Σωστό ή Λάθος; Ας το δούμε διαφορετικά!

Σωστό ή Λάθος; Ας το δούμε διαφορετικά!

Στην καθημερινότητά μας ακούμε πολύ συχνά γύρω μας τη λέξη “λάθος”.

Πολλές συμπεριφορές χαρακτηρίζονται ως ορθές ή λανθασμένες από τα ίδια τα άτομα ή τον περίγυρό τους με τρόπο που μπορεί να είναι επικριτικός, απαγορευτικός ή ακόμη τιμωρητικός και να δημιουργεί αισθήματα ενοχής, αυτομομφής αλλά και αίσθηση οποιουδήποτε περιορισμού.

Ως έννοια ο όρος λάθος είναι επενδεδυμένη με μία χροιά αρνητική και σίγουρα φέρει ένα συναισθηματικό βάρος για τα άτομα που θα περιέγραφαν έτσι μία ή περισσότερες συμπεριφορές τους.

Η ίδια η λέξη, συνεπώς, δημιουργεί μία αγωνία για κείνον που φοβάται μην πράξει το λάθος. Περαιτέρω, το να βιώνουμε την ένταση και την ανασφάλεια μιας ενδεχόμενης εσφαλμένης κίνησης είναι προφανές ότι είναι κουραστικό και συνάμα παγιδευτικό.

Πώς προκύπτει η έννοια του λάθους;
Από την πολύ μικρή μας ηλικία οι συμπεριφορές μας χρωματίζονται από τα άτομα του περιβάλλοντός μας με τρόπο τέτοιο ώστε είτε να ενισχύονται είτε να περιορίζονται. Σε μία τέτοια προσπάθεια μπορεί κανείς να εσωτερικεύσει την έννοια του λάθους για κάποιες από τις κινήσεις ή τις επιλογές του ως αποτέλεσμα της αστοχίας του περιβάλλοντος να θέσει όρια και επιλογές στο άτομο.

Με άλλα λόγια, προκειμένου να εξαλειφθεί μία συμπεριφορά που δεν προάγει την ασφάλεια και εξέλιξη του ατόμου χρειάζεται ο φροντιστής να εγκύψει στο νεαρό άτομο, να διερευνήσει τις προθέσεις και τα κίνητρά του και να αφήσει περιθώρια για δράση μέσα σε ένα πλαίσιο ασφάλειας.

Στη συνέχεια, χρειάζεται να επανέλθουν από κοινού μελετώντας τα αποτελέσματα και να καταλήξουν σε συμπεράσματα σε σχέση με τη συμπεριφορά και τα αποτελέσματά της ώστε το άτομο να αντιληφθεί κατά πόσο η δράση του είχε αποτέλεσμα σε σχέση πάντα με αυτό που ήθελε να επιτύχει.

Στις περιπτώσεις που η παραπάνω διαδικασία δε λαμβάνει χώρα ομαλά, παρατηρείται συχνά η απαγόρευση ή ο περιορισμός του ατόμου σε σχέση με το να δράσει ή κάποια δυσάρεστη απάντηση ως συνέπεια της συμπεριφοράς του. Το άτομο, λοιπόν, μαθαίνει ότι η ίδια η δράση είναι απαγορευμένη ως λανθασμένη.

Τί συμβαίνει όταν κανείς φοβάται πως θα κάνει “λάθος”;
Το άτομο που βιώνει το φόβο μπροστά σε μία απόφαση ή επιλογή έχει μεγάλη αγωνία σε σχέση με τις συνέπειες της επιλογής του.

Εάν αυτές φαντάζουν δυσάρεστες και απειλητικές ή δυσανάλογες προς τις δυνατότητές του και το ίδιο φοβάται πως δε θα μπορεί να τις αντιμετωπίσει είναι αναμενόμενο πως θα αναστείλει την απόφασή του είτε αναβάλλοντάς τη, είτε μεταθέτοντάς τη σε κάποιον πιο “ικανό” ή “κατάλληλο” είτε ακυρώνοντας ολοκληρωτικά την επιλογή αυτή.

Επιπλέον, ιδιαιτέρως βασανιστική μπορεί να είναι – σε συνειδητό ή μη επίπεδο – η αγωνία σε σχέση με το περιβάλλον. Η σκέψη του πώς θα αξιολογηθεί η κίνηση ή ακόμη και το ίδιο το άτομο μπορεί να είναι καθοριστικός παράγοντας στην αναστολή της δράσης.

Για ποιό λόγο κανείς φοβάται ότι θα κάνει “λάθος”;
Σαφώς, κάποιος που συστηματικά φοβάται μην τυχόν και κάνει λάθη φαίνεται εν πρώτοις ότι είναι άτομο με χαμηλή αυτοπεποίθηση, χωρίς να έχει καταφέρει να πιστέψει στον εαυτό του. Φοβάται, λοιπόν, ότι η επιλογή ή συμπεριφορά του είναι λανθασμένη και ως εκ τούτου αποφεύγει να δρα.

Επιπλέον, είναι πιθανό να έχει βιώσει συμπεριφορές τιμωρητικές ή επικριτικές ως απάντηση στη δική του δράση με αποτέλεσμα να έχει αντιληφθεί ότι ο ίδιος δεν είναι ικανός να φέρει κάτι εις πέρας μόνος του.

Παράλληλα, μπορεί να έχει εγκατασταθεί κάποια πεποίθηση που δηλώνει ότι το περιβάλλον είναι αρκετά πιο “ισχυρό” ή “εχθρικό” προς το άτομο και για αυτό δεν είναι ικανό να σταθεί μέσα σε αυτό και να τοποθετηθεί το ίδιο.

Εκτός των άλλων, το άτομο που φοβάται μην έχει μία λάθος συμπεριφορά, απόφαση ή κίνηση τείνει να οδηγείται σε αυθαίρετα και συνολικά συμπεράσματα για τον εαυτό του τα οποία σαφώς και δεν μπορούν να έχουν ισχύ. Για παράδειγμα, μπορεί κανείς να φοβάται πως αν επιλέξει ένα “λάθος” ένδυμα για μία περίσταση θα εκτεθεί ως άτομο συνολικά. Ή ότι αν πει κάτι “λάθος” αυτό θα καταστρέψει την εικόνα του ως σύνολο.

Είναι προφανές ότι τέτοιου είδους καταστάσεις δεν μπορούν να δείξουν κάτι συνολικά για ένα άτομο αλλά αφορούν σε μία συγκεκριμένη πτυχή της προσωπικότητας ή του χαρακτήρα ή εμφανίζονται σε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή για πολύ συγκεκριμένους λόγους – όπως κούραση, άγνοια κ.λ.π.

Τί μπορούμε να κάνουμε.
Είναι σημαντικό, λοιπόν, να αποδώσουμε στα πράγματα το μέγεθος που τους αντιστοιχεί στην πραγματικότητα. Συνεπώς, είναι χρήσιμο να προσδιορίζουμε σε ποιά συγκεκριμένη διάσταση της προσωπικότητάς ή του χαρακτήρα μας αφορά μία συγκεκριμένη συμπεριφορά που θέλουμε να αναπτύξουμε αλλά ενδεχομένως φοβόμαστε ότι θα είναι εσφαλμένη και να τις συσχετίζουμε μεταξύ τους και μόνο.

Στη συνέχεια, χρειάζεται να συλλογιστούμε τί δείχνει αυτό για μας. Μπορεί να μας χαρακτηρίσει συνολικά ή θα ήταν υπερβολικό και αβάσιμο;

Εκτός των άλλων καταλυτικής σημασίας είναι να αντιληφθούμε το κριτήριο που καθορίζει ως ορθή ή λανθασμένη μία συμπεριφορά. Με άλλα λόγια, οι κινήσεις μας όλες αποσκοπούν σε ένα στόχο. Γίνονται γιατί κάτι θέλουμε να επιτύχουμε με αυτές.

Άρα αυτό που έχει σημασία είναι να αντιληφθούμε κατά πόσο είναι αποτελεσματικές σε σχέση με το σκοπό για τον οποίο αναπτύσσονται και στον οποίο απευθύνονται. Συνεπώς, αυτό που καλύτερα μπορεί να κρίνει μία συμπεριφορά είναι το κατά πόσο είναι λειτουργική ή μή σε σχέση με το στόχο τον οποίο τείνει να επιτύχει.

Αν σκεφτούμε σε μία τέτοια βάση και κινηθούμε αναλόγως τα πράγματα γίνονται πολύ πιο απλά και λιγότερο παγιδευτικά. Πριν, λοιπόν, βιαστούμε να κρίνουμε μία συμπεριφορά, ας σκεφτούμε: λειτουργεί ή δε λειτουργεί; είναι αποτελεσματική ή μήπως όχι;

Ελένη Μπονέ, Ψυχολόγος MSc – Ψυχοθεραπεύτρια

Πηγή: psycholozin.gr

Διαβάστε επίσης

Close