Πόσο και πού υπάρχουμε και μπορούμε να υπάρχουμε μαζί;

Πόσο και πού υπάρχουμε και μπορούμε να υπάρχουμε μαζί;

Από τον Πέτρο Θεοδώρου
Συχνά λέμε «όλοι ίδιοι είμαστε», «όλοι είμαστε από το ίδιο υλικό φτιαγμένοι». Άλλες φορές, λέμε το αντίθετο: «ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός», «ο καθένας μας είναι μια ξεχωριστή περίπτωση». Εκφράσεις τέτοιου είδους και στις δύο κατηγορίες αφθονούν και σημαίνουν διαφορετικά πράγματα για τη σκέψη και τα συναισθήματα αυτού που τις αρθρώνει.

Ποιά είναι η «σωστή» κατηγορία; Αν είναι η πρώτη, οι διαφορές μας χάνουν τη σημασία τους. Αν είναι η δεύτερη, η σημασία των σχέσεών μας με τους άλλους σκιάζεται από την εστίαση στις διαφορές και την ατομικότητά μας.

Ας δούμε γιατί το ερώτημα αυτό δεν έχει απολύτως κανένα νόημα.

Οι ανθρώπινες υπάρξεις, είμαστε στο φυσικό μας κομμάτι, μέρη του απέραντου όλου μιας φυσικής πραγματικότητας, η οποία περιλαμβάνει τα πάντα, όλα όσα υπάρχουν.
Κάποιες περιοχές αυτού του όλου σχηματοποιούνται ψυχολογικά στην προσωπική πραγματικότητα κάθε προσώπου και απαρτίζουν τον δικό του μικρόκοσμο (το λεγόμενο “φαινομενολογικό του πεδίο” – το οποίο μεταβάλλεται κάθε στιγμή, γιατί κάθε στιγμή είναι διαφορετικά τα στοιχεία που το συνθέτουν).

Είναι λες και, μέσα στο απέραντο, αδιαμόρφωτο και αναβράζον υλικό της φυσικής πραγματικότητας, η ύπαρξή μου να γίνεται τοπικά κάτι το οποίο στην αυτοσυναίσθησή μου βιώνεται ως ξεχωριστό από οτιδήποτε άλλο.
Ωστόσο, η διαφορά μου αυτή από άλλα στοιχεία της φυσικής πραγματικότητας έχει κάποιο νόημα ΜΟΝΟ για μένα, αφού γεννιέται ψυχολογικά, μόνο στην προσωπική μου πραγματικότητα.

Μέσα στον δικό μου προσωπικό μικρόκοσμο νιώθω μέσα μου να είμαι “εγώ” και όλα τα άλλα να είναι “έξω” από εμένα, να είναι “μη εγώ”. Το ίδιο κι εσύ, κι εκείνος, κι ο άλλος, όλοι με βλέπετε να είμαι “έξω” από σας. Και καθώς προχωρούν τα γεγονότα της ζωής μας και ο καθένας μας αλληλεπιδρά με τους Άλλους και με ό,τι υπάρχει γύρω του, από τη αλληλεπίδραση αυτή γεννιέται κάθε στιγμή η προσωπική μας πραγματικότητα.

*** Αυτά όλα σημαίνουν ότι όλοι είμαστε φτιαγμένοι από την ίδια ακατέργαστη πρώτη ύλη από την οποία δομείται το κάθε τι στη φυσική πραγματικότητα (απλώς σημειώνω, χωρίς να επεκτείνομαι καθόλου σε λεπτομέρειες, ότι η πρώτη αυτή ύλη, σήμερα, ξέρουμε ότι είναι τα «κβαντικά πεδία»).

***Όμως ο καθένας μας, ως ύπαρξη με αυτοσυναίσθηση, νιώθει μέσα του ότι ξεχωρίζει ως δομή και σχήμα από ό,τι τον περιβάλλει.
Με άλλα λόγια, στη θάλασσα της ολότητας των πραγμάτων, σε φυσικό επίπεδο, τα πάντα είναι φτιαγμένα από το ίδιο βασικό υλικό (τα κβαντικά πεδία).
ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΩΣ, σε ψυχολογικό επίπεδο, ο καθένας μας βιώνει τον εαυτό του ως μία ιδιωτική νησίδα, που έχει συνείδηση του εαυτού της, της δομής της και των διαφορών της από τις άλλες νησίδες και από τα υπόλοιπα στοιχεία της φυσικής πραγματικότητας.

Κάθε νησίδα έχει τα δικά της φυσικά και ψυχολογικά όρια. Και αυτά τα όρια μάς προσδίδουν αυτονομία και σχήμα ως προς κάθε τι άλλο που εμείς οι ίδιοι ορίζουμε ως “μη-εγώ”.
Ο καθένας, ως νησίδα, βιώνει τον κόσμο να είναι απέναντί του, “έξω” από αυτόν· για τον καθένα μας ισχύει το “εγώ ‘και’ ο κόσμος”, ανεξάρτητα αν οι ανακαλύψεις μας φωνάζουν επίμονα πως αυτό είναι μόνο η προσωπική αίσθηση της ύπαρξής μας και πως είμαστε αδιάσπαστα συστατικά ενός όλου.

Ας υποθέσουμε τώρα ότι υπήρχε κάποιο φανταστικό ον (χωρίς να το ονομάζουμε “θεό”), το οποίο μπορεί από ψηλά να κοιτά τα πάντα, πανοραμικά ενώ, επίσης, έχει την ικανότητα “διπλής” όρασης, μέσω της οποίας βλέπει ταυτοχρόνως τόσο τη φυσική πραγματικότητα του όλου όσο και την ψυχολογική πραγματικότητα όλων των ανθρώπων.
Τι θα έβλεπε άραγε; – (πάντα υποθετικά, χωρίς μεταφυσικούς υπαινιγμούς και μόνο για τη διευκόλυνση της κατανόησης των όσων σημειώνουμε εδώ).

Μάλλον, θα έβλεπε το απέραντο ρευστό πεδίο του φυσικού κόσμου, ως ένα αχανές δίκτυο σχέσεων των υλικών συστατικών του και, την ίδια στιγμή, θα έβλεπε επίσης άπειρες ιδιωτικές μικρές νησίδες ατομικής ψυχολογικής πραγματικότητας, σαν τοπικές πυκνώσεις του ρευστού αυτού, σαν πυκνώσεις ατομικής συνειδητότητας.

Όπως λέει ο ποιητής, όλοι “είμαστε από ύλη και ασήκωτο φτερό” (Θέμελης, 1997, σ. 26). Όμως, μάλλον, ο καθένας μας φτιάχνει με ύλη και φτερό τη δική του προσωπική πραγματικότητα, τη δική του πύκνωση, μέσα στο συνολικό ρευστό.

Είναι λες και η ύπαρξή μου, μέσα στο απέραντο φυσικό πεδίο όλων των πραγμάτων, να γίνεται μία τοπική διαφοροποίηση, την οποία όμως βιώνω μόνον και αποκλειστικά εγώ ο ίδιος.

Είδαμε λοιπόν δύο τρόπους να αντιλαμβανόμαστε “εμάς τους ίδιους” και ό,τι άλλο δεν βλέπουμε να είναι “εμείς οι ίδιοι”. Δηλαδή, μπορούμε να φανταστούμε τον Εαυτό μας
(α) ως μη διαφοροποιημένο μέρος του φυσικού όλου και ταυτόχρονα
(β) ως ένα ξεχωριστό “εγώ είμαι”, μέσα από την αίσθηση ατομικότητας που παρέχει η προσωπική ψυχολογική νοηματοδότηση του κόσμου.

Σε κάθε περίπτωση, η διπλή αυτή αντίληψη της ανθρώπινης ύπαρξης ανάμεσα σε άλλες ανθρώπινες υπάρξεις, γίνεται μία “παλέτα” άπειρων δυνατοτήτων, με δύο άκρα, τα οποία όμως συνυπάρχουν και ΔΕΝ είναι καθόλου αλληλοαποκλειόμενα.

Στο ένα της άκρο, η εστίαση δεν βρίσκεται στα ατομικά μας χαρακτηριστικά και στην υποκειμενική μας πραγματικότητα, αλλά στη διασυνδεσιμότητά μας και τη συλλογική μας πραγματικότητα (σαν να είμαστε μέρος μιας ευρύτερης ροής, όπου όλα είναι ρέοντα κύματα).

Στο άλλο άκρο, το “zoom” του φακού μας μικραίνει (χωρίς όμως να ξεχνούμε πως έτσι κι αλλιώς είμαστε σχεσιακά όντα και συνδεόμαστε μεταξύ μας και με τα πράγματα του κόσμου) και η εστίαση γίνεται στο ατομικό σχήμα, στο όριο, στον όγκο που ο καθένας μας καταλαμβάνει ως ξεχωριστή ύπαρξη, στη διαφορά μας από τους υπόλοιπους και τα υπόλοιπα, στην υποκειμενική μας πραγματικότητα (μία αντίληψη που κεντράρει στη δομή, στο «σωματίδιο» και όχι στη ροή).

Ποια περιοχή της παλέτας αυτής είναι η “καλύτερη”; Το ερώτημα είναι άνευ νοήματος. Προφανώς, χρειαζόμαστε και τις δύο οπτικές, κατά περίσταση.
Τελικά, το άτομο δεν είναι ενάντια (versus) στον Άλλον και το συλλογικό.

Υπάρχει το “εγώ” και με μία άλλη οπτική, υπάρχει στο ίδιο σύμπαν και το “εσύ”, όπως υπάρχει και το “εμείς”, γιατί, εσύ κι εγώ, μοιραία και αναπόφευκτα, διαρκώς αλληλεπιδρούμε.
Αυτό που δεν υπάρχει είναι το διαζευκτικό “ή”: “εγώ-ή-εσύ-ή-εμείς”.

Όλες αυτές οι έννοιες, σε ένα σχεσιακό σύμπαν, χρειάζονται η μία την άλλη για να αλληλοπροσδιορίζονται, με ένα έξυπνο και πολύ ευέλικτο “και” να τις συνδέει στο εκάστοτε “τώρα” μας, αντί να τις χωρίζει ένα παλιομοδίτικο “ή”.

Φαίνεται ότι, όπως λέει ο ποιητής, “είμαστε, νησιά στη θάλασσα της ζωής. Ανάμεσά μας κυλάει η θάλασσα που μας ορίζει και μας χωρίζει” (Μπερνάρντο Σοάρες).
Όμως, ταυτόχρονα, συνυπάρχουμε στον ωκεανό με άλλα νησιά, όσο και αν αποκλείονται τα ταξίδια από νησί σε νησί…
Τώρα, το πώς ακριβώς αντιλαμβάνεται ο καθένας μας αυτήν τη διπλή οπτική στις σχέσεις μας με τον κόσμο και τι νοήματα της προσδίδει, είναι ζήτημα καθαρά προσωπικό…
_____________________________
Το κείμενο αυτό είναι απόσπασμα από το ΒΙΒΛΙΟ μου:
Πέτρος Θεοδώρου «Ο χορός των θαυμάτων: τα μεγάλα ταξίδια στα μικρά βήματα» 2η έκδοση, ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ ΕΝΤΥΠΟΥ, Απρίλιος 2019
Σε περίπτωση που ενδιαφέρεστε, παρακαλώ επικοινωνήστε μαζί μου Petros Theodorou
[email protected]

Διαβάστε επίσης

Close