Υστερία: Πραγματικότητα ή απομεινάρι μιας αυταρχικής πατριαρχικής κοινωνίας;

Υστερία: Πραγματικότητα ή απομεινάρι μιας αυταρχικής πατριαρχικής κοινωνίας;

Αν βλέπαμε έναν άνδρα να φωνάζει, να βρίζει, να γίνεται εριστικός ή ακόμα και επιθετικός και, γενικώς, «να βγαίνει από τα ρούχα του» -πράγμα πολύ συνηθισμένο- οι περισσότεροι από εμάς θα το θεωρούσαμε ως κάτι το «φυσιολογικό» ή, σε κάθε περίπτωση, όχι ως κάτι το αξιοπερίεργο ή ανησυχητικό. Αντίθετα, αν ήταν μία γυναίκα στη θέση ενός τέτοιου άνδρα, οι περισσότεροι θα τη θεωρούσαν ως «προβληματική», πως δεν «στέκει καλά» ή ως «υστερική».

Το ακριβώς αντίθετο θα συνέβαινε στην περίπτωση που ένας άνδρας έκλαιγε δημόσια. Μία τέτοιου είδους αντίδραση θα τραβούσε την προσοχή των περισσοτέρων ως ασυνήθιστη ή/και προβληματική, σε αντίθεση με το αν ήταν μία γυναίκα στη θέση του.

Βλέπουμε, λοιπόν, πως η ίδια ακριβώς συμπεριφορά εκτιμάται και ερμηνεύεται συνηθέστατα με εντελώς διαφορετικό τρόπο στα δύο φύλα. Ο άνδρας -που θεωρείται ως εγκρατής και αυτοελεγχόμενος-, για να φωνάζει ή να κλαίει, θα πρέπει να έχει σοβαρό λόγο, ενώ η γυναίκα, για τους ίδιους ακριβώς λόγους, χαρακτηρίζεται συχνά ως «υστερική» και «(υπερ)ευαίσθητη».

Αυτή η διαφορετική θεώρηση, όμως, έχει και πρακτικές, συνήθως, επιπτώσεις. Οι έντονες συναισθηματικές εκδηλώσεις του άνδρα φαίνεται πως λαμβάνονται πολύ πιο σοβαρά υπόψη, σε αντίθεση με αυτές της γυναίκας που, στην καλύτερη περίπτωση, αντιμετωπίζονται με τη συγκατάβαση την οποία οφείλουμε να δείχνουμε απέναντι σε ένα «αδύναμο», «ευάλωτο» και «μη επαρκώς αυτοελεγχόμενο» άτομο, στη δε χειρότερη(;) με ένα αδιαμφισβήτητο «θα της περάσει» ή με κάποια κλασσικού τύπου έκφραση όπως «…της γυναίκας η καρδιά είναι μια άβυσσος…».

Οι ιστορικές καταβολές της υστερίας
Από την αρχαιότητα και μέχρι πρόσφατα, έχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες για τις αιτίες που οδηγούν στην εμφάνιση της υστερίας. Το κοινό σημείο όλων ήταν πως πρόκειται για μια γυναικεία ψυχική διαταραχή. Τα συνηθέστερα συμπτώματα της υστερίας που αναφέρονται στο διάβα των αιώνων είναι τα εξής: ανορεξία, βουλιμία, νευρικότητα, δραματοποιήσεις, εκρήξεις γέλιου ή κλάματος, επιληπτικές και λιποθυμικές κρίσεις, ωχρότητα, υπνηλίες, πονοκέφαλοι, προσωρινή απώλεια όρασης, μνήμης ή ομιλίας, και προσωρινή παράλυση.

Ιστορικές αναφορές για την υστερία και τα διάφορα σωματικά, κυρίως, συμπτώματά της υπάρχουν ήδη από το 2.000 περίπου π.Χ., και συγκεκριμένα στην Αίγυπτο. Εκεί αλλά και στην αρχαία Ελλάδα αργότερα, τα συμπτώματα αυτά θεωρούνταν ως εκδηλώσεις κάποιου είδους σεξουαλικής δυσλειτουργίας και ιδιαίτερα στον τρόπο λειτουργίας της μήτρας. Τόσο ο Ιπποκράτης όσο και ο Πλάτωνας -ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον- θεωρούσαν πως τα διάφορα συμπτώματα που εμφανίζουν οι γυναίκες έχουν ως αιτία την υπερδραστηριότητα της υστέρας (μήτρας) και την μετακίνησή της μέσα στο σώμα.

Ο Πλάτωνας παρομοιάζει τη μήτρα με ζώο που θα πρέπει να τιθασευτεί διαμέσου της αναπαραγωγής. Σε αντίθετη περίπτωση, η μήτρα εξαγριώνεται και αρχίζει να μετακινείται μέσα στο σώμα, προσβάλλοντας το αναπνευστικό σύστημα και προκαλώντας, με τον τρόπο αυτόν, δύσπνοια, αίσθημα ασφυξίας και τα διάφορα σωματόμορφα συμπτώματα της υστερίας. Ως μοναδικός τρόπος αποκατάστασης της ηρεμίας μιας τέτοιας απεγνωσμένης γυναίκας θεωρούνταν πως είναι η γονιμοποίησή της.

Από την αρχαιότητα έως σήμερα, η υστερία επιχειρήθηκε να γίνει κατανοητή διαμέσου διαφόρων μοντέλων που αφορούν στο ρόλο της μήτρας. Το μοντέλο του Πλάτωνα περί μετακινούμενης μήτρας είναι το πρώτο από αυτά. Το δεύτερο έχει ως πατέρα τον Γαληνό (2ο αιώνα π.Χ.) ο οποίος θεωρούσε πως η υστερία οφείλεται στη σεξουαλική στέρηση, δηλαδή σε μια ανικανοποίητη σεξουαλικότητα που έχει ως αποτέλεσμα τη συσσώρευση αίματος και γυναικείων υγρών στη μήτρα.

Η θεραπεία που πρότεινε ήταν, για τις μεν παντρεμένες γυναίκες, το σεξ, για τις δε χήρες και ανύπαντρες, το πυελικό μασάζ που περιλάμβανε και χάιδεμα των γεννητικών οργάνων. Δηλαδή, στην ουσία, επρόκειτο για αυνανισμό. Το μασάζ αυτό, που εφαρμόστηκε κατόπιν σε όλη την Ευρώπη από γιατρούς για πολλούς αιώνες μέχρι και τον 19ο αιώνα, αποσκοπούσε στην πρόκληση του λεγόμενου «υστερικού παροξυσμού», με άλλα λόγια, στην πρόκληση οργασμού.

Την εποχή εκείνη, είτε επειδή δεν πίστευαν στην ύπαρξη του γυναικείου οργασμού είτε επειδή, αν υπάρχει, είναι μόνον κολπικός και όχι κλειτοριδικός, είτε επειδή η βικτωριανή ηθική θεωρούσε τον γυναικείο οργασμό ως σύμπτωμα της υστερίας, αποκαλούσαν τις αντιδράσεις της γυναίκας, μετά από ένα πυελικό μασάζ, ως «υστερικό παροξυσμό». Η σπουδή, όμως, για τη θεραπεία της γυναικείας υστερίας είχε και θετικές συνέπειες καθώς έγινε αφορμή να ανακαλυφθεί, στα τέλη του 19ου αιώνα, ο περίφημος, και δεόντως τιμούμενος μέχρι και τις μέρες μας, δονητής…

Τον 17ο αιώνα, αναπτύχθηκε ένα τρίτο μοντέλο, το αποκαλούμενο νευροπαθολογικό, που θεωρούσε πως η ασθένεια έχει ως έδρα της τον εγκέφαλο και ως αιτία την καταπιεσμένη σεξουαλικότητα. Μέχρι και τα μέσα του 19ου αιώνα, διατυπώθηκαν διάφορες θεωρίες που όλες τους είχαν ως πηγή έμπνευσης τα παραπάνω μοντέλα, με επικρατέστερη αυτήν που θεωρούσε πως η ασθένεια έχει ως προέλευση τη μήτρα.

Οι δεκαετίες που μεσολάβησαν μεταξύ του 1870-1920 θεωρούνται ως η «χρυσή εποχή» της υστερίας. Οι περισσότερες περιπτώσεις της ασθένειας αναφέρθηκαν στη Γαλλία, όπου και έγιναν οι πιο συστηματικές μελέτες και έρευνες γύρω από τις αιτίες της. Για το λόγο αυτό, σε κάποιες χώρες, όπως π.χ. στη Γερμανία, η υστερία θεωρούνταν ως γαλλική ασθένεια!

Η αποκαλούμενη «χρυσή εποχή» της υστερίας συμπίπτει με την άνθηση των ιδεωδών της αστικής τάξης περί ελέγχου και πειθαρχίας του σώματος. Η αυτοπειθαρχία και ο έλεγχος της «ζωώδους φύσης» μας αναδείχθηκε ως ύψιστο ιδανικό και έκφραση καλής υγείας, η δε απώλεια αυτοελέγχου ως απαρχή μιας φθίνουσας υγείας και εκδήλωσης βίαιων συμπτωμάτων όπως αυτών της υστερίας που, όπως προαναφέραμε, θεωρούνταν ως γυναικεία ασθένεια. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως ακόμα και μέχρι σήμερα, αν κάποια γυναίκα είναι εκνευρισμένη, λέγεται συχνά πως πρέπει να είναι «αγάμητη»…

Αυτός που ουσιαστικά απομακρύνθηκε από τις θεωρίες περί άμεσης συσχέτισης της υστερίας με διαταραχές της μήτρας είναι ο γάλλος γιατρός Jean Martin Charcot που θεώρησε, αρχικά, την υστερία ως νευρολογική πάθηση -που ως τέτοια μπορεί να πλήξει όχι μόνο γυναίκες αλλά ακόμα άνδρες και παιδιά- και, προς το τέλος της ζωής του, ως ψυχολογική διαταραχή.

Αυτός, όμως, που πήρε ουσιαστικά αποστάσεις από τις διάφορες θεωρίες συσχετισμού υστερίας-μήτρας και που άρχισε να αντιμετωπίζει την υστερία ως αμιγώς ψυχική διαταραχή ήταν ο Sigmund Freud. Θεώρησε πως οι αιτίες της υστερίας, όπως και διαφόρων άλλων αγχωδών διαταραχών, οφείλονται σε απωθημένες και άρα υποσυνείδητες συγκρούσεις ανάμεσα σε σεξουαλικές επιθυμίες και εσωτερικές απαγορεύσεις που εκπορεύονται από την οιδιπόδεια φάση. Ο Freud πίστευε πως διαμέσου της ψυχανάλυσης είναι δυνατή η θεραπεία των όποιων υστερικών σωματικών συμπτωμάτων και η συνολική επίλυση της υστερικής νεύρωσης που τα προκαλεί.

Όμως, οι θεωρίες περί υστερίας δεν σταματούν εδώ. Υπάρχουν και κάποιοι, όπως ο γάλλος φιλόσοφος Michel Foucault, που θεωρούν την υστερία ως αποτέλεσμα της καταπιεστικής πατριαρχικής κοινωνίας αλλά και ως αντίδοτο ή «εξέγερση» απέναντι σε αυτήν.

Από το 1980 και εξαιτίας της αρνητικής κυρίως χροιάς που απέκτησε ο όρος «υστερία», η χρήση της στην κλινική πράξη αποδυναμώθηκε και έχει πάψει να υφίσταται, ως διάγνωση, στο Εγχειρίδιο ταξινόμησης ψυχιατρικών διαταραχών (DSM), έχοντας αντικατασταθεί από τον όρο «Διαταραχή μετατροπής» που ανήκει στην ευρύτερη ομάδα των αποκαλούμενων «Σωματόμορφων διαταραχών».

Όταν η γυναικεία κακοπέραση θεωρούνταν ως ισοδύναμο ασθένειας
Μέχρι και πριν από μερικές δεκαετίες, πολλές γυναίκες, που δεν ένιωθαν ευχαρίστηση στο γάμο τους, θεωρούνταν πως είναι νευρωσικές. Ως εκ τούτου, η νοσηλεία τους σε κάποια ψυχιατρική κλινική κρίνονταν συχνά ως αναγκαία για την «αποκατάσταση» αυτής της «ανωμαλίας» ώστε να είναι και πάλι σε θέση να ανταποκριθούν στον προσδοκώμενο από αυτές ρόλο τής καλής συζύγου, μητέρας και νοικοκυράς.

Πέραν, λοιπόν, της όποιας «ευαισθησίας» ή «ευερεθιστότητας» μιας γυναίκας -που αποτελούσαν συχνά κριτήρια ύπαρξης υστερίας- ακόμα και οι διάφορες δυσκολίες που μπορεί να αντιμετώπιζε στο γάμο της δεν θεωρούνταν ως αιτία των διαφόρων συμπτωμάτων της αλλά ως αποτέλεσμα της ψυχικής της ασθένειας. Η τυχόν επαναφορά της γυναίκας από μια κατάσταση δυσαρέσκειας για το γάμο της σε μια κατάσταση όπου να επιθυμεί και πάλι να συνεχίσει να συμμετέχει σε αυτόν θεωρούνταν ως «ευτυχής κατάληξη» και «ίαση» της «ασθένειάς» της.

Ανάλογες δυσκολίες σε άνδρες δεν αναφέρονται σχεδόν ποτέ. Ως εκ τούτου, ο ρόλος των πολιτισμικών επιρροών φαίνεται πως έπαιζε σημαντικότατο ρόλο εδώ. Πολλές ανάλογες δυσκολίες σήμερα θα μπορούσαν πιθανότατα να οδηγήσουν είτε στο γραφείο κάποιου οικογενειακού συμβούλου είτε -στη χειρότερη(;) περίπτωση- σε ένα διαζύγιο.

Στη διάρκεια του 19ου αιώνα και ιδίως προς το τέλος του, η αστική τάξη της Ευρώπης έμοιαζε κυριολεκτικά αφηνιασμένη με τη γυναικεία σεξουαλικότητα. Η αμφιθυμική της στάση απέναντι σε αυτήν ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής. Από τη μία πλευρά έμοιαζε να την αρνείται, δηλαδή σαν να μην υπάρχει, από την άλλη, όμως, έμοιαζε να θεωρεί τη γυναίκα ως ον με ακόρεστες σεξουαλικές ανάγκες που εύκολα αποπλανεί και, ως εκ τούτου, αποτελεί μόνιμη απειλή για τον ανδρικό πληθυσμό.

Η απορριπτική και τιμωρητική, στην ουσία, στάση της κοινωνίας απέναντι σε κάθε έκφραση της γυναικείας σεξουαλικότητας ανάγκασε τις γυναίκες να απωθήσουν εντελώς αυτές τους τις ανάγκες, χωρίς, όμως, να έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης σε άλλου είδους αντισταθμιστικές μορφές έκφρασης (καλλιτεχνικές, διανοητικές, άσκηση εξουσίας κ.ά.) που να τις δίνουν τη δυνατότητα μιας αίσθησης εσωτερικής ισορροπίας.

Η απουσία εναλλακτικών επιλογών κατέστησε την υιοθέτηση του ρόλου της ασθενούς ως τον μοναδικό τρόπο μιας πιο «ελεύθερης» προσωπικής έκφρασης αλλά και τροφοδότησης μιας αίσθησης ταυτότητας. Από το να είναι η γυναίκα ένα άτομο ανύπαρκτο, χωρίς ανάγκες και σώμα που αισθάνεται, δηλαδή ένας ΚΑΝΕΝΑΣ, η υιοθέτηση του ρόλου της ασθενούς, που φροντίζεται από ειδικούς και οικογενειακό περιβάλλον, της έδινε μια (ψευδ)αίσθηση πως είναι κάποια, έστω μία «νευρασθενής» ή «υστερική».

Επίλογος
Η υστερία αποτελεί τυπικό παράδειγμα μιας, σε μεγάλο βαθμό, πολιτισμικά καθορισμένης διάγνωσης που έλαβε, για μερικές δεκαετίες και σε ορισμένες χώρες, σχεδόν διαστάσεις επιδημίας για να ατονήσει κατόπιν δραματικά η συχνότητα εμφάνισής της.

Επειδή, από ορισμένους κύκλους, όπως είναι το φεμινιστικό κίνημα, υπάρχει μια τάση «ρομαντικοποίησης» της ασθένειας αυτής, θα πρέπει να τονίσουμε πως στη διάρκεια της αποκαλούμενης «χρυσής εποχής» της υστερίας, δηλαδή από τα τέλη του 19ου έως και την αρχή του 20ου αιώνα, υπήρξαν πολλά άτομα που πραγματικά βίωναν πολύ μεγάλο ψυχικό πόνο εξαιτίας της ασθένειάς τους. Μπορεί να μην έχουμε ακόμα μια τελείως ξεκάθαρη εικόνα για το ποια είναι τα σαφή όρια ανάμεσα στην υστερία ως διάγνωση, ως συμπεριφορά και ως αλληγορία αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα πως δεν υπάρχει κάποια παθολογική οντότητα πίσω από τα συμπτώματα που παρατηρούμε, ασχέτως πως την ονοματίζουμε.

Τα συμπτώματα της υστερίας δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένα στις μέρες μας. Οι λόγοι για αυτό είναι πολλοί και διάφοροι. Κάποιοι από αυτούς μπορεί να έχουν να κάνουν με το ότι ο σύγχρονος άνθρωπος -ασχέτως φύλου- διαθέτει πλέον περισσότερους και διαφορετικούς τρόπους συναισθηματικής, και όχι μόνον, έκφρασης, προσωπικές επιλογές καθώς και μεγαλύτερη σεξουαλική ελευθερία. Ίσως κάποια από τα αποκαλούμενα «υστερικά συμπτώματα» να μπορούν πλέον να ερμηνευθούν, να κατανοηθούν και να αποδοθούν σε συγκεκριμένες σωματικές ασθένειες, όπως π.χ. η σκλήρυνση κατά πλάκας, η επιληψία κ.ά., αλλά και σε άλλες ψυχικές διαταραχές όπως η διαταραχή μετατροπής, διάφορες διαταραχές προσωπικότητας κ.τ.λ.

Πάντα υπήρχαν -και συνεχίζουν να υπάρχουν και στις μέρες μας- διάφορες, περισσότερο ή λιγότερο, μη επαρκώς κατανοητές ασθένειες και ασαφείς διαγνώσεις που ερμηνεύονται συχνά ως αντίδραση του οργανισμού μας απέναντι στο στρες και το άγχος, όπως η ινομυαλγία η οποία, επιπρόσθετα, συνδέεται στενά με το φύλο.

Δεν πρέπει ποτέ να λησμονούμε πως, στη διάρκεια των χρόνων ύπαρξης της ψυχιατρικής ως επιστήμης, πολλές είναι οι διαγνώσεις και οι θεραπευτικές μέθοδοι που καθορίστηκαν σε μεγάλο βαθμό από πολιτισμικούς παράγοντες, στιγματίζοντας ή/και καταστρέφοντας για μεγάλα χρονικά διαστήματα ή και εφόρου ζωής εκατομμύρια ασθενών (όπως π.χ. η ομοφυλοφιλία ως σεξουαλική διαστροφή, η ταξιδιωτική ψύχωση, η αρκτική υστερία των γυναικών της Γροιλανδίας, πρόσφατα το σύνδρομο Asperger, η λοβοτομή, η αναγκαστική στείρωση, τα ηλεκτροσόκ, ο ζουρλομανδύας κ.ά.).

Τέλος, θα πρέπει να τονίσουμε και να έχουμε πάντα υπόψη πως, αν και οι περισσότερες ψυχιατρικές διαταραχές ισχύουν σε όλα τα μέρη του κόσμου, εκφράζονται και ερμηνεύονται συνηθέστατα με διαφορετικό τρόπο στην κάθε χώρα. Για παράδειγμα, η κατάθλιψη περιγράφεται συχνά με φυσικούς όρους στις υπό ανάπτυξη χώρες και ήταν μια πολύ ασυνήθιστη διάγνωση στην Ιαπωνία μέχρι και τη δεκαετία του 1990. Αυτό σημαίνει πως η χώρα που κάποιος διαμένει καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο που θα διαγνωσθεί και η όποια τυχόν μετακόμισή του σε άλλη χώρα μπορεί να εμπεριέχει κινδύνους…

Μια μικρή τελική επισήμανση: οι εκδηλώσεις λατρείας των νεαρών κοριτσιών κυρίως -τόσο στην εποχή που μεσουρανούσαν οι Beatles, οι Rolling Stones κ.ά., αλλά και απέναντι σε πολλά σύγχρονα είδωλα της νεολαίας- χαρακτηρίζονταν/χαρακτηρίζονται ως «υστερικές εκδηλώσεις». Οι πολύ χειρότερες, αλλόφρονες και εξεζητημένες ανδρικές εκδηλώσεις στη διάρκεια ενός ποδοσφαιρικού αγώνα ή κατά τη διάρκεια της οδήγησης, συνήθως, δεν σχολιάζονται ή θεωρούνται ως «φυσιολογικές».

Σάββας Ν. Σαλπιστής, Ph.D., Κλινικός Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπευτής

Πηγή: i-psyxologos.gr

Διαβάστε επίσης

Close