Γιάννης Μπουτάρης, μετά τη συνέντευξη

Γιάννης Μπουτάρης, μετά τη συνέντευξη

Επιτυχημένος; Αμφιλεγόμενος; Ξεροκέφαλος;; Δουλευταράς;

Πολλές απόψεις για το ίδιο πρόσωπο. Τον Γιάννη Μπουτάρη.

Μετά τη γνωστή συνέντευξή του (δείτε την εδώ), αναδημοσιεύουμε δύο κείμενα-γνώμες, δύο αξιόλογων αρθρογράφων.

(Με την απαραίτητη πάντα διευκρίνηση ότι εδώ μεταφέρουμε ειδήσεις, κείμενα και πιθανόν γνώμες άλλων. Αυτό δεν αποτελεί προτροπή του Thessaloniki Arts and Culture για συγκεκριμένες θέσεις)

Πες τα, δήμαρχε! του Κώστα Γιαννακίδη (Protagon, πηγή εδώ)

«Δεν μπορώ να μας χαρακτηρίσω Ευρωπαίους. Είμαστε κομπλεξικοί με την πρωτεύουσα και χωριάτες σε σχέση με την πόλη μας. Η αποθέωση της Θεσσαλονίκης θα είναι να έχει ο κόσμος αρνιά στα μπαλκόνια του.». Η δήλωση είναι του Γιάννη Μπουτάρη και περιλαμβάνεται στη συνέντευξη που παραχώρησε στο τοπικό free press «Εξώστης».

Είναι, περίπου, σαν να παίρνει ο Καμίνης έναν κασμά για να σκάψει στον Παρθενώνα. Πιθανότατα τώρα η Τσιμισκή να είναι γεμάτη μαλλιά και δόντια-θα έχουν καραφλιάσει πολλοί, θα έχουν φύγει περισσότερες μασέλες. Όμως ο Μπουτάρης εξελέγη δήμαρχος από ανθρώπους που συμφωνούν μαζί του. Και αν δεν έχουν το θάρρος να τα πουν δημοσίως, μπορούν και τα λένε στον εαυτό τους.

Ναι, το μεγαλύτερο πρόβλημα της Θεσσαλονίκης δεν είναι ούτε το κυκλοφοριακό, ούτε το πάρκινγκ, ούτε το μετρό που το σκάβουν με τα χέρια. Είναι αυτό που λέει ο δήμαρχος. Η εμμονή σε αγκυλώσεις και άλλοθι που δημιουργήθηκαν μόνο και μόνο για να καλύψουν την ανεπάρκεια των τοπικών παραγόντων.

Το «κατεστημένο της Αθήνας» έθρεψε τουλάχιστον δύο γενιές πολιτικών, συνδικαλιστικών και αθλητικών παραγόντων. Και, εντάξει, στα αθλητικά είχαν ένα δίκαιο, ειδικά στη δεκαετία του ’70. Όμως στην πολιτική και στον συνδικαλισμό, οι Θεσσαλονικείς καλούνται συχνά να ψηφίσουν ανθρώπους που μάχονται σκιάχτρα και ταΐζουν φανταστικούς δράκους.

Η δαιμονοποίηση των «Αθηναίων», η απαξίωση των «αθηναϊκών» ηθών και η αποθέωση του κιτς-αρκεί να είναι «δικό μας», σηκώνουν καμιά φορά γυάλινα τείχη γύρω από την πόλη.

Υπάρχει εξήγηση. Οι περισσότεροι Θεσσαλονικείς της μέσης ηλικίας δεν έχουν παππού που να γεννήθηκε εκεί. Πρόσφυγες είναι ή μετανάστες. Οι Εβραίοι, που έδιναν κοσμοπολίτικη αύρα στην αστική τάξη, αφανίστηκαν. Ξέμεινε από παραδοσιακούς αστούς η Σαλονίκη, της έμεινε η καχυποψία και εκείνο το υγρό κουτσομπολιό των στενών της. Και η γκρίνια των προσφύγων, από τις αρχές του εικοστού αιώνα, φούσκωσε σαν ζυμάρι, έγινε πολιτική ιδεολογία και τάισε καιροσκόπους, αγίους και διαβόλους.

Δεν βρίσκω λόγο για να μη μείνει ο Μπούταρης στο δημαρχείο. Ο λόγος του μαζεύει σκουπίδια που τα χορεύει έναν αιώνα στους δρόμους ο Βαρδάρης.

Ο δικός μου δήμαρχος! Νίκος Μαραντζίδης (Protagon, πηγή εδώ)

Τον είδα καθώς ανέβαινα την Παλαιών Πατρών, να κάθεται μόνος του σε ένα καφέ. Μιλούσε στο κινητό του. Ανταλλάξαμε από ένα ζεστό χαμόγελο· άγγιξα με το χέρι μου τον ώμο του (πάντα αγγίζω έτσι τους ανθρώπους που αγαπώ, παραβιάζοντας ενίοτε την ιδιωτικότητά τους) και συνέχισα. Πόσο μοναχικός άνθρωπος πρέπει να είναι, σκέφτηκα.

Ψήφισα τον Μπουτάρη όποτε κατέβηκε υποψήφιος. Στις τελευταίες εκλογές, όμως, μου είχε φύγει ο ενθουσιασμός. Δεν ήμουν βέβαιος ότι μπορούσε να προσφέρει, πια, από αυτή τη θέση. Τα χρόνια είχαν περάσει και φοβόμουν, μήπως τώρα ήταν απλώς ένας πεισματάρης γέρος που νοιαζόταν κυρίως για την υστεροφημία του.

Τον ξαναψήφισα προβληματισμένος, πιο πολύ από ιδεολογική συγγένεια και χωρίς πίστη. Χάρηκα, βέβαια, που εκλέχτηκε, αλλά πιο πολύ χάρηκα για το τέλος μιας άσχημης κατάστασης στον Δήμο Θεσσαλονίκης.

Σύντομα διαπίστωσα πως οι φόβοι μου διαψεύστηκαν και δεν κρύβω τον ενθουσιασμό μου για αυτό. Η ενέργεια που έδειξε όλο αυτό το διάστημα ο Μπουτάρης είναι εντυπωσιακή. Αυτά τα δυόμισι χρόνια τον έχω συναντήσει τόσες φορές με τους συνεργάτες του σε διάφορα σημεία της πόλης να εργάζεται, όσο δεν συνάντησα όλους τους άλλους δημάρχους μαζί, τα τελευταία 25 χρόνια.

Ο Μπουτάρης δεν έφερε, όμως, μόνο την ενέργειά του. Έφερε πάνω απ’ όλα την κουλτούρα και τον αέρα του. Πατριώτης και κοσμοπολίτης μαζί, φιλελεύθερος και σοσιαλδημοκράτης, βαλκάνιος και ευρωπαίος, επιχειρηματίας και ακτιβιστής, συμβατικός και αντικομφορμιστής, πολιτικός και αντιπολιτικός, μη γελιόμαστε, ο Μπουτάρης δεν εκφράζει τη «βαθιά» Θεσσαλονίκη της ορθοδοξίας, του επαρχιωτισμού και του εθνικισμού, αλλά μια Θεσσαλονίκη avant-garde, λίγο ιδιαίτερη και, κυρίως, πολύ μειοψηφική.

Με μια διαφορά, ο Μπουτάρης είναι η μια πρωτοπορία, που δεν αντιμετωπίζει τους πολίτες αφ’ υψηλού, με το ύφος μιας στεγνής ελίτ που νομίζει πως όλα τα ξέρει. Οι Θεσσαλονικείς τον αποδέχονται έτσι όπως είναι, γιατί αισθάνονται πως αυτός εδώ είναι οργανικό κομμάτι της πόλης, είναι αυθεντικός και όχι υποκριτής ή πολιτικάντης.

Με ρωτούν συχνά, φίλοι μου από την Αθήνα, τι άλλαξε πραγματικά ο Μπουτάρης στην πόλη; Τους απαντώ, πως ο Μπουτάρης έδωσε νόημα στον θεσμό του δημάρχου. Και μόνο αυτό να έκανε, θα ήταν αρκετό για να τον ξαναψηφίσω. Όμως, όλοι ξέρουμε πως η παρουσία του σηματοδότησε ευρύτερες αλλαγές είτε αυτές αφορούν αντιλήψεις και νοοτροπίες για το πώς μπορεί να αναπτυχθεί η Θεσσαλονίκη είτε αφορούν πρακτικές και λειτουργίες του Δήμου. Η πόλη άλλαξε και, παρά τους καιρούς της κρίσης, είναι χαμογελαστή και ζωντανή.

Κανείς δεν πρέπει να ξεγελαστεί. Ο Μπουτάρης είναι ένα μοναδικό φαινόμενο και δεν αντιγράφεται, ούτε και χρειάζεται εξάλλου. Τέτοιοι τύποι εμφανίζονται σε συνθήκες κρίσης και μπορούν να μεταμορφώσουν το τοπίο γύρω τους μόνο με την αύρα τους και την ενέργειά τους. Ο Μπουτάρης δεν αντιγράφεται λοιπόν, όμως η παρουσία του μπορεί να αξιοποιηθεί, τόσο για το παρόν, όσο και για το μέλλον.

Γιατί, αν για κάτι είμαι πλέον σίγουρος, είναι πως η έννοια του δημάρχου Θεσσαλονίκης δεν θα είναι πια ποτέ η ίδια μετά από αυτόν. Μέχρι τότε όμως έχει πολλά να προσφέρει από αυτή τη θέση και σίγουρα μια πενταετία ακόμη θα τον έχουμε μαζί μας. Έτσι δεν είναι, Δήμαρχε;

Για το τέλος κράτησα κάτι προσωπικό. Ας μου συγχωρεθεί. Αυτό το κείμενο το αφιερώνω στη μνήμη του πατέρα μου Αλέξανδρου, ενός έντιμου και προοδευτικού ανθρώπου, που έφυγε από τη ζωή πριν από έναν χρόνο. Προσφυγάκι και τουμπιωτάκη, αγάπησε πολύ τη Θεσσαλονίκη και τους κατοίκους της και υπήρξε για αρκετά χρόνια δημοτικός σύμβουλος και αντιδήμαρχος αυτής της πόλης. Μέλος της νεολαίας του κόμματος του Σβώλου και στη συνέχεια της Ένωσης Κέντρου, βίωσε τόσο τις φιλελεύθερες, όσο και τις σοσιαλιστικές ανησυχίες.

Όταν τα πράγματα ζόρισαν, δραστηριοποιήθηκε στον αντιδικτατορικό αγώνα μέσα από τις γραμμές της Δημοκρατικής Άμυνας. Τότε που πολλοί σώπασαν, ανάμεσά τους και κάποιοι σημερινοί επαναστάτες, ο πατέρας μου εγκατέλειψε την οικογένειά του για να ακολουθήσει αυτό που αυτός νόμιζε σωστό· γιατί πολλά πράγματα μπορούσε να στερηθεί, εκτός από το να ανοίγει το στόμα του ελεύθερα. Αυτός μου κληροδότησε αυτήν την πεισματάρικη αίσθηση ελευθερίας που με κάνει να βλέπω, αυτούς που σαν σκιάχτρα μου κουνούν απειλητικά το χέρι προσπαθώντας να με τρομάξουν και να με κάνουν να σωπάσω, ως παλιάτσους που απλώς εκτελούν το νούμερό τους.

Διαβάστε επίσης

Close