Θεσσαλονίκη | 5 ποιήματα για την πόλη που αγαπάμε

Θεσσαλονίκη | 5 ποιήματα για την πόλη που αγαπάμε

Πριν από επτά αιώνες, ο Νικηφόρος Χούμνος έγραψε, “Κανείς δεν μένει χωρίς πατρίδα, όσο υπάρχει η Θεσσαλονίκη”. Μπαίνοντας στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, αυτή η φράση ηχεί ακόμα πολύ οικεία. Μία πόλη που έχει φιλοξενήσει λογιών φυλές και είναι φημισμένη για το φαγητό, τη διασκέδαση και τη φιλοξενία της, δε μπορεί παρά να την αισθάνεσαι “σπίτι σου”, ακόμα κι αν δεν σε …”γέννησε” αυτή.

Αγαπημένοι ποιητές της χώρας μας, έχουν γράψει για τη Θεσσαλονίκη, όπως μεγάλωσαν σε αυτή, όπως την έζησαν, τη φαντάστηκαν, την ονειρεύτηκαν … Εμείς συγκεντρώσαμε μερικά από αυτά τα ποιήματα παρακάτω.

 

Θεσσαλονίκη | 5 ποιήματα για την πόλη που αγαπάμε

Θεσσαλονίκη, μέρες του 1969 μ.Χ. (Μανόλης Αναγνωστάκης)

Στν δ Αγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά!
Τώρα
ψώνεται τ μέγαρο τς Τράπεζας Συναλλαγν
Τουριστικ γραφεα κα πρακτορεα μεταναστεύσεως.
Κα
τ παιδάκια δν μπορονε πι ν παίξουνε π
τ
τόσα τροχοφόρα πο περνονε.
λλωστε τ παιδι μεγάλωσαν, καιρς κενος πέρασε πο ξέρατε
Τώρα πι
δ γελον, δν ψιθυρίζουν μυστικά, δν μπιστεύονται,
σα πιζήσαν, ννοεται, γιατ ρθανε βαρις ρρώστιες π τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατι
τες,
Θυμο
νται τ λόγια το πατέρα: σ θ γνωρίσεις καλύτερες μέρες
Δ
ν χει σημασία τελικ ν δν τς γνώρισαν, λένε τ μάθημα
ο
διοι στ παιδιά τους
λπίζοντας πάντοτε πς κάποτε θ σταματήσει λυσίδα
σως στ παιδι τν παιδιν τους στ παιδι τν παιδιν
τ
ν παιδιν τους.
Πρ
ς τ παρόν, στν παλι δρόμο πο λέγαμε, ψώνεται
Τράπεζα Συναλλαγν
γ συναλλάσσομαι, σ συναλλάσσεσαι, ατς συναλλάσσεται-
Τουριστικ
γραφεα κα πρακτορεα μεταναστεύσεως
μες μεταναστεύουμε, σες μεταναστεύετε, ατο μεταναστεύουν-
που κα ν ταξιδέψω λλάδα μ πληγώνει, λεγε κι Ποιητς
λλάδα μ τ ραα νησιά, τ ραα γραφεα,
τ
ς ραες κκλησις
λλς τν λλήνων.

 

Θεσσαλονίκη & Θεσσαλονίκη ΙΙ (Νίκος Καββαδίας)

Στ Γιργο Κουμβακάλη

τανε κείνη τ νυχτι πο φύσαγε Βαρδάρης,
τ
κύμα πλώρη κέρδιζεν ργι μ τν ργιά.
Σ
᾿ στειλε πρτος τ νερ ν πς γι ν γραδάρεις,
μ
σ θυμσαι τ Σμαρ κα τν Καλαμαριά.

Ξέχασες κενο τ σκοπ πο λέγανε ο Χιλιάνοι
γιε Νικόλα φύλαγε κι για Θαλασσινή.-
Τυφλ
κορίτσι σ᾿ δηγάει, παιδ το Modigliani,
πο
τ᾿ γαποσε δόκιμος κι ο δύο Μαρμαρινοί.

Νερ καλάρει τ Fore Peak, νερ κα τ πανιόλα
μ
σένα μία παράξενη ζαλάδα σ κινε.
Μ
στάμπα πο δν φαίνεται σ κέντησε Σπανιόλα
τ κορίτσι πο χορεύει πάνω στ σκοινί;

πάνω στ γιατάκι σου φίδι νωθρ κοιμται
κα
φέρνει βόλτες ψάχνοντας τ ροχα σου μαϊμού.
κτς π τ μάνα σου κανες δν σ θυμται
σ
τοτο τ τρομακτικ ταξίδι το χαμο.

ναύτης ρίχνει τ χαρτι κι θερμαστς τ ζάρι
κι α
τς πο φταίει κα δ νογάει, παραπατάει λοξά.
Θυμήσου κε
νο τ στεν κινέζικο παζάρι
κα
τ κορίτσι πού κλαιγε πνιχτ μς στ ρικσά.

Κάτω π φτα κόκκινα κοιμται Σαλονίκη.
Πρ
ν δέκα χρόνια μεθυσμένη μο πες «σ᾿ γαπ».
Α
ριο, σν τότε, κα χωρς χρυσάφι στ μανίκι,
μάταια θὰ ψάχνεις τὸ στρατὶ ποὺ πάει γιὰ τὸ Depot.

~*~

Τράνταζε σαν από σεισμό συθέμελα ο Χορτιάτης
κι ακόντιζε μηνύματα με κόκκινη βαφή.
Γραφή από τρεις και μου `γινες μοτάρι και καρφί.
Μα έριχνε η Τούμπα, σε διπλό κρεβάτι, τα χαρτιά της.

Τη μάκινα για τον καπνό και το τσιγαροχάρτι
την έχασες, την ξέχασες, τη χάρισες αλλού.
Ήτανε τότε που έσπασε το μεσιανό κατάρτι.
Τα ψέματα του βουτηχτή, του ναύτη, του λωλού.

Και τι δεν έχω υποσχεθεί και τι δεν έχω τάξει,
μα τα σαράντα κύματα μου φταίνε και ξεχνώ
της Άγρας τα μακριά σαριά, του Σάντουν το μετάξι
και τα θυμάμαι μόλις δω αναθρώσκοντα καπνό.

Το δαχτυλίδι που `φερνα μου το `κλεψε η Οράγια.
Τον παπαγάλο μάδησε και έπαψε να μιλεί.
Ας εκατέβαινε έστω μια, στο βίρα, στα μουράγια,
κι ας κοίταζε την άγκυρα μονάχα, που καλεί.

Τίποτα στα χεράκια μου, μάνα μου, δε φτουράει
έρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια και φυλαχτά.
Σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά.
Εμούτζωσε τη θάλασσα και τηνε κατουράει.

Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι.
Να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά.
Κι αν κάποια στην Καλαμαριά πουκάμισο μου ράβει,
Μπορεί να `ρθω απ’ τα πέλαγα με τη φυρονεριά.

 

 

Εγνατία (Ντίνος Χριστιανόπουλος)

Με τσάκισε κι απόψε η Εγνατία
με τα κεσάτια της.
Δε μυρμηγκιάζει πια η ομορφιά
στα παραβαρδάρια –
κάτι έχει αλλάξει,
αρχίσαμε κι εδώ τα καμώματα της Αθήνας,
όσοι δε φεύγουν για τη Γερμανία ακριβοπληρώνονται,
ανέβηκαν πολύ οι ταρίφες,
πού ο καιρός που τριγυρνούσαμε χωρίς λεφτά,
κάνοντας κιόλας και τον δύσκολο.

Πρέπει να βρω μια άλλη Εγνατία.

 

 

Θεσσαλονίκη (Ιωάννης Πολέμης)

῾Η Σαλονίκη ποὺ ἔσβηνε μὲ τοῦ καιροῦ τὸ διάβα
– καντήλι ποὺ τρεμόφωτο γιὰ λάδι λαχταρᾶ-
ἀποβραδίς κοιμήθηκε δυστυχισμένη σκλάβα,
καὶ τὴν αὐγούλα ξύπνησεν ἀρχόντισσα κυρά.
 .
Τί νά ᾽βλεπε στον ὑπνο της, τί ν΄σ ‘ταν τ ονειρο της;
– Τὸν Ἅι – Δημήτρην ἔβλεπε στ’ ἄτι του τὸ γοργό,
ποὺ ροβολώντας ἔκραζε μὲ τὴ φωνὴ τῆς νιότης:
«Ἄνοιξε πόρτα τῆς σκλαβιᾶς, ἡ Λευτεριὰ εἶμ’ ἐγώ!»
 .
Κι ἄνοιξ’ ἡ πόρτα ὀρθάνοιχτη μπροστὰ στὸν καβαλάρη
καὶ μπῆκ’ ἐκεῖνος κι ἔξαμψε σὰν τὸν αὐγερινο
κι ὑψώνοντας καὶ παίζοντας τ’ ἀστραφτερὸ κοντάρι
ἔδειξε μὲ τὸ δάχτυλο τοῦ ᾽Ολύμπου τὸ βουνό.
Κι ἔστρεψ ἐκεῖ τὰ μάτια της ἡ σκλάβα ἡ πονεμένη
κι ἀγνάντεψε ἀστραπόλαμπρη τοῦ ᾽Ολύμπου τὴν κορφὴ
κι εἶδε ἀπ’ τὴ ράχη στὴν πλαγιὰ γοργὰ νὰ κατεβαίνη 
ἡ ὄμορφη, ἡ πεντάμορφη τοῦ ἥλιου ἡ ἀδερφή·
 .
῾Η κόμη της ἀνέμιζεν, ἰτιὰ χρυσοκλωνάτη,
τὰ στήθη της χιονόλευκα, τὰ μάτια γαλανά,
στὸ χέρι της τὴ φλογερὴ γυμνὴ ρομφαία ἐκράτει,
κι ὁλόχρυσα ἀντιφέγγιζαν τ᾽ ἀπόμακρα βουνά.
 .
Κατέβηκε καὶ διάβηκε τὴν διάπλατη τὴν πόρτα
ἡ ὄμορφη, ἡ πεντάμορφη τοῦ ἤλιου ἡ ἀδερφή
κι ὅπου πατόῦσε εὐώδιαζε καὶ τ’ ἄνανθα τὰ χόρτα
ρόδα καὶ κρίνους ἄνθιζαν σε κάθε της στροφή.
Κι ἔπεσε ἡ σκλάβα ταπεινὰ μπρὸς στὴν ὡραία Παρθένα
γονατισμένη, ἀμίλητη, σκυμμένη, ντροπαλή·
κι ἐκείνη τὴν ἀνάγειρε μὲ χέρια ἀντρειωμένα
καὶ τὴν ἐσφιχταγκάλιασε μ’ ἀτέλειωτο φιλί.
.
Καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ σμίξανε γιὰ τὸ φιλὶ τὰ χείλια,
ἔπεσαν, βροντοκόπησαν τὰ σίδερα βαριά,
οἱ ἁλυσίδες ἔσπασαν, στόματ’ ἀγγέλων χίλια
ἀθώρητα τραγούδησαν τὸ « Χαῖρε ᾽Ελευθεριά! ».
Κι ἡ σκλάβα ξύπνησε μὲ μιᾶς· πττιέται ἀπ’ τὸ κρεβάτι,
τὰ ξαφνιασμένα μάτια της στὰ κάστρα της κολλᾶ.
Ὄχι, δὲν ἦταν ὄνειρο, νά τη ἡ Παρθένα, νά τη!
ὄμορφη, γαλανόλευκη μὲ τὸ σταυρὸ ψηλά.
Επιμέλεια: Δάφνη Τσάρτσαρου

Διαβάστε επίσης

Close