. Μπορεί να εκδηλωθεί ήδη από την παιδική κιόλας ηλικία -και συγκεκριμένα σε συνάρτηση με το ξεκίνημα του σχολείου- ή στην εφηβεία όπου οι απαιτήσεις πληθαίνουν. Πολλές είναι οι έρευνες που δείχνουν πως σχεδόν 1 στα 10 παιδιά υποφέρουν από Κ.Φ., χωρίς αυτό να γίνεται αντιληπτό ακόμα και από το άμεσο περιβάλλον του παιδιού ή/και το εκπαιδευτικό προσωπικό του σχολείου.

Στους εφήβους, η Κ.Φ. μπορεί να αποτελέσει αιτία έναρξης χρήσης ναρκωτικών ουσιών και οινοπνεύματος ως μέσων αντιμετώπισης του έντονου άγχους που προκαλούν συγκεκριμένες καταστάσεις ή για παρηγοριά.

Μερικές φορές, ο φόβος σχετίζεται με 1-2 συγκεκριμένες καταστάσεις, π.χ. ομιλία ενώπιον ακροατηρίου, φαγητό σε εστιατόριο κ.ά., ενώ για κάποιους άλλους σχεδόν η οποιαδήποτε κοινωνική κατάσταση μπορεί να βιώνεται ως τρομακτική, οπότε και μιλάμε για γενικευμένη κοινωνική φοβία.

Τα άτομα με Κ.Φ. δεν είναι αδέξια, λιγότερο ευφυή ή λιγότερο κοινωνικά επαρκή απ΄ό,τι οι άλλοι. Αρκετές φορές, ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Όπως συμβαίνει και με άλλου είδους φοβίες, πρόκειται για έναν υπερβολικό ή μη ρεαλιστικό φόβο που το άτομο, σε ένα επίπεδο, το γνωρίζει πολύ καλά.

Τα άτομα που υποφέρουν από Κ.Φ. έχουν συχνά πολύ μεγαλύτερες προσδοκίες από τον εαυτό τους από αυτές που έχουν από τους άλλους. Ενώ μπορεί να παραβλέπουν ή να δείχνουν κατανόηση για ανάλογες δυσκολίες άλλων, δυσκολεύονται να αποδεχθούν δικές τους αποτυχίες ή δυσκολίες.

Συνήθη συμπτώματα κοινωνικής φοβίας
Τα άτομα με Κ.Φ. καταλαμβάνονται από έντονο άγχος σε περιπτώσεις που χρειάζεται να πουν ή να κάνουν κάτι που θα τραβήξει την προσοχή των άλλων. Το άγχος αυτό μπορεί να εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους, όπως:
-Κοκκίνισμα του προσώπου
-Ταχυκαρδία
-Κομπιάσματα στην ομιλία, ακόμα και τραυλισμός
-Εφίδρωση, πόνοι στην κοιλιά
-Τρεμούλιασμα
-Ζαλάδες
-Μουδιάσματα στα δάχτυλα

Συχνά, υπάρχουν και σκέψεις του τύπου: «Θα γίνω ρεζίλι», «Όλοι θα αντιληφθούν το πώς νιώθω» ή «Τι θα σκεφθούν για μένα» κ.ά. που ενισχύουν την επιθυμία αποφυγής της κατάστασης ή/και της τροπής σε φυγή.

Πέραν αυτών, για να διαπιστώσει κάποιος αν έχει πράγματι Κ.Φ., θα βοηθούσε αν προσπαθούσε να απαντήσει στα εξής δύο ερωτήματα:
1. Νιώθεις άσχημα ή απλά ενοχλείσαι όταν σε παρατηρούν άλλοι;
2. Σε δυσκολεύει ιδιαίτερα η συχνή επαφή με άλλους;

Η κοινωνική φοβία σε παιδιά και εφήβους
Η Κ.Φ. σε παιδιά και εφήβους μπορεί να εκδηλώνεται με άγχος αποχωρισμού από τους γονείς, με διάφορες συναισθηματικού τύπου εκρήξεις και συμπεριφορές σε άγνωστες καταστάσεις και με άγνωστα άτομα, απόσυρση ή/και ακραία ντροπαλότητα.

Συχνά, τα παιδιά και οι έφηβοι με Κ.Φ. εκδηλώνουν και συνειδητοποιούν τις δυσκολίες τους ήδη από τα πρώτα σχολικά τους χρόνια. Είναι ντροπαλοί, κοκκινίζουν εύκολα, δυσκολεύονται πολύ να σηκώσουν χέρι και να απαντήσουν σε ερωτήσεις, να σηκωθούν στον πίνακα και να πουν μάθημα μπροστά σε όλη την τάξη. Εξαιτίας των δυσκολιών τους αυτών, κινδυνεύουν να γίνουν αποδέκτες κοροϊδιών και σχολικής κακοποίησης, δυσκολεύονται να κάνουν φιλικές σχέσεις και βρίσκονται συχνά εκτός διαφόρων ομαδικών δραστηριοτήτων.

Πολύ συχνά, επειδή το εκπαιδευτικό προσωπικό δεν γνωρίζει τι είναι η Κ.Φ. και ποια τα συνήθη συμπτώματά της, ίσως να φθάνει ακόμα και μέχρι του σημείου να υποτιμά τη νοητική ικανότητα των σιωπηλών μαθητών ή και να εκνευρίζεται από τη μηδαμινή συμμετοχή τους στη διάρκεια των μαθημάτων. Συχνά, τα παιδιά αυτά τα πηγαίνουν -πέραν κάθε προσδοκίας- καλύτερα στα γραπτά απ΄ό,τι στα προφορικά.

Τι μπορεί να κάνει κάποιος από μόνος του
Είναι σημαντικό να μιλήσει για το πώς νιώθει με κάποιο άτομο της εμπιστοσύνης του.

Είναι, επίσης, σημαντικό να μην αποφεύγονται εντελώς οι καταστάσεις που προκαλούν φόβο αλλά το άτομο να προσπαθεί να εκτίθεται, έστω και για λίγο, σε αυτές, αυξάνοντας σταδιακά το χρόνο έκθεσής του στις συγκεκριμένες καταστάσεις. Η κάθε αποφυγή μπορεί να ανακουφίζει πρόσκαιρα, αλλά μακροπρόθεσμα ενισχύει το φόβο καθώς κάθε φορά στην ουσία τον επιβεβαιώνει.

Η ενημέρωση για την Κ.Φ. μπορεί, επίσης, να φανεί χρήσιμη και να κινητοποιήσει κάποια στιγμή το άτομο -και εφόσον δεν έχει καταφέρει από μόνο του να μειώσει το άγχος του για τις διάφορες κοινωνικές καταστάσεις- να ζητήσει εξειδικευμένη βοήθεια για τις δυσκολίες του.

Θεραπευτική αντιμετώπιση
Η Κ.Φ. μπορεί να αντιμετωπισθεί φαρμακευτικά (συνήθως με αντικαταθλιπτική αγωγή), ψυχοθεραπευτικά ή με συνδυασμό των δύο. Προσωπική -και όχι μόνο- εκτίμηση είναι πως η ψυχοθεραπευτική αντιμετώπιση κρίνεται ως αναγκαία σε κάθε περίπτωση καθώς δεν εστιάζεται, συνήθως, αποκλειστικά στο σύμπτωμα (όπως μία φαρμακευτική αγωγή) αλλά στον τρόπο σκέψης του ατόμου, στην ουσία της φοβίας, στους μηχανισμούς πυροδότησης και ανατροφοδότησής της αλλά και στις αιτίες της (ψυχαναλυτικού τύπου ψυχοθεραπείες).

Η επιλογή του είδους της ψυχοθεραπείας είναι θέμα προσωπικό και ο καθένας μπορεί να εξετάσει ή/και να διαπιστώσει από μόνος του το είδος που του ταιριάζει καλύτερα.

Σάββας Ν. Σαλπιστής, Ph.D., Κλινικός Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπευτής

Πηγή: i-psyxologos.gr

Διαβάστε επίσης

Close