Μην προσπαθείς να ελέγξεις τα συναισθήματά σου, βίωσέ τα!

Μην προσπαθείς να ελέγξεις τα συναισθήματά σου, βίωσέ τα!

Η αληθινή ελευθερία δεν έρχεται όταν αρνούμαστε αυτή την πραγματικότητα, αλλά όταν επιλέγουμε να έρθουμε σε επαφή με αυτή και να εμβαθύνουμε σε όσα νιώθουμε, θετικά ή αρνητικά. Η αληθινή ελευθερία δεν έρχεται όσο αποφεύγουμε την συναισθηματική εγγύτητα, αλλά καθώς απομακρύνουμε όλα τα εμπόδια που βάζουμε στον δρόμο προς αυτή.

Φανταστείτε ότι βρίσκεστε στο δάσος και καθώς κάνετε έναν όμορφο περίπατο, εμφανίζετε ένα άγριο ζώο μπροστά σας το οποίο κινείται απειλητικά εναντίον σας. Πως νιώθετε; Το άγχος σας ακαριαία προκαλεί μια νευρο-χημική και ορμονική αντίδραση η οποία βιώνεται κανονικά ως μια ένταση στο μυϊκό σας σύστημα που κινητοποιεί τη δράση σας.

Για να μπορέσετε να αντιδράσετε επαρκώς σε αυτή την απειλητική συνθήκη λοιπόν, θα πρέπει να γεμίσετε με ενέργεια και δύναμη στο σώμα και παράλληλα να σκεφτείτε ψύχραιμα προκειμένου να αποφασίσετε αν θα αναμετρηθείτε με το ζώο ή αν θα ήταν καλύτερη ιδέα να τρέξετε μακριά για να ξεφύγετε από αυτό.

Όποια και αν είναι τελικά η επιλογή σας, το συναίσθημα του θυμού είναι αυτό που σας γεμίζει με ενέργεια και δύναμη ώστε να είστε ικανοί να αντιδράσετε άμεσα και αποτελεσματικά σε αυτόν τον εξωτερικό κίνδυνο.

Τι είναι το συναίσθημα;

Κάθε συναίσθημα είναι μια γνωστική, σωματική και συμπεριφορική αντίδραση απέναντι σε ένα εσωτερικό (λ.χ. σκέψη, ανάμνηση, φαντασίωση) ή εξωτερικό ερέθισμα (λ.χ. απειλητικό ζώο) που προσλαμβάνουμε από το περιβάλλον. Τα συναισθήματα είναι η μηχανή του ενδοψυχικού μας συστήματος και δεν μας καθιστούν μόνο ικανούς να αντιδρούμε σ’ έναν επερχόμενο κίνδυνο/ενόχληση/ απαίτηση του εξωτερικού περιβάλλοντος, αλλά και να ερχόμαστε σε επαφή με τους άλλους ανθρώπους, να τους προσφέρουμε την φροντίδα μας και να θρηνούμε σε μια ενδεχόμενη απώλειά τους.

Η εσωτερική διεργασία αυτή, όταν δεν έχει προσβληθεί από σημαντικούς και συχνούς ψυχικούς τραυματισμούς που συνέβησαν στην παιδική ηλικία, βιώνεται ψυχικά και σωματικά κατά παρόμοιο τρόπο από όλους τους ανθρώπους.

Η διάθεση και τα συναισθήματα δεν είναι ταυτόσημες έννοιες. Η διάθεση περιγράφει μια ψυχική κατάσταση που είναι πιο μόνιμη και μας προδιαθέτει να αντιδράσουμε συναισθηματικά με συγκεκριμένους τρόπους. Για παράδειγμα, όταν έχουμε πεσμένη διάθεση είναι πιο πιθανό να νιώσουμε εκνευρισμό όταν σκοντάψουμε σε ένα εμπόδιο που βρίσκεται στον δρόμο μας. Αντίθετα, όταν η διάθεσή μας είναι καλή, μπορεί να βρούμε διασκεδαστικό και αστείο το ίδιο γεγονός.

Τα συναισθήματα επηρεάζουν τη διάθεσή μας έτσι όπως επηρεάζει ο καιρός το κλίμα μιας χώρας. Τα συναισθήματα από μόνα τους δεν είναι ούτε «καλά», ούτε «κακά» – είναι απλά αντιδράσεις. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο τα επεξεργαζόμαστε (ή δεν τα επεξεργαζόμαστε) μπορεί να επηρεάσει έντονα την ψυχολογική μας ευημερία.

Σε ποια δομή του εγκεφάλου όμως εδράζονται τα συναισθήματα; Ποια είναι τα πέντε βασικά πανανθρώπινα συναισθήματα; Πότε βιώνουμε πλήρως ένα συναίσθημα; Γιατί προσπαθούμε να ελέγξουμε και να αποφύγουμε τα συναισθήματά μας; Και τέλος, πως μπορούμε να μάθουμε να βιώνουμε όλα τα συναισθήματα με σκοπό να αποκτήσουμε περισσότερη συναισθηματική ελευθερία στην ζωή μας;

Ο Συναισθηματικός εγκέφαλος

Τα συναισθήματά μας ελέγχονται από ένα σύνολο εγκεφαλικών δομών που φέρουν την ονομασία λιμβικό ή μεταιχμιακό σύστημα. Το μεταιχμιακό σύστημα απελευθερώνει χημικές ουσίες που κινητοποιούν διάφορα συναισθήματα μέσα μας. Το είδος του συναισθήματος που νιώθουμε εξαρτάται από το ποιες χημικές ουσίες έχουν απελευθερωθεί. Για παράδειγμα, η νευρο-ορμόνη ωκυτοκίνη μας επιτρέπει να βιώσουμε το συναίσθημα της αγάπης, να αναζητήσουμε την συναισθηματική εγγύτητα και να χαλαρώσουμε.

Τα συναισθήματα δεν αντανακλούν μόνο τις ψυχικές μας καταστάσεις – αλλάζουν επίσης τη χημεία και τη λειτουργία του σώματός μας. Για παράδειγμα, όταν νιώθουμε φόβο, ενεργοποιείται το συμπαθητικό νευρικό μας σύστημα με αποτέλεσμα να προκαλεί μια σειρά από σωματικές αλλαγές. Οι κόρες των ματιών μας διαστέλλονται, ο καρδιακός μας ρυθμός αυξάνεται, ο μηχανισμός της πέψης απενεργοποιείται, η αναπνοή μας γίνεται πιο γρήγορη και μπορεί να αρχίσουμε να ιδρώνουμε.

Αντίθετα, οι σωματικές μας καταστάσεις μπορούν επίσης να επηρεάσουν τα συναισθήματά μας. Εάν για παράδειγμα είστε φοβισμένοι, μπορείτε να πάρετε βαθιές αναπνοές για να ενεργοποιήσετε το παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα το οποίο επιβραδύνει τον καρδιακό σας ρυθμό, ρυθμίζει την υπέρπνοια και σας βοηθά να ηρεμήσετε.

Αρκετές διαπολιτισμικές έρευνες έχουν δείξει ότι τα πέντε βασικά συναισθήματα που είμαστε ικανοί να βιώσουμε όλοι οι άνθρωποι ανεξαιρέτως είναι: η αγάπη, η χαρά/ευτυχία, η λύπη/θλίψη, η ενοχή και ο θυμός/οργή/μίσος. Καθένα από αυτά τα συναισθήματα έχει το δικό του μοναδικό «βιοχημικό αποτύπωμα» στο σώμα. Για παράδειγμα, ο θυμός προκαλεί μια αυξημένη ενεργητικότητα στα χέρια και τα πόδια, ενώ η αγάπη παράγει μια αίσθηση θερμότητας σε όλο το σώμα, κάτι που οδηγεί στη χαλάρωση και την ηρεμία.

Ωστόσο, για να βιωθεί πλήρως ένα συναίσθημα πρέπει αρχικά να το αναγνωρίσουμε με το μυαλό μας, έπειτα να το νιώσουμε στο σώμα μας και στο τέλος να το εκφράσουμε μέσα από την συμπεριφορά μας. Πολλές φορές όμως, μπορεί να αναγνωρίζουμε ένα συναίσθημα με το μυαλό μας, αλλά να μην το βιώνουμε στο σώμα μας και τελικά να μην μας ωθεί προς μια δράση. Για παράδειγμα, μπερδεύουμε συχνά, όχι τυχαία, τη βίωση του θυμού με την έκφρασή του και ως εκ τούτου αποφεύγουμε την πρώτη γιατί φοβόμαστε πολύ την τελευταία.

Η σωματική βίωση των συναισθημάτων

Τα θετικά συναισθήματα, συμπεριλαμβανομένης και της αγάπης, βιώνονται με μια αίσθηση θερμότητας ή ενέργειας στο σώμα που κινείται προς τα πάνω στον κορμό και μας ωθεί να προσεγγίσουμε τους άλλους ή να τους αγκαλιάσουμε. Όταν νιώθουμε θετικά συναισθήματα, έχουμε την τάση να χαμογελάσουμε περισσότερο, να αγγίξουμε ή να κρατήσουμε το άλλο πρόσωπο, κάτι που οδηγεί σε μια αίσθηση ηρεμίας.

Από την άλλη μεριά, όταν νιώθουμε θυμό στο σώμα, αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε μια αίσθηση ενέργειας ή θερμότητας η οποία ξεκινά από το κάτω μέρος του σώματος (συνήθως από την περιοχή της κοιλιάς), ανεβαίνει μέχρι το στήθος, φτάνει στο κεφάλι και έπειτα κατεβαίνει προς τους ώμους και πηγαίνει μέχρι τα χέρια και τα πόδια.

Αυτή η ενέργεια ή η δύναμη μας δημιουργεί συνήθως την παρόρμηση να αρπάξουμε ή να σπρώξουμε ή να κλωτσήσουμε κάτι – να ασκήσουμε κάποια μορφή βίας. Όταν βιώνεται σωματικά ο θυμός, το σώμα είναι δυνατό, ελεύθερο να κινηθεί και να δράσει.

Η ενοχή εκδηλώνεται σωματικά σαν πόνος στο άνω μέρος του στήθους και τον λαιμό (μαζί με λυγμούς κάποιες φορές ) και έντονες σκέψεις μετάνοιας. Υπάρχουν δύο είδη ενοχών: α) οι «τιμωρητικές» ενοχές που είναι ασυνείδητες και μπορεί να προκαλέσουν ψυχοσωματικά φαινόμενα ή αυτό-καταστροφική συμπεριφορά και οι β) «διορθωτικές» ενοχές που βιώνονται με διακριτά συμπαγή κύματα πόνου για κάτι που κάναμε και μας πληγώνει, μετά από τα οποία έρχεται η ανακούφιση.

Η ενοχή και η θλίψη βιώνονται αρκετές φορές ταυτόχρονα, με τη διαφορά ότι η θλίψη δεν προκαλεί τόσο έντονα σωματικό πόνο. Η θλίψη εκδηλώνεται σωματικά τις περισσότερες φορές με το κλάμα και προκαλεί σκέψεις που συνδέονται περισσότερο με μια μορφή απώλειας και όχι με την μεταμέλεια.

Πολλές φορές η θλίψη μπορεί να είναι ένα γνήσιο και αυθεντικό συναίσθημα, αλλά ένα αμυντικό συναίσθημα κάτω από το οποίο κρύβεται ο θυμός που έχει στραφεί προς τον εαυτό. Για διάφορους λόγους, μπορεί να αποφεύγουμε την βίωση του θυμού με τον φόβο ότι μπορεί να κάνουμε «κακό» στους άλλους ή να γίνουμε επιθετικοί, με αποτέλεσμα να κάνουμε επίθεση στον εαυτό μας και να γινόμαστε θλιμμένοι.

Γιατί αποφεύγουμε την βίωση των συναισθημάτων;

Φανταστείτε μια μητέρα και ένα μωρό, πρόσωπο με πρόσωπο. Το μωρό έχει «ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά», ανταποκρινόμενο σε μια μητέρα ζεστή, τρυφερή και δοτική. Πως νιώθετε βλέποντάς το; Κάτι καλό συμβαίνει – η ύπαρξη δεσμού με όλα τα βιολογικά και ψυχολογικά οφέλη που ακολουθούν. Ένα παιδί που μεγαλώνει με αυτόν τον αδιατάρακτο γονεϊκό δεσμό, θα είναι ικανό να σχετίζεται με τους άλλους βιώνοντας πλήρως όλα τα συναισθήματά του, χωρίς να έχει υπερβολικό άγχος ή αμυντικότητα.

Τι συμβαίνει όμως αν αυτός ο δεσμός διαρραγεί από μια ψυχική διαταραχή ή την απώλεια του γονέα ή από μια κακοποίηση, παραμέληση ή αποχωρισμό; Η ρήξη σε έναν πρωταρχικό δεσμό προκαλεί επώδυνα συναισθήματα. Αν το παιδί με την καθοδήγηση ενός ενήλικα που προσφέρει συναισθηματική ασφάλεια μπορέσει να επεξεργαστεί τον ψυχικό πόνο που προκαλείται από κάποιο αγαπημένο πρόσωπο, θα συνεχίσει να αναπτύσσεται ομαλά και να κάνει στενές σχέσεις αργότερα στην ζωή του.

Αντίθετα, αν δεν υπάρχει κάποιο «πρόσωπο-αρωγός» στη ζωή του που θα το βοηθήσει να επεξεργαστεί όλα αυτά τα επώδυνα συναισθήματα για το αγαπημένο πρόσωπο, θα αποφεύγει τα συναισθήματά του και τις σχέσεις που τα προκαλούν. Θα υποφέρει από άγχος που προκαλείται από την εγγύτητα και την οικειότητα.

Οι άνθρωποι που έχουν τραυματιστεί σε αυτές τις πρώιμες σχέσεις της ζωής τους, μαθαίνουν να κρύβουν τα συναισθήματά τους και στις τρέχουσες σχέσεις τους βάνοντας διάφορά εμπόδια στον εαυτό τους (που στην ψυχοθεραπευτική γλώσσα ονομάζονται άμυνες), σαν μια ασυνείδητη προσπάθεια να αποφύγουν τον πόνο του παρελθόντος. Δεν αποφεύγουν τα συναισθήματά τους εσκεμμένα και τις περισσότερες φορές δεν συνειδητοποιούν ότι το κάνουν.

Δυστυχώς, η αντίσταση που προβάλλουν απέναντι στην συναισθηματική εγγύτητα είναι, χωρίς να το καταλαβαίνουν, ένας τρόπος για να επαναλάβουν καταναγκαστικά το τραύμα που υπέστησαν στο παρελθόν – να κάνουν δηλαδή στους άλλους, ό,τι υπέστησαν από τους πρώτους φροντιστές ως παιδιά: να τους απορρίψουν, να τους απομακρύνουν ή να τους απωθήσουν. Ή να ωθήσουν ασυνείδητα τους άλλους ανθρώπους να τους συμπεριφερθούν έτσι όπως τους συμπεριφέρθηκαν οι πρώτοι φροντιστές στο παρελθόν: να σταματήσουν δηλαδή να τους νοιάζονται, να τους παρατήσουν ή να τους εγκαταλείψουν.

Δυστυχώς, όσο δεν έχουμε επεξεργαστεί αυτά τα βασισμένα σε τραύμα προσκόλλησης συναισθήματα (οργή, ενοχή, λύπη), μπορεί να βιώνουμε ασυνείδητο άγχος ακόμα και όταν κινητοποιούνται θετικά συναισθήματα μέσα μας. Είναι σαν να έχουμε μια τιμωρητική πλευρά μέσα μας η οποία μας κρίνει συνεχώς για τα αρνητικά συναισθήματα που κουβαλάμε από την παιδική μας ηλικία (κυρίως για την οργή) και συνεπώς δεν μας επιτρέπει να βιώσουμε πλήρως και τα θετικά, σαν να μην το αξίζουμε.

Συμπερασματικά, ένα άτομο που αντιστέκεται στην συναισθηματική εγγύτητα μέσα από την αδιαφορία («νιώθω ουδέτερα»), την αποσύνδεση («δεν έχω συναισθήματα»), την παθητικότητα («πες μου εσύ τι νιώθω») και την ανημπόρια («δεν μπορώ να νιώσω»), αποκλείει τα μικτά συναισθήματα (θετικά και αρνητικά) που υπάρχουν μέσα του και καταλήγει να αποφεύγει τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις, να έχει άγχος, κατάθλιψη, διάφορες σωματικές παθήσεις και να βυθίζεται όλο και περισσότερο στην αυτο-καταστροφικότητα.

Συνειδητά vs. Ασυνείδητων Συναισθημάτων και Άγχους

Όπως είδαμε παραπάνω, τις περισσότερες φορές δεν αναγνωρίζουμε το ασυνείδητο άγχος και το τι το κινητοποιεί. Αντίθετα, το συνειδητό άγχος γίνεται αντιληπτό και βιώνεται. Για παράδειγμα, όταν επισκεπτόμαστε έναν γιατρό για πρώτη φορά, μπορεί να είμαστε αγχωμένοι για το τι θα συμβεί και ποια θα είναι η έκβαση. Αυτό το άγχος είναι κυρίως νοητικό με την μορφή της ανησυχίας και μπορεί να συνοδεύεται από κάποια μυϊκή ένταση εξαιτίας της προσμονής «κακών» νέων.

Αυτό το άγχος είναι προσαρμοστικό, παροδικό και ταιριάζει με το πλαίσιο. Αυτό το γεγονός όμως μπορεί να πυροδοτήσει και ασυνείδητο άγχος και να προκαλεί, για παράδειγμα, διάρροια πριν από ένα τέτοιο ραντεβού. Σε αυτή την περίπτωση, συνυπάρχουν το συνειδητό με το ασυνείδητο άγχος.

Παρόμοια, τα συνειδητά συναισθήματα βιώνονται και συνδέονται με συνειδητά ερεθίσματα. Για παράδειγμα, μπορεί να βιώνουμε συνειδητό θυμό όταν ένας επικριτικός εργοδότης μας κάνει κάποια σκληρά σχόλια. Αυτός ο συνειδητός θυμός όμως, μπορεί να πυροδοτήσει ανεπεξέργαστα ασυνείδητα συναισθήματα (όπως οργή φορτωμένη με ενοχές για κριτική που δεχτήκαμε στην παιδική ηλικία) με αποτέλεσμα να βιώνουμε ασυνείδητο άγχος και να εμφανίσουμε σωματικά συμπτώματα (λ.χ. αίσθημα πνιγμονής, αδυναμία, ημικρανία, κοιλιακό πόνο κ.α.).

Κατακτώντας την συναισθηματική ελευθερία

Όταν επιδιώκουμε την συναισθηματική ελευθερία, συχνά αναζητούμε εσφαλμένα την ελευθερία από τα συναισθήματά μας. Ελευθερία από την θλίψη, την ενοχή, την οργή και την ντροπή. Αλλά η ελευθερία που αναζητούμε δεν θα έρθει ποτέ μέσα από την απάρνηση του ανθρώπινου στοιχείου μέσα μας, του πραγματικού μας εαυτού. Δεν θα έρθει μέσα από το να μην νιώθουμε και να μην επηρεαζόμαστε από όσα συμβαίνουν μέσα και έξω από εμάς.

Ένα μεγάλο μέρος αυτού που μας κάνει ανθρώπους είναι όλα αυτά τα συναισθήματα που θέλουμε πάση θυσία να αποφύγουμε και να μην βιώσουμε. Το να προσπαθούμε να αποκλείσουμε ορισμένα από αυτά τα συναισθήματα, εστιάζοντας μόνο σε ότι μας κάνει χαρούμενους και ευτυχισμένους είναι άλλη μια απόπειρα να στερήσουμε από τον εαυτό μας την συναισθηματική ελευθερία που του αξίζει.

Ας φανταστούμε ότι τα συναισθήματα είναι μέσα μας σαν ένας καταρράκτης ο οποίος είναι ζωτικής σημασίας για την ψυχική μας υγεία. Όσο παρατηρούμε, είμαστε παρόντες και αποδεχόμαστε ό,τι ρέει μέσα από αυτόν τον καταρράκτη, τόσο πιο ελεύθεροι αισθανόμαστε κοιτάζοντας την ποικιλομορφία που αρχίζει να αποκτά η συναισθηματική μας ζωή.

Ο Erich Fromm γράφει ότι το να στοχεύουμε στο να ελευθερωθούμε από κάτι (οτιδήποτε και αν είναι αυτό), οδηγεί σε μια ζωή γεμάτη αγωνία και τρέξιμο. Αντίθετα, υποστηρίζει ότι μπορούμε να ξεκλειδώσουμε την ελευθερία για να: να αγαπάμε, να είμαστε αληθινοί με τον εαυτό μας και με τους άλλους, και να αλλάζουμε αποδεχόμενοι την συναισθηματική αλήθεια κάθε στιγμής.

Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να ξεκλειδώσουμε αυτή την μορφή της ελευθερίας είναι η ψυχοθεραπεία. Μέσα από αυτή την επανορθωτική διαδικασία, μπορούμε να αναγνωρίσουμε και να βιώσουμε όλα του τα «θαμμένα» συναισθήματα τα οποία ενεργοποιούνται συχνά και μας ταλαιπωρούν, ενώ συγχρόνως να δημιουργήσουμε δομικές αλλαγές στην προσωπικότητά μας, με το να αντέχουμε όλο και περισσότερο το άγχος που εκλύεται από αυτά. Σταδιακά, αρχίζουμε να νιώθουμε καλύτερα με τον εαυτό μας και τους άλλους, βελτιώνοντας έτσι τις σχέσεις μας μ’ αυτούς και αντλώντας περισσότερη χαρά και ικανοποίηση από την ζωή.

Ας σταματήσουμε λοιπόν να επιδιώκουμε την ελευθερία με τρόπο που δεν έρχεται ποτέ και να την αναζητούμε σε μέρη που δεν μπορούμε να την βρούμε. Μια ελευθερία από την εσωτερική μας πραγματικότητα, τις συγκρούσεις, τα συναισθήματα ή τον θάνατο.

Η αληθινή ελευθερία δεν έρχεται όταν αρνούμαστε αυτή την πραγματικότητα, αλλά όταν επιλέγουμε να έρθουμε σε επαφή με αυτή και να εμβαθύνουμε σε όσα νιώθουμε, θετικά ή αρνητικά. Η αληθινή ελευθερία δεν έρχεται όσο αποφεύγουμε την συναισθηματική εγγύτητα, αλλά καθώς απομακρύνουμε όλα τα εμπόδια που βάζουμε στον δρόμο προς αυτή.

 

Γράφει ο Γιώργος Κουντουράς, MSc Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπευτής

Πηγή: psychologynow.gr

Διαβάστε επίσης

Close