Τρίχες Κατσαρές #12 - Αβούλευτο είναι να γενεί χοίρου μαλλί μετάξι

Τρίχες Κατσαρές #12 – Αβούλευτο είναι να γενεί χοίρου μαλλί μετάξι

– Γιατί με συγχύζετε κυρία Σγουρού μου, μπορώ να καταλάβω;

– Γιατί συγχύζεστε κυρία Ρίτσα μου, μπορώ να καταλάβω εγώ;

– Εγώ συγχύζομαι γιατί μου ζητάτε παραλογισμούς.

– Κι εγώ συγχύζομαι γιατί δεν μου τους κάνετε. Πελάτισσα είμαι, απαιτώ!

– Τί απαιτείτε, καλή μου;

– Το απλούστατο: ένα ισιωματάκι. Πού να το πω δηλαδή, ότι ζητάω ένα ίσιωμα και μου φωνάζουν δίχως λόγο!

– Με λόγο σας φωνάζουν και αν συνεχίσετε έτσι, θα σας φωνάζουν και με έργο. Εσείς δεν θέλετε μονάχα ισιωματάκι, θέλετε και Υπεύθυνη Δήλωση πως το μαλλί θα παραμείνει ίσιο ως το τέλος της εβδομάδας. Ε, αυτό δεν το παρέχουμε.

– Γιατί;

– Γιατί το μαλλί σας είναι δαχτυλίδι. Σαν να γεννηθήκατε στην Κεντρική Αφρική. Αλήθεια, πού γεννηθήκατε;

– Στον Πλαταμώνα.

– Και γιατί είναι έτσι το μαλλί σας; Κι έξω στάζει ο Οκτώβρης…

– Και;

– Και με την υγρασία θα χειροτερέψει το χάλι σας, που μου το θέλετε και ίσιο. Σαν κοφτό μακαρονάκι είναι.

– Τώρα με θίγετε! Και τέλος πάντων, άμα δεν είστε ικανή να κατεβάσετε τη ρεκλάμα απ’ έξω, γιατί παραπλανείτε την πελάτισσα.

– Ποιά πελάτισσα;

– Την όποια πελάτισσα.

– Ποιά ρεκλάμα;

– Αυτή που λέει «Σίγουρα Αποτελέσματα στο Ritsa’s Coiffure». Ούτε σίγουρα είναι και να τα αποτελέσματα. Σηκώνομαι και φεύγω.

– Στο καλό να πάτε, πάρτε και την καμπαρτίνα σας και να κουμπωθείτε καλά γιατί φυσάει.

– Με διώχνετε κιόλας, τέτοια αγένεια!

– Σας ξεπροβοδίζω. Άντε, και να πάω να λιβανίσω. Άγιε Δημήτριε Πολιούχε, από μεγάλη λαχτάρα με γλιτώνεις. Θα τη νηστεύω αυτή τη μέρα.

– Θα σας δυσφημίσω, να το ξέρετε…

απείλησε έξαλλη η Σγουρού κοπανώντας την πόρτα και αναγκάζοντας σε εκστατικό χορό τα λεπτεπίλεπτα, αλουμινένια ψαράκια που στολίζουν το πόμολο και ταυτόχρονα, προστάζοντας τη Στέλλα σε άμεση έξοδο από το WC, κλείνοντας το φερμουάρ του τζην και ορθανοίγοντας το στόμα.

– Μη με κοιτάς και τράβα ν’ αγοράσεις μοσχολίβανο που τέλειωσε. Τριαντάφυλλο.σαι…﷽﷽﷽﷽μ είγώ εξ’ αρχής καιά ς ιακοσμητικΣτέλλ

– Πού είναι η…;

– Την έδιωξα.

– Γιατί;

– Γιατί έτσι ήθελα. Δικό μου είναι το μαγαζί, όποια θέλω τη χτενίζω, όποια θέλω την αφήνω αχτένιστη. Άντε μπράβο με την κάθε τρελή.

– Ρίτσα έχεις νεύρα.

– Όλοι έχουμε.

– Εσύ έχεις περισσότερα.

– Άμα με κόψουνε μπριζόλα να μη με προτιμήσεις. Σκασίλα μου.

– Ρίτσα, αυτά τα νεύρα δεν οφείλονται στη Σγουρού.

– Άμα την άκουγες!

– Οφείλονται στον καλό μας τον Νηλέα. Βρε, χαρές που ζούμε για τον έρωτά του!

– Παράτα με.

– Εγώ σε παρατάω, αλλά καλό θα ήταν να μας παρατήσει αυτός.

– Φάε τη γλώσσα σου.

– Θα τη φάω, αφού μου πεις. Τί έκανε πάλι;

– Είπε δεν θα ανέβει στη Θεσσαλονίκη.

– Πάλι.

– Δεν θα έρθει αυτό το Σαββατοκύριακο.

– Δεν θα έρθει και αυτό το Σαββατοκύριακο. Να τα λέμε όπως είναι ακριβώς. Γιατί δεν θα έρθει, μας εξήγησε;

– Ναι, αμέ. Κάτσε να στα διαβάσω γιατί δεν μπορώ να τα πω απ’ έξω:

Ιφιγένεια λυγερή.

Λουλούδι με λευκό χιτώνα.

Άνθος στο ξερό μου περιβόλι του χειμώνα.

Ας καλλιεργήσουμε τον έρωτά μας με το λίπασμα της προσμονής.

Ας μην συναντηθούμε ακόμα.

– Είδες;

– Είδα.

– Τί είδες;

– Ότι μας δουλεύει χοντρά, είδα.

– Δε νομίζω ρε Στέλλα.

– Και ότι θα κλαίμε όλοι μαζί, είδα, πριν καν ζυγώσει ο Νοέμβρης.

– Λες;

– Λέω και ξαναλέω, αλλά ποιός με ακούει…

αναρωτήθηκε η Στέλλα. Ύστερα πλησίασε το ενυδρείο για να μιλήσει στον Νικόλα, το ψάρι. Θα την καταλάβαινε στα σίγουρα. Είναι πιο μυαλωμένος από την κυρά του.

– Έτσι δεν είναι Νικόλα μου; Δεν σου φαίνεται μυστήριος αυτός ο Νηλέας; Όλο αναβολές και ποίηση και μάλλον την κοροϊδεύει τη Ρίτσα μας. Τί λες κι εσύ; Τον ρώτησε χτυπώντας με το δαχτυλίδι της το τζάμι.

ηπελάτισσα πύ έχει τέλειωσει. τγεμθυμηθητικ

Ο Νικόλας δεν κουνήθηκε, απλώς συνέχισε να κρύβεται στον βράχο. Έτσι κι αλλιώς ήταν ατάϊστος και δεν θα μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Άσε που θεώρησε προτιμότερο, την κουβέντα που ήθελε να πει να την κάνει πράξη: Στου κουφού την πόρτα, όσο θέλεις βρόντα.

τσα μας;﷽﷽ροιδει και σεάτον στο Θμιακοσμητικώστε

Διαβάστε επίσης

Close