Κάθε παιδί μιλάει τη δική του γλώσσα

Κάθε παιδί μιλάει τη δική του γλώσσα

Ο Κώστας, η Μεταξία, ο Δημήτρης, η Ιωάννα είναι παιδιά της τάξης μας, που καλούμαστε να τ’ ακούσουμε, να τα καταλάβουμε. Είναι τόσο ίδια και τόσο διαφορετικά. Διαφορετικά μεταξύ τους, διαφορετικά με μας. Ποια είναι λοιπόν αυτά τα παιδιά που μας προβληματίζουν τόσο έντονα με τη συμπεριφορά τους;

Υποδεχτείτε τη νέα γενιά. Τη «γενιά του διαδικτύου», «τη γενιά της παγκοσμιοποίησης», αφού πρόκειται για τη γενιά που καταργεί τα γεωγραφικά και πολιτιστικά σύνορα με τη βοήθεια της τεχνολογίας. Είναι η γενιά που ξαφνιάζει και μπερδεύει γονείς και επιστήμονες, καθώς διαφέρει από τις προηγούμενες γενιές χάρη στο γεγονός ότι καταφέρνει να συνδυάζει αξίες που παλιότερα αλληλοαποκλείονταν. Στη ζωή τους πολλά πράγματα εμφανίζονται με γοργό ρυθμό και το ίδιο γρήγορα εξαφανίζονται. Είναι τα παιδιά που οι γονείς τους ζουν για να εργάζονται, απορροφημένοι ολότελα από τις απαιτήσεις και τη πίεση της καθημερινότητας.

Αν ένα παιδί ζει με την κοροϊδία, μαθαίνει να είναι δειλό. Αν ένα παιδί ζει με την ντροπή, μαθαίνει να νιώθει ένοχο. Αν ένα παιδί ζει με την ενθάρρυνση, μαθαίνει να έχει αυτοπεποίθηση. Αν ένα παιδί ζει μέσα στην αποδοχή, μαθαίνει ν’ αγαπά.

Τα σημερινά παιδιά, κυριολεκτικά ζουν μέσα στην απόλυτη μοναξιά, χωρίς επαρκή επικοινωνία και επαφή. Λείπει το πάθος και η συγκίνηση για κάτι καλύτερο είναι μειωμένη. Δεν μπορεί να επιτευχθεί δημιουργικότητα όση θα έπρεπε, γιατί υποβόσκει η αδράνεια της σκέψης, και η αδιαφορία, καθώς και η αποδυνάμωση της κριτικής ικανότητας. Κάτω από τον μανδύα της ομοιομορφίας που επιχειρούμε να τους φορέσουμε, πίσω από ταυτότητες και αφορισμούς, ασφυκτιούν ανάγκες, λουφάζουν προσμονές, ελπίδες και όνειρα, κρύβονται φόβοι, παράπονα και αιτήματα που δυσκολεύονται να εκφραστούν.

Είναι τα παιδιά που θα πρέπει να θεωρούμε ότι μας παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες και που μπορούν να μας καθοδηγήσουν στις αναμορφωτικές προσπάθειες του μέλλοντος και όχι ότι παρουσιάζουν προβλήματα που πρέπει να ξεπεραστούν ή πιθανώς ότι πρέπει να παραπεμφθούν αλλού για να τύχουν ιδιαίτερης φροντίδας. Είναι οι «κρυμμένες φωνές» που αν καταφέρουμε να τις ακούσουμε και να τις κατανοήσουμε θα μας δώσουν λυμένο το γρίφο του κάθε παιδιού.

Στη καθημερινή ζωή του παιδιού, η θεσμοθετημένη σχολική εκπαίδευση μέσα από έναν απαρχαιωμένο τρόπο διδασκαλίας, οδηγεί στην πραγματικότητα στην αδράνεια της σκέψης του, αντί στην ενεργοποίησή της σε μέγιστο βαθμό. Το σχολείο ως εκπαιδευτικός µηχανισµός επιζητούσε πάντα τη συµµόρφωση, την υποταγή και την πειθαρχία. Οι µαθητές πρέπει πρώτιστα να προσαρµοστούν, να αποδεχτούν τους κανόνες του οριοθετηµένου πεδίου, να δράσουν και να δηµιουργήσουν στα κοινωνικά προδιεγραµµένα πλαίσια, έτσι ώστε να εξασφαλίσουν την παραµονή στο σύστηµα.

Κανένα σύστηµα δε θέλει να διαλυθεί και όποιος είναι αντίθετος στο σύστηµα, έστω και για λόγους δηµιουργικούς, αποβάλλεται, περιθωριοποιείται και καθίσταται ανενεργός. Σύµφωνα µε τον παιδαγωγό JOHN DEWEY το σύστηµα φοβάται δύο ειδών ανθρώπους: 1) αυτούς που τα χάνουν και 2) αυτούς που σκέπτονται. Δεν λαμβάνει το σύστημα καμία ουσιαστική μέριμνα για πολλές κατηγορίες «διαφορετικών» παιδιών και εκεί οφείλεται το θολό τους μέλλον. Οδηγούμαστε όλο και περισσότερο, σε αλόγιστο κυνήγι γνώσεων μέσα από το οποίο κατορθώνουμε να φιμώνουμε τα παιδιά και να τα καταδικάζουμε έτσι σε μια σιωπή κατωτερότητας.

Ο δάσκαλος είναι πομπός που εκπέμπει σε κλειστούς τις περισσότερες φορές δέκτες, που είναι τα χωρίς ενδιαφέρον παιδιά. Τα παιδιά αγωνιούν και αγωνίζονται σκυφτά για να βρουν το δικό τους στίγμα σε μια κοινωνία, που σχεδόν τα αντιμετωπίζει ως «ξένα». Φωνάζουν δυνατά ότι το καθένα τους είναι ένας ολοκληρωμένος κόσμος. Είναι λυπηρό το γεγονός ότι, για πάρα πολλά παιδιά η παρακολούθηση του σχολείου συνιστά μια τραυματική εμπειρία, που τα αφήνει εντελώς απογοητευμένα από τις ικανότητές τους, δημιουργώντας τα ψευδαισθήσεις για το ρόλο της μόρφωσης στη ζωή τους.

Κάθε παιδί διαθέτει διαφορετικές προϋποθέσεις για μάθηση, έχει διαφορετικά ενδιαφέροντα και ανάγκες, και ως παιδί είναι ειδικά ικανό για μάθηση. Η έννοια της «κανονικότητας» δεν ανταποκρίνεται σήμερα στα κριτήρια επιστημονικής ακρίβειας. Η υιοθέτησή της είναι αυθαίρετη, απάνθρωπη και βλάπτει τις προσπάθειες της αποκατάστασης. Όλοι οι άνθρωποι μπορούν και πρέπει να συμμετέχουν στην κοινωνική ζωή ως ισάξια, ισότιμα και με τα ίδια δικαιώματα μέλη, λαμβανομένων υπόψη όλων των ιδιαίτερων στοιχείων των ατομικών ικανοτήτων και αναγκών.

Κάθε παιδί είναι ένα και μοναδικό, αποτελεί μια μοναδικότητα και έχει ανάγκη από μια ιδιαίτερη, ξεχωριστή ατομική στήριξη, κατά συνέπεια διαφορετική. Κάθε παιδαγωγός είναι παιδαγωγός στήριξης, με δεδομένο ότι σε κάθε παιδαγωγική επενέργεια ενυπάρχει το στοιχείο στήριξης.

Σε μια τάξη συνυπάρχουν παιδιά: Που παρουσίασαν υστέρηση, δε μίλησαν γρήγορα, δεν περπάτησαν στην ηλικία που περπατούν τα περισσότερα, ή αντιμετώπισαν κάποια ασθένεια ή ατύχημα, με αποτέλεσμα να παρουσιάζουν αργή πορεία στην κατάκτηση της γνώσης, κυρίως αργούν να διαβάσουν, να γράψουν. Τα παιδιά αυτά κάνουν ότι μπορούν, μα το υπόστρωμά τους είναι ανεπαρκές. Άλλα παιδιά είναι τα χαρισματικά ή ταλαντούχα παιδιά. Είναι το 5% του γενικού παιδικού πληθυσμού που διαθέτει εξαιρετικά υψηλές ικανότητες σε έναν ή περισσότερους γνωστικούς τομείς.

Παιδιά που όσο παράξενο και αν φαίνεται, έχουν χαμηλές επιδόσεις στο σχολείο ή ακόμη κατά τη διάρκεια της εφηβείας εγκαταλείπουν τις σπουδές τους. Ανεπαρκής ή λανθασμένη παιδαγωγική προσέγγιση δημιουργεί αρνητικό υπόβαθρο στον ψυχικό κόσμο αυτών των παιδιών. Είναι ακόμη τα επιμελή, ευσυνείδητα παιδιά, που δεν μπορούν όμως να προσαρμοσθούν στους ρυθμούς της τάξης ή της ομάδας τους. Δυσκολεύονται εκεί που οι άλλοι, που δεν είναι ανώτεροί τους, μα που είναι απλώς διαφορετικοί, τελειώνουν εύκολα το έργο τους.

Ακόμη είναι τα «αισθητηριακά παιδιά» που οι αισθήσεις τους μοιάζουν με κεραίες, που τους συνδέουν με τον κόσμο και που τους φέρνουν άφθονες εικόνες, στις οποίες δεν μπορούν πάντοτε να δώσουν μια μορφή και δεν μπορούν να τις εκφράσουν. Δεν είναι φυγόπονα, ούτε αφηρημένα, ούτε απρόσεκτα. Ωστόσο τις περισσότερες φορές «σέρνονται» στην ουρά της τάξης τους. Άλλα παιδιά κατηγορούνται ότι είναι τεμπέλικα. Είτε να ντυθούν πρόκειται, είτε να διαβάσουν τα μαθήματά τους, δεν τελειώνουν ποτέ.

Μερικά από τα παιδιά αυτά δεν είναι σίγουρα για τον εαυτό τους. Από έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό τους, γεμίζουν το χρόνο με μικρολεπτομέρειες, που τους φαίνονται απαραίτητες. Άλλα παιδιά αργούν να τελειώσουν, γιατί φοβούνται τη συμμετοχή τους σε καινούριες δραστηριότητες. Και άλλα απ’ αυτά, επαναπαύονται ότι κάποιος άλλος θα φέρει σε πέρας την εργασία. Υπάρχουν παιδιά που οι γονείς τους είναι υπέρμετρα φιλόδοξοι. Στα παιδιά αυτά κάθε επιτυχία των συμμαθητών τους διεγείρει στη ψυχή τους φόβο και φθόνο. Μικρή δε τυχαία αποτυχία, τα οδηγεί σε απογοήτευση και σε εκδηλώσεις αντικοινωνικές.

Άλλα παιδιά θέλουν να μεγαλώσουν την ταυτότητα τους, απαντώντας σε κάθε ερώτηση που θέτει ο δάσκαλος, απλά και μόνο για να απαντήσουν και με αυτό τον τρόπο να κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Η απάντηση που δίνουν, τις περισσότερες φορές είναι άστοχη. Έχουμε μαθητές που προέρχονται από οικογένειες που τα υπερπροστατεύουν. Τα παιδιά αυτά ενώ γνωρίζουν, απομονώνονται, είναι δειλά και δε συμμετέχουν όσο πρέπει σε καμιά δραστηριότητα, γιατί βρίσκονται έξω από την προστατευτική ασπίδα των γονέων τους και αισθάνονται ευάλωτα. Τα παρορμητικά παιδιά που συναντώνται συχνά στις κατώτερες οικονομικά τάξεις και που δεν είναι κατώτερα από τα στοχαστικά παιδιά, όταν ενταχθούν σε ομάδα εργασίας , με την επίδραση της ομάδας επάνω τους, βαθμιαία βελτιώνουν τη συμπεριφορά τους.

Τέλος παιδιά στα οποία η φύση των μαθησιακών δυσκολιών είναι διπλής κατεύθυνσης: διαφαίνεται να είναι υπόθεση ιατροβιολογική – νευρολογική, αλλά και υπόθεση εκπαιδευτικής διαδικασίας – μαθησιακής. Για να μπορέσουν όλοι αυτοί οι μαθητές ν’ ανταποκριθούν με τον ίδιο τρόπο στη μεγάλη ποσότητα ύλης, θα έπρεπε όλοι να έχουν τις ίδιες δυνατότητες μνήμης, φαντασίας, κατανόησης. Θα έπρεπε όλοι να είναι πάντοτε και σε κάθε στιγμή της σχολικής χρονιάς σε ετοιμότητα, ώστε να αντιλαμβάνονται, να επεξεργάζονται και να αφομοιώνουν με τον ίδιο τρόπο. Δεν είναι όμως δυνατόν να εργάζονται όλα τα παιδιά με ταχύτητα και τρόπο πανομοιότυπο, όπως μια μηχανή.

Όλα αυτά τα τόσο διαφορετικά παιδιά είναι υποχρεωμένα να προσαρμόζονται στις άκαμπτες δομές και στους καθιερωμένους αλλά ξεπερασμένους τρόπους λειτουργίας του σχολείου, ή το σχολείο οφείλει να είναι ευέλικτο και εύκαμπτο απέναντι στις διαφορετικές ικανότητες και προϋποθέσεις μάθησης των παιδιών; Πώς τα παιδιά αυτά τα «άνισα» θα µπορέσουν µετά το πέρας των σπουδών τους να καθέξουν τις ίδιες θέσεις µε τους συµµαθητές τους που δεν ήταν «ποτέ ίσοι» µαζί τους; Το ευέλικτο και δημιουργικό σχολείο είναι το σχολείο συνεκπαίδευσης, το σχολείο που αναδομείται, ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες όλων των παιδιών.

Είναι το σχολείο όπου οι δάσκαλοί του ενθαρρύνονται να αναγνωρίζουν και να χρησιμοποιούν πιο αποτελεσματικά τις «φυσικές» πηγές που μπορούν να ενισχύσουν την ικανότητα μάθησης των παιδιών. Μέσα σε μια οποιαδήποτε τάξη οι επί μέρους μαθητές αποτελούν μια πλούσια πηγή εμπειριών, εμπνεύσεων, ανταγωνισμού και αλληλοϋποστήριξης, η οποία αν χρησιμοποιηθεί, μπορεί να διοχετεύσει μια τεράστια ποσότητα πρόσθετης ενέργειας για την πραγματοποίηση των έργων και των δραστηριοτήτων.

Η ευέλικτη δημιουργική τάξη ενός ευέλικτου δημιουργικού σχολείου, είναι ένας χώρος χωρίς αποκλεισμούς χωρίς απορρίψεις, χωρίς χλευασμό και υπεροπτική συγκατάβαση, είναι ένα περιβάλλον όπου κυριαρχεί η αγάπη, η θέληση, η κατανόηση, ο σεβασμός στην ανθρώπινη ιδιαιτερότητα και προσωπικότητα, η ανθρωπιά. Η δημιουργική τάξη μειώνει τις συγκρούσεις με την εξομάλυνση των απωθήσεων, με τη διοχέτευση των συναισθημάτων προς νέους δρόμους, με τη δημιουργία θετικών προτύπων και κοινωνικών συνηθειών. Αυξάνει τη διάθεση για δραστηριότητα και εργασία. Βοηθά το νέο άνθρωπο να αποκαλύψει τον εαυτό του, ν’ ανασυνθέσει τα σκορπισμένα στοιχεία της ύπαρξής του να βρει το στίγμα του.

Η ευέλικτη δημιουργική τάξη είναι ο καταλληλότερος τόπος, ώστε μεγάλος αριθμός παιδιών με ήπιες ή σοβαρότερες μαθησιακές και συμπεριφορικές δυσκολίες να βοηθηθεί για να βγει από το αδιέξοδο και το περιθώριο που τα οδηγούσε η ως σήμερα «δασκαλοκεντρική» τάξη. Είναι η τάξη που αναδεικνύει τα ταλέντα και τις ικανότητες όλων των παιδιών, τόσο των «ακαδημαϊκώς ικανών», όσο και των «αδύνατων» μαθητών. Αναδεικνύει παιδιά που γράφουν και μιλούν ορθά, αλλά και αυτά που εκφράζονται αμήχανα, αυτά που είναι οργανωμένα αλλά και τα αφηρημένα, τα ονειροπόλα, τα κοινωνικά αλλά και τα στοχαστικά, τα επιδέξια αλλά και τα αδέξια.

Σήµερα στη σχολική τάξη οι καλοί µαθητές δεν είναι µόνο για τους επαίνους και τις άλλες αµοιβές, αλλά πρέπει να λειτουργήσουν µε την παρέµβαση του δασκάλου ως κινητήρια δύναµη, που θα διευκολύνει και τους συµµαθητές τους να ενταχθούν ουσιαστικά στην οµάδα και να δράσουν ατοµικά και οµαδικά, µέσα από την οµάδα.

Ο εμψυχωτής δάσκαλος φροντίζει να δημιουργήσει ένα σχολικό περιβάλλον τέτοιο, που η ατμόσφαιρα και η αύρα του θα γεννήσει ένα πλήθος ερεθισμών και κινήτρων μάθησης. Ο συνεργάτης δάσκαλος που κατέχει τη δημιουργική ικανότητα του καλλιτέχνη, την ακριβή στάση του επιστήμονα και την πλήρη δεξιότητα του τεχνίτη θα κάνει τη διδασκαλία να μοιάζει με μικρό ταξίδι, να είναι έρευνα, εμπειρία μοναδική.. Η δημιουργική τάξη είναι ο χώρος που κανείς δε μπορεί να αμφισβητήσει την ύπαρξη της γοητείας του απρόβλεπτου και της έκπληξης. Δημιουργικός δάσκαλος είναι αυτός που έστω και μια φορά μπόρεσε να κάνει το μη αναμενόμενο πράξη, με θαυμασμό, με σεβασμό, με μάτια και αυτιά ορθάνοιχτα.

Το ευτύχηµα είναι ότι ο σηµερινός δάσκαλος έχει κατανοήσει ότι εκτός από τη ρήση «σφραγίδα της δωρεάς» απαιτείται και παιδαγωγική ενηµέρωση της οικογένειας, συνειδητοποίηση του προβλήµατος από τους ίδιους τους παιδαγωγούς και αρωγή από την πολιτεία, ώστε να ευδοκιµήσουν οι προσπάθειες των πρωτογενών και δευτερογενών παιδαγωγικών οµάδων. Κι αν είναι δύσκολο, όπως έγραψε ο Διονύσης Σαββόπουλος, να κρυφτείς από τα παιδιά, που έτσι και αλλιώς τα ξέρουν όλα, εξίσου δύσκολο μοιάζει να τα αφουγκραστείς – σε μια εποχή που το θέαμα και ο εκκωφαντικός θόρυβος τείνει να καλύψει τα πάντα.

Η τέχνη του ακούειν είναι μία από τις σημαντικότερες ικανότητες που οφείλει να διαθέτει ένας καλός δάσκαλος. Η τέχνη του κατανοείν είναι μια από τις σημαντικότερες δυνατότητες που πρέπει να χαρακτηρίζει τον σύγχρονο δάσκαλο. Δεν ακούει ο δάσκαλος μόνο με τ’ αυτιά του. Ακούει με τα μάτια του και την αφή του. Ακούει έχοντας αντίληψη των συναισθημάτων και των συγκινήσεων που γεννιούνται μέσα του ως αποτέλεσμα της επαφής του με τους μαθητές του. Ακούει με το μυαλό του, την καρδιά του και τη φαντασία του.

Ακούει τα λόγια των παιδιών, αλλά και τα μηνύματα που κρύβονται στα λόγια ή σε όσα τα λόγια κωδικοποιούν. Ακούει τη φωνή, το φέρσιμο, το λεξιλόγιο και τις χειρονομίες τους. Ακούει τα συμφραζόμενα, τα λεκτικά μηνύματα και τις κινήσεις του σώματος. Ακούει τους ήχους και τις σιωπές. Αυτή είναι η γλώσσα του σώματος, μια γλώσσα που κάθε δάσκαλος έχει χρέος να μάθει να καταλαβαίνει. Πάντα πρέπει να κυριαρχεί στις ενέργειες όλων µας η ρήση μεγάλου παιδαγωγού: «αγωγή σηµαίνει κατανόηση και βοήθεια».

Ας δώσουμε σε όλα τα παιδιά μέσα από ένα σχολείο για όλα τα παιδιά την ευκαιρία να γυρέψει ένα καινούριο «εμείς». Την ευκαιρία να γίνουν όλοι μαζί ο άνεμος και το καράβι, οι ναύτες και οι καπεταναίοι του τόπου μας.

Παππά Άννα, δασκάλα- συγγραφέας

Διαβάστε επίσης

Close