Artist: Alain Laboile

Πού πάμε με τα φρένα πατημένα;

Είναι γύρω στα τρία. Καβαλάει το τρίκυκλό του και πάει, πάει, πάει, σάμπως ξέρει πού πάει…

Κάπου κάπου σταματάει. Ύστερα, χωρίς προειδοποίηση, ξεκινάει. Σε μια στιγμή, το βλέμμα του παγώνει. “Μαμά, κύλοθ!” φωνάζει και της τον δείχνει. Περιμένει να κοιτάξει κι εκείνη, αλλιώς δεν προχωράει. “Έλα, τώρα!”, του φωνάζει και σχεδόν αυτόματα, εκείνο αρχίζει να σέρνει τα πόδια του. “Μηηη!”, ακούγεται η τσιριχτή της φωνή. “Τι έχουμε πει; Θα χαλάσεις τα παπούτσια σου!”.

Στα δεξιά του στέκεται η σκιά της και παραπίσω μια μεγαλύτερη. “Πάμε!”, τον προτρέπει η μεγαλύτερη σκιά, καθώς του δίνει μια απαλή σπρωξιά στην πλάτη. Μα το τρίχρονο δεν κουνάει ρούπι.
Τώρα χαζεύει από την άλλη ένα θάμνο με κίτρινα λουλούδια. Πλησιάζει κι επιχειρεί να τον αγγίξει. “Πάμε!”, ακούγεται ξανά η δεύτερη σκιά. “Μην πας κοντά, θα βγάλεις κανένα μάτι!”, συμπληρώνει η πρώτη.
Μαζεύεται ο μικρός, πάνω που είχε ξεθαρρέψει.

Κάνει λίγο πετάλ και σταματά πάλι. Αυτή τη φορά βρίσκεται μπροστά σε μια τεράστια λακκούβα. Κοιτά απορημένα και βλέπει ότι λείπει ένα πλακάκι. Αυτό δεν του έχει ξανασυμβεί. Πριν προλάβει να δει τι θα κάνει, η μικρή σκιά έρχεται βιαστικά προς το μέρος του. Τον σηκώνει όπως είναι, μαζί με το τρίκυκλό του κι έτσι, αιωρείται για λίγο πάνω από τη λακκούβα. “Αμάν, αυτά τα πεζοδρόμια!”, παραπονιέται εκείνη. “Ο δήμος φταίει. Μια μήνυση τους χρειάζεται για να στρώσουν”, προσθέτει με θυμό η μεγάλη σκιά.

Μέσα σε δέκα λεπτά έχει ακούσει σαράντα εντολές, είκοσι απαγορεύσεις και οκτώ επικρίσεις, γιατί είπε ή έκανε κάτι που δεν ήταν σωστό, γιατί κάτι δεν πήγε όπως αναμενόταν. Τα τελευταία δέκα λεπτά…
“Μαμά, πού πάμε;”. Απάντηση καμιά. Επιμένει να αναζητά την ευχαρίστηση. “Μαμά, πού πάμε;”. “Σταμάτα επιτέλους τις ερωτήσεις! Δεν είπαμε ότι θα πάμε βόλτα στο πάρκο; Γιατί ρωτάς συνέχεια;”.

Θυμώνει. Την αγριοκοιτάζει και κάνει τρεις πεταλιές με όλη του τη δύναμη. Λίγο πριν τη στροφή, του φεύγει μια στραβοτιμωνιά και το ποδήλατο γέρνει τόσο πολύ, που πέφτει στο πεζοδρόμιο. Ουρλιάζει, πιο πολύ από τρόμο παρά από πόνο. Τρέχουν πανικόβλητες οι δυο σκιές κοντά του, ψάχνουν το σώμα του για σημάδια… Τρεις σκιές γίνονται μια μεγάλη μάζα και παίρνουν το δρόμο της επιστροφής.

Με χτυπημένο πόδι και λαβωμένη καρδιά ψιθυρίζει “Πού πάμε;”…
Πάμε κάπου που να μην έχει σκύλους, γάτες, ποντίκια, ζουζούνια, κάπου χωρίς φυτά με αγκάθια ή φυτά που προκαλούν αλλεργίες και προπάντων χωρίς λακκούβες. Κάπου ήσυχα, χωρίς πολύ φως, χωρίς πολύ σκοτάδι, χωρίς οτιδήποτε μπορεί να απειλήσει τη γαλήνη μας, κάπου που να μην έχεις απορίες, κάπου που να αρκείσαι σε ό,τι βλέπεις και να μη ρωτάς, σε ένα μέρος απόλυτα γνώριμο και οικείο.

Πάμε παντού, όπου θες, αλλά χωρίς να γνωρίζουμε τον τόπο. Πάμε χωρίς να αφήνουμε ελεύθερο το μυαλό να σκέφτεται, την καρδιά να ονειρεύεται, το σώμα να πειραματίζεται. Πάμε χωρίς να επιτρέπουμε στον εαυτό μας να συνδέεται με τον κόσμο γύρω μας, με τα αντικείμενα, με τους ανθρώπους, με οτιδήποτε μας προκαλεί να ανακαλύψουμε την ομορφιά του Είναι μας.

Πάμε με τρόπο που να εκλογικεύουμε το βίωμά μας, που να μην αφήνουμε χώρο στην έκπληξη, που να κλείνουμε κάθε χαραμάδα απ’ όπου μπορεί να τρυπώσει το γέλιο, που να διατηρούμε τον ίδιο παλμό, που η μέρα να περνάει χωρίς ανατροπές.
Πάμε κάπου όπου όλα είναι επίπεδα, χωρίς ανηφόρες, χωρίς κατηφόρες.
Πάμε σα σκιές, όχι σαν πρόσωπα. Πάμε για να έρθουμε, όχι για να ζήσουμε. Πάμε για να μη σχετιστούμε.

Γενικά, πάμε…Αλήθεια, πού πάμε με τα φρένα πατημένα;

Ευγενία Δουβαρά
Πηγή: evgeniadouvara.blogspot.gr

 

Thessaloniki Arts and Culture

 

 

Διαβάστε επίσης

Close