Τέλος της δεκαετίας του ‘40 αρχές του ’50, οι δυο γνωστοί λογοτέχνες, βρίσκονται συγκρατούμενοι στο Γεντί Κουλέ λόγω πολιτικών φρονημάτων.
Ο Μίσσιος λόγω ανέχειας (γεννημένος το 1930) δεν κατάφερε να τελειώσει ούτε το Δημοτικό, σταματώντας στη δεύτερη τάξη. Στη φυλακή του Γεντί Κουλέ όπου ήταν θανατοποινίτες, όπως ο ίδιος καταθέτει σε μια συνέντευξή του στο Βήμα, ο Μανόλης Αναγνωστάκης του έμαθε γράμματα.
Λέγεται ότι στα κελιά της ανατριχιαστικής απομόνωσης, όπου γίνονταν βασανιστήρια στους φυλακισμένους ή περνούσαν τις τελευταίες ώρες τους οι μελλοθάνατοι, «συγκάτοικοι» οι δυο τους, άλλαζαν θέση στο στενό κελί, προσπαθώντας να ρουφήξουν με τη σειρά τις αχτίνες του ήλιου στον ελάχιστο χρόνο που έμπαινε αυτός απ’ τη χαραμάδα του παράθυρου απέναντι.
Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1985, εμφανίζεται στη λογοτεχνία σε μεγάλη ηλικία με το βιβλίο «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», αυτοβιογραφικό κείμενο γραμμένο σε συνειρμική και λαϊκή γλώσσα αποκαλύπτοντας τη διαδρομή της ζωής του, από τα 17 ως τα 43 του χρόνια σε φυλακές και εξορίες.
«Όταν συνειδητοποίησα ότι δεν μπορώ να αλλάξω το σύστημα, άρχισα να αγωνίζομαι να μην με αλλάξει αυτό. Αγωνίζομαι να μείνω άνθρωπος. Και αυτό είναι η κορυφαία πολιτική μάχη. Να μπορείς να αποφύγεις τη βαρβαρότητα αυτής της εποχής. Να μπορείς να παραμείνεις άνθρωπος με τρυφερότητα. Με το δικό σου βλέμμα. Η ζωή είναι ένα δώρο που μας δίνεται μία φορά.
Οι περισσότεροι άνθρωποι όταν ξημερώνει λένε ‘’άντε να τελειώσει κι αυτή η κωλομέρα‘’. Και δεν καταλαβαίνουν ότι κάνουν άλλο ένα βήμα προς το θάνατο.» Χρόνης Μίσσιος
Κείμενο – φωτογραφία: Tommy Courtis