Γιατί λέμε όχι στην τιμωρία!

Γιατί λέμε όχι στην τιμωρία!

Η τιμωρία για χρόνια αποτέλεσε τρόπο διαπαιδαγώγησης και αγωγής.

Υπήρξε το κατεξοχήν εργαλείο της μαύρης παιδαγωγικής η οποία κυριάρχησε στον 18ο αι. και περιελάμβανε την χρήση της σωματικής κ ψυχολογικής βίας για τον «συνετισμό» των παιδιών.

Μια τέτοια συμπεριφορά απέναντι στα παιδιά εκπορευόταν κυρίως από την αντίληψη ότι τα παιδιά έχουν φύση με διαβολικά στοιχεία που πρέπει να χειραγωγηθεί για να εξαλειφθούν.

Σήμερα, η σωματική τιμωρία απαγορεύεται. Ένας σημαντικός αριθμός ερευνών έχει διαπιστώσει ότι η σωματική τιμωρία επεμβαίνει στην φυσιολογία του εγκεφάλου κ ουσιαστικά τροποποιεί την αρχιτεκτονική του. Στην εκπαιδευτική κοινότητα έχει σχεδόν εκλείψει.

Στην ανατροφή; Γιατί άραγε στην ανατροφή συνεχίζει να αποτελεί «ανεπίσημο» εργαλείο, του οποίου την χρήση αποδεχόμαστε; Τι δικαιολογεί το δικαίωμα χειροδικίας απέναντι στο παιδί μας; Είναι το παιδί ιδιοκτησία μας;

Από την άλλη ακόμη και όσοι γονείς έχουν απεμπολήσει την σωματική τιμωρία, αρκετοί έχουν χρησιμοποιήσει ή χρησιμοποιούν κάποιο είδος τιμωρίας γενικότερα – καρεκλάκι σκέψης, στέρηση, ποινή, συνέπεια – προκειμένου να αποτρέψουν μια χαρακτηριζόμενη «κακή» συμπεριφορά του παιδιού τους. Όμως αυτή η γονεϊκή δράση απέναντι στο παιδί που χρησιμοποιεί μια λανθασμένη συμπεριφορά δεν διδάσκει απολύτως τίποτα στο παιδί.

Ο D.Goleman στο βιβλίο του «Συναισθηματική Νοημοσύνη» αναφέρει ότι οι αυξανόμενες συνδέσεις του εγκεφαλικού κυκλώματος σημαίνουν μεγαλύτερο φάσμα πιθανών αντιδράσεων δηλαδή μεγαλύτερο ρεπερτόριο συμπεριφορών.

Το ρεπερτόριο της συμπεριφοράς ξεκινά να δημιουργείται στην βρεφική ηλικία και αναπτύσσεται σε όλη την διάρκεια της ζωής, καθώς ο εγκέφαλος ωριμάζει κ αλληλεπιδρά με το περιβάλλον.

Η αλληλεπίδραση με το περιβάλλον δεν σημαίνει απαραίτητα ότι κάποιος (γονέας ή δάσκαλος) πρέπει να μάθει στο παιδί συμπεριφορές. Ο γονέας μπορεί να βοηθήσει την ανάπτυξη του προβληματισμού του παιδιού για την συμπεριφορά του, με την μορφή επίλυσης ενός προβλήματος.

Μπορεί να το βοηθήσει να λάβει υπόψη του νέες παραμέτρους που πιθανόν να το οδηγήσουν να διαμορφώσει νέα συμπεριφορά ή να επιλέξει μεταξύ συμπεριφορών που του είναι οικείες από το ρεπερτόριο των γνωστών συμπεριφορών. Η διαδικασία αυτή βοηθά το παιδί να οικοδομήσει το δικό του αξιακό σύστημα κ ένα ενσυναισθητικότερο ρεπερτόριο συμπεριφορών.

Επίσης, το παράδειγμα του γονέα αποτελεί ζωντανό υπόδειγμα. Ποιές συμπεριφορές ο γονέας επιλέγει, πότε τις χρησιμοποιεί με τι ένταση κλπ. Το παιδί παρακολουθεί συνεχώς, αντιγράφει ή επεξεργάζεται.

Είναι χαρακτηριστική η πειραματική έρευνα του ψυχολόγου J. Philippe Rushton για την γενναιοδωρία, όπου 140 παιδιά ηλικίας 7-11 ετών πήραν μέρος σε ένα παιχνίδι στο οποίο τους δόθηκαν μάρκες για την νίκη τους. Τις μάρκες αυτές μπορούσαν να τις κρατήσουν για τον εαυτό τους ή να τις δωρίσουν σε άλλο παιδί που δεν είχε.

Στη συνέχεια παρακολούθησαν έναν ενήλικα να συμπεριφέρεται είτε εγωϊστικά, είτε γενναιόδωρα κ μετά να κηρύτει την αξία είτε της κράτησης, είτε της γενναιοδωρίας. Διαπιστώθηκε ότι τα παιδιά ακολούθησαν το παράδειγμα του ενήλικα και όχι τα λόγια του.

Το πειραματικό έργο επαναλήφθηκε αργότερα προκειμένου να διαπιστωθεί η μονιμότητα της συμπεριφοράς, όπου διαπιστώθηκε ότι την πιο γενναιόδωρη στάση επέδειξαν τα παιδιά που παρατήρησαν τον γενναιόδωρο ενήλικα ο οποίος σημειωτέον δεν έκανε κανενός είδους κήρυγμα.

Ένας γονέας που τιμωρεί, κόβει σταδιακά κάθε δίαυλο επικοινωνίας και σύνδεσης με το παιδί του. Το παιδί αντιλαμβάνεται τον γονέα σαν τιμωρό ο οποίος κατέχει εξουσία τόσο επιβολής όσο και το αλάθητο της κρίσης, μιας που κρίνει την συμπεριφορά ως «κακή» και επιλέγει ποινή.

Έτσι το παιδί αισθάνεται μόνο, χωρίς καμιά πιθανότητα κατανόησης ή ειλικρινούς επικοινωνίας. Ταυτόχρονα αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως «κακό» κι εκεί μπορεί να λειτουργήσουν πολλές προοπτικές όπως η υιοθέτηση του ρόλου του «κακού» (αυτοεκπληρούμενη προφητεία).

Η αυτοεκτίμηση του παιδιού δέχεται πλήγμα όταν το σημαντικότατο πρόσωπο αναφοράς – ο γονέας – το χαρακτηρίζει ως «κακό». Η τιμωρία αφήνει να εννοηθεί ότι το παιδί φέρει την κακία ως στοιχείο του χαρακτήρα του, κάτι που πρέπει να «ξεριζωθεί».

Αντίθετα αν το παιδί εκλαμβάνει τον εαυτό του ως «καλό» και το όλο γεγονός ως αστοχία επιλογής συμπεριφοράς, ο εαυτός μένει με θετικό πρόσημο, η αυτοεκτίμησή του ανέπαφη και η προσοχή επικεντρώνεται στην επεξεργασία της συμπεριφοράς.

Μια άλλη έρευνα της ψυχολόγου Karen Caplovitz-Barrett εξέτασε τρίχρονα στο εξής πειραματικό έργο. Τους δώθηκε μια κούκλα, που της έφευγε το ένα πόδι καθώς τα παιδιά έπαιζαν μαζί της. Παρατηρήθηκε ότι τα παιδιά που ένιωσαν ντροπή απέφευγαν τον ερευνητή και δεν αποδέχονταν την «ζημιά», ενώ τα παιδιά που ένιωσαν τύψεις κατευθύνθηκαν στον ερευνητή να τον ενημερώσουν και να τον βοηθήσουν στην προσπάθεια επισκευής της κούκλας.

Το ίσως εύλογο συμπέρασμα που προκύπτει από την έρευνα είναι ότι πρέπει να διδάξουμε στα παιδιά να αισθάνονται τύψεις για την αρνητική τους συμπεριφορά και όχι ντροπή. Το ακόμη πιο ενδιαφέρον στην έρευνα θα ήταν η μελέτη του πως αυτά τα παιδιά ανατρέφονταν, με ποιές τακτικές, αν χρησιμοποιήθηκε η τιμωρία στην ανατροφή τους, αν είχαν κρίσεις θυμού (tantrums) κλπ. Αυτό θα μας βοηθούσε περισσότερο να καταλήξουμε σε συμπεράσματα για την ανατροφή.

Τόσο όμως η ντροπή όσο και η ενοχή, αποτελούν «βαριά» συναισθήματα για τον Εαυτό. Αφορούν στο θυμικό και λιγότερο στη λογική. Η χρήση της ενοχής για συνετισμό ενέχει τον κίνδυνο του να εκλάβει τον γονέα ως δικαστή. Η έμφαση πρέπει να δίνεται στο πως το παιδί μπορεί να κατανοήσει την αιτιακή σχέση της συμπεριφοράς του.

Επιπρόσθετα, η τιμωρία μεταφέρει τη δράση έξω από το παιδί. Το παιδί δεν ενθαρρύνεται να μπει σε μια εσωτερική αναζήτηση για τα αίτια της συμπεριφοράς του, για το πως αισθάνθηκε με την επιλογή που έκανε, για τις συνέπειες της συμπεριφοράς του προς τους άλλους και πως οι συνέπειες αυτές έγιναν αντιληπτές. Δεν οδηγεί στην αυτογνωσία.

Η τιμωρία αρκετές φορές ενεργοποιεί το ψυχικό αμυντικό του σύστημα – απώθηση, ενδοβολή – και άρα η συμπεριφορά δεν υπόκειται σε καμία συνειδητή επεξεργασία.

Η τιμωρία ενδέχεται να ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου του Εαυτού σε σχέση με την εκδίκηση ή την προσπάθεια εξαπάτησης δηλαδή επίτευξη στόχων με πλάγιους τρόπους οι οποίοι δεν θα γίνουν αντιληπτοί από τον γονέα – κριτή, τιμωρό. Και από εκεί που στόχος μας ήταν να διδάξουμε γενναιοδωρία και ενσυναίσθηση, διδάσκουμε τελικά εκδίκηση και εξαπάτηση.

Τελικά αυτό για το οποίο θα πρέπει να αναρωτηθούμε σαν γονείς και κοινωνία είναι τι είδους παιδιά θέλουμε. Θέλουμε ελεύθερα σκεπτόμενους ανθρώπους με μια γερή κριτική ικανότητα, δημιουργικότητα και βαθιά ενσυναισθητικά συναισθήματα για τον συνάνθρωπο ή όχι.

Γιατί τιμωρία και ελευθερία δεν πάνε μαζί. Η τιμωρία δεν μπορεί να οδηγήσει στο ελεύθερα σκεπτόμενο άτομο, γιατί δεν σέβεται το αναπτυσσόμενο άτομο.

 

Βιβλιογραφία: D. Goleman «Η συναισθηματική νοημοσύνη» εκδ. Πεδίο

Της Κατερίνας Τατσοπούλου, εκπαιδευτικός – παιδαγωγός.

 

 

Πηγή: tvxs.gr

Διαβάστε επίσης

Close