Ντροπή: Αναγκαίος συνοδοιπόρος αλλά και ανελέητος εχθρός

Ντροπή: Αναγκαίος συνοδοιπόρος αλλά και ανελέητος εχθρός

Για ελάχιστα και μόνο κλάσματα του δευτερολέπτου συναντάμε το βλέμμα ενός ζητιάνου που προσπερνάμε, περπατώντας σε κάποιο πεζοδρόμιο ή όταν τύχει να πλησιάσει με προτεταμένο χέρι δίπλα από το παράθυρο του αυτοκινήτου μας σε κάποιο φανάρι, και νοιώθουμε άβολα, αποφεύγουμε να τον κοιτάξουμε στα μάτια και θα προτιμούσαμε να μη βρισκόμασταν εκεί.

Ό,τι και να κάνουμε, μοιάζει να είναι λάθος. Είτε τον αγνοήσουμε, βρίσκοντας διάφορες δικαιολογίες για τον εαυτό μας, είτε του δώσουμε το οποιοδήποτε φιλοδώρημα. Επανερχόμενοι στην ασφάλεια της προσωπικής μας ζωής, συνειδητοποιούμε συχνά, μετά από λίγο, το πόσο γρήγορα λησμονούμε το μέγεθος της δυστυχίας που υπάρχει γύρω μας.

Όλα αυτά και άλλα πολλά και ανάλογα που αισθανόμαστε έχουν όνομα και αυτό είναι: «ΝΤΡΟΠΗ».

Η αιτιολογία/δυναμική της ντροπής
Γιατί ντρεπόμαστε, όμως; Ποιανού είναι η ντροπή στη συγκεκριμένη περίπτωση; Του ζητιάνου ή δική μας; Αν το σκεφθούμε, ακόμα και αυτός δεν περιμένει, συνήθως, παρά ελάχιστα μόνο δευτερόλεπτα, πριν απομακρυνθεί από το παράθυρο του αυτοκινήτου μας ώστε να μη γίνει πολύ αισθητή η απόρριψη ή η αγνόηση που πιθανότατα εκείνη τη στιγμή εισπράττει…

Όταν ντρεπόμαστε, νιώθουμε κάπως έτσι, απέναντι στο βλέμμα ενός ανελέητου εξωτερικού ή εσωτερικού θεατή/παρατηρητή που πλήττει ολόκληρη την ύπαρξή μας. Νιώθουμε πως βρισκόμαστε στο έλεος ενός κριτή, του οποίου την κρίση δεν έχουμε τη δυνατότητα να επηρεάσουμε στο ελάχιστο. Χάνουμε την υποκειμενική αίσθηση του εαυτού μας και μετατρεπόμαστε από τη μια στιγμή στην άλλη σε ανήμπορα αντικείμενα απέναντι στον πραγματικό ή/και φαντασιακό κριτή μας. Ακριβώς αυτή η αίσθηση έλλειψης κάθε δυνατότητας επηρεασμού της αξιολόγησής μας είναι που δημιουργεί την αίσθηση πλήρους ανημποριάς μας, κάνοντας τη ντροπή ακόμα πιο δυσβάσταχτη.

Το μέγεθος της ντροπής ποικίλει από τη μέτρια αμηχανία, μετά από κάποια μικρή γκάφα μας, έως την πλήρη κρίση πανικού. Στη δεύτερη περίπτωση, κατακλυζόμαστε από αισθήματα απόλυτης ανημποριάς και έκθεσης στα μάτια των άλλων που μπορεί να προσλάβουν ακόμα και έντονες σωματικές εκδηλώσεις, όπως αίσθημα πνιγμού ή απώλειας των αισθήσεων, παράλυση, εφιδρώσεις και έντονη ταχυκαρδία.

Ο ρόλος των παιδικών βιωμάτων
Οι εμπειρίες ντροπής που βιώνει ο καθένας μας συνδέονται άμεσα με τις αξίες και τα ιδεώδη που έχει για το πώς θα έπρεπε να είναι, να ενεργεί και να ζει. Αυτού του είδους τις επιθυμίες, παραστάσεις και προδιαγραφές τις έχουμε σε μεγάλο βαθμό υιοθετήσει υποσυνείδητα στη διάρκεια της ζωής μας από εξωτερικές και εσωτερικές πηγές.

Στην αλληλεπίδραση με τα σημαντικά πρόσωπα του άμεσου περίγυρού μας, αντιλαμβανόμαστε το τι προσδοκάται από εμάς και με ποιον τρόπο αντιμετωπιζόμαστε και αξιολογούμαστε. Σταδιακά, ενσωματώνουμε τα ιδεώδη αυτά με τις επιδιώξεις μας για αποδοχή, εκτίμηση, θαυμασμό και αγάπη αλλά και με τους στόχους και τις επιθυμίες μας για το πώς θα θέλαμε να είμαστε ως άτομα. Στο βαθμό που καταφέρνουμε να ανταποκρινόμαστε τόσο στις προσωπικές μας προσδοκίες όσο και σ΄αυτές των άλλων, συνήθως δεν βιώνουμε ντροπή.

Όσο μεγαλύτερη είναι η απόσταση ανάμεσα σε αυτό που θα επιθυμούσαμε να είμαστε και σε αυτό που πραγματικά είμαστε τόσο μεγαλύτερο το σοκ, η ματαίωση και η ντροπή που βιώνουμε, όταν η πραγματικότητα οδηγήσει αυτές τις δύο εκδοχές του εαυτού μας σε τροχιά σύγκρουσης μεταξύ τους.

Είδη ντροπής
Κόκκινη ντροπή: είναι η ντροπή που λειτουργεί ως προειδοποιητικό σήμα όταν σκεφτόμαστε το ενδεχόμενο να υπερβούμε τα όρια των άλλων ή τα δικά μας. Μας βοηθά να προστατεύουμε τις πλέον προσωπικές και ευαίσθητες πλευρές μας και, συναισθανόμενοι τους άλλους, να μη θέλουμε να τους πληγώσουμε. Η έλλειψη της ικανότητας να μπορούμε να νιώθουμε κόκκινη ντροπή (ο όρος προέρχεται από το κοκκίνισμα του προσώπου) σημαίνει πως στην ουσία αδιαφορούμε για τους άλλους.

Λευκή ντροπή: Η απουσία της προστατευτικής λειτουργίας της «κόκκινης ντροπής» μας αφήνει παντελώς ανοχύρωτους απέναντι στις καταστροφικές επιπτώσεις της «λευκής ντροπής». Είναι το είδος της ντροπής που υποδηλώνει την ύπαρξη πολύ πρώιμων τραυματικών εμπειριών ζωής, μια ατιμώρητη δολοφονία της ψυχής. Με άλλα λόγια, σημαίνει λίγο-πολύ τη συνειδητή προσπάθεια κάποιου/κάποιων να αφανίσουν ή να τραυματίσουν ανεπανόρθωτα την ταυτότητα κάποιου διαμέσου δυσβάσταχτων αισθημάτων ντροπής, αυτών της λευκής ντροπής.

Αυτό το είδος ντροπής παρατηρείται, εκτός από άτομα με πολύ πρώιμες τραυματικές εμπειρίες, σε άτομα που έχουν βασανισθεί, κακοποιηθεί, βιασθεί, διαπομπευθεί συστηματικά ή που παρέμειναν για μεγάλο διάστημα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, δηλαδή σε άτομα που τους στέρησαν κάθε δυνατότητα να νιώσουν χαρά και αγάπη.

Η ντροπή ως αναγκαίος συνοδοιπόρος
Η ντροπή, ως μέσο διαπαιδαγώγησης και επηρεασμού, είναι πολύ σύνηθες και θεμελιώδες φαινόμενο σε όλους τους πολιτισμούς και τις κοινωνικές ομάδες, αποσκοπώντας στην κοινωνικοποίηση των μελών τους. Αποτελεί ένα υπερβολικά ευαίσθητο και αναγκαίο μέσο πλοήγησης στην προσπάθεια επικοινωνίας μας με τους άλλους. Έχει, δηλαδή, ιδιαίτερα σημαντική βιολογική αξία, εξυπηρετώντας την εξέλιξη και επιβίωση του ανθρώπινου είδους και βοηθώντας στη δημιουργία μιας αμοιβαίας σχέσης με τον περίγυρο και στην προστασία της ομαδικής/κοινωνικής σύμπνοιας και συνύπαρξης.

Ο πρωταρχικός στόχος της ντροπής είναι η διακοπή κάθε ενδιαφέροντος για τους άλλους και για τον περίγυρο γενικώς, δηλαδή λειτουργεί ως ένα είδος αναγκαστικού φρεναρίσματος απέναντι σε μια διαφαινόμενη απειλή απόρριψης. Είναι, με άλλα λόγια, ο αντίποδας της υπερηφάνειας που πηγάζει μια αίσθηση καλής αυτοεκτίμησης που ενθαρρύνει το ενδιαφέρον μας για δημιουργία αμοιβαίων σχέσεων με άλλους και την περιέργειά μας για εξερεύνηση του εξωτερικού μας κόσμου, γενικώς.

Η ύπαρξη ισορροπίας ανάμεσα σε αυτούς τους δύο αντίποδες δημιουργεί μια αίσθηση όχι μόνο εσωτερικής ισορροπίας αλλά και ισορροπίας στη σχέση μας με τον κοινωνικό μας περίγυρο.

Η σχέση ανάμεσα σε ντροπή και ενοχή
Συχνά, η ντροπή συγχέεται με την ενοχή. Η ενοχή, όμως, έχει σχέση με κάτι που έχουμε ή δεν έχουμε κάνει, ενώ η ντροπή με το ποιοι είμαστε. Όταν ντρεπόμαστε, αυτό που στην ουσία πιστεύουμε είναι πως δεν μπορούμε να αγαπηθούμε για αυτό που πραγματικά είμαστε. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου τα δύο αυτά αισθήματα μπορεί επιδοθούν σε ένα τρελό και μοιραίο βαλς στη διάρκεια του οποίου συνεχώς ανακυκλώνονται και αλληλοενδυναμώνονται, εγκλωβίζοντάς μας σε μια αδιέξοδη καταθλιπτική κατάσταση.

Δύο είναι τα σημαντικότερα ενδεχόμενα που μπορεί να καθηλώσουν κάποιον σε έναν τέτοιου είδους καταθλιπτικό εναγκαλισμό:
– Το πρώτο είναι η οδυνηρή αίσθηση εσωτερικής μοναξιάς που μπορεί να βιώνει κάποιος, εξαιτίας μιας βαθιάς και υποσυνείδητης ντροπής του απέναντι στην πεποίθηση πως ποτέ δεν αγαπήθηκε πραγματικά για αυτό που είναι. Αυτό αποτελεί τη βαθύτερη και πλέον οδυνηρή ντροπή που μπορεί να νιώσει κάποιος και που οδηγεί συνήθως στην απόσυρση από κάθε είδους σημαντική κοινωνική σχέση, αλλά και σε μια αίσθηση τεράστιας εσωτερικής ερημιάς που δεν μπορεί να εκφρασθεί με λόγια.

– Το δεύτερο ενδεχόμενο είναι η δημιουργία μιας αίσθησης προσωπικής ασημαντότητας και αναξιότητας, δηλαδή, στην ουσία, μιας ανυπαρξίας.

Η κοινωνική διάσταση της ντροπής
Η δυνατότητα να μπορούμε να νιώθουμε και να αντέχουμε αισθήματα ντροπής αλλά και ενοχής με έναν φυσικό τρόπο αποτελεί για τον καθένα μας βασική προϋπόθεση ώστε να μπορεί να συνυπάρχει με τους άλλους σε μια βάση αμοιβαιότητας και αλληλοσεβασμού. Το αίσθημα ντροπής εμφανίζεται όταν υπάρξει κάποιου είδους διακοπή σε αυτήν την αλληλεπίδραση, συμβάλλοντας στη διάνοιξη ενός δρόμου επιστροφής και αποκατάστασής της. Αυτή είναι η θετική πλευρά της ντροπής.

Τα όσα προαναφέρονται κάνουν ίσως πιο κατανοητές τις εκφράσεις «Δεν έχω πρόσωπο προς τα έξω» ή «Δεν έχω μούτρα να βγω έξω» που αναφέρονται στη ντροπή κάποιου απέναντι στον περίγυρό του. Οι εκφράσεις αυτές -που υπάρχουν σε πολλές γλώσσες σε ολόκληρο τον κόσμο- δείχνουν την ανάγκη όλων μας να διατηρούμε προς τα έξω ένα προσωπείο βολικό, αρκετά αληθοφανές αλλά ταυτόχρονα και αρκετά καλό ώστε να αντιπροσωπεύει αυτό που πραγματικά θα θέλαμε να είμαστε.

Όταν, όμως, βρεθούμε σε μια κατάσταση που μας αναγκάζει να έρθουμε αντιμέτωποι με το γεγονός πως σε καμία περίπτωση δεν είμαστε αυτό που θα επιθυμούσαμε και που θέλουμε να πιστεύουμε, δηλαδή αυτό που αντιπροσωπεύει η ιδανική εικόνα του εαυτού μας, τότε νιώθουμε τεράστια ντροπή απέναντι στον περίγυρό μας.

Σε μια τέτοια περίπτωση, οι όποιες «δικαιολογίες» προσπαθήσουμε να βρούμε, για να «αποκαταστήσουμε» τη στραπατσαρισμένη εικόνα του εαυτού μας, αποβλέπουν αποκλειστικά και μόνο στην απόκρυψη αυτής της εσωτερικής ευαλωτότητάς μας. Εάν κάποιος διαπιστώσει πως ούτε αυτό βοηθά, τότε η ανάγκη του να κρυφτεί ή, αν είναι δυνατόν, ακόμα και να εξαφανισθεί από προσώπου γης είναι σχεδόν ακαταμάχητη. Όταν ούτε και αυτό αρκεί για να ανακουφίσει από το σοκ της αποκάλυψης της πραγματικής και μη αποδεκτής προσωπικής μας εικόνας, τότε δεν απομένει παρά ο αφανισμός -ακόμα και με οποιονδήποτε τρόπο- του Άλλου που, ηθελημένα ή άθελά του, υπενθυμίζει, φέρνει στην επιφάνεια ή τονίζει την αίσθηση ασημαντότητας και πλήρους ανεπάρκειάς μας…

Θεραπευτική αντιμετώπιση
Με το δίκιο του κάποιος μπορεί να αναρωτηθεί: «Μα πως είναι δυνατόν να απαλλαγούμε από το πλέον οδυνηρό αυτό αίσθημα;». Είναι αλήθεια πως οι πιο κακοήθεις μορφές ντροπής αποτελούν συστατικό στοιχείο σοβαρών διαταραχών προσωπικότητας που χρίζουν μακρόχρονης ψυχοθεραπευτικής προσπάθειας. Αλλά μόνο μέσα από μια τέτοιου είδους προσπάθεια υπάρχουν πιθανότητες αποκατάστασης τόσο μεγάλων κενών στη δομή της προσωπικότητας κάποιου. Λέγεται πως, ενώ η ενοχή μπορεί να συγχωρεθεί, η ντροπή μόνο με αγάπη και αποδοχή μπορεί να αντιμετωπισθεί.

Η ψυχαναλυτικού τύπου ψυχοθεραπεία δίνει τη δυνατότητα για αυτού του είδους τις διορθωτικές εμπειρίες μέσα από τη σχέση θεραπευτή-θεραπευόμενου όπου ο θεραπευτής αποδέχεται, αντέχει και ερμηνεύει με ευαισθησία κάθε έκφανση των τόσο οδυνηρών και διαβρωτικών για τον ψυχισμό αισθημάτων ντροπής

Σάββας Ν. Σαλπιστής, Ph.D., Κλινικός Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπευτής

Πηγή: i-psyxologos.gr

Διαβάστε επίσης

Close