Τρίχες Κατσαρές #14 - «Όποιος θε να βαμπακώσει, το Γενάρη θε ν' οργώσει»

Τρίχες Κατσαρές #14 – «Όποιος θε να βαμπακώσει, το Γενάρη θε ν’ οργώσει»

-Μα, 2014 και με θέλετε περμανάντ!

-Όχι εσένα Στέλλα, εμένα θέλω.
-Για χιούμορ είμαστε τώρα κυρία Βουγιουκλή; Παρωχημένες πρακτικές σας λέω, ξεπεραστήκανε μετά το ‘80, δεν ακούτε;
-Ακούω, αλλά εγώ το μαλλί μου το θέλω μπαμπακιένιο σαν αφρό, να με το φουντώσεις.
-Δεν θα την αντέξει την περμανάντ το μαλλί σας.
-Ποιός το είπε;
-Εγώ το είπα που είδα την τρίχα σας και με σηκώθηκε η δική μου.
-Γιατί;
-Κοιτάξτε και μόνη σας.
-Κοιτάζω.
-Αδύναμο μαλλί, άτονο, κακομοίρικο, αρρωστιάρικο και μελαγχολικό.
-Το μαλλί;
-Το μαλλί βέβαια. Χρειάζεται θεραπεία, το ζώνει η θλίψη.
-Άμα το κάνεις περμανάντ θα ζωντανέψει.
-Δε ζωντανεύει τούτο, οδεύει ευθεία προς τον θάνατο.
-Κουνήσου από τη θέση σου Στέλλα.
-Κουνιέμαι.
-Γιατί κουνιέσαι Στέλλα;
-Αμάν, η κυρία Ρίτσα!
-Αμάν, η κυρία Ρίτσα! Επιτέλους…
-Προς τι το επιτέλους, είχαμε μήπως ραντεβού;
-Όχι, να… επειδή δεν σας βλέπαμε ενάμισο μήνα.
-Δυο.
-Δυο ήταν Στέλλα;
-Δυο σαν τους Χιώτες κυρία Βουγιουκλή, άστε το σκόντο.
-Εσένα θα στο εξηγήσω το σκόντο μετά, όταν μείνουμε οι δυό μας.
-Κυρία Ρίτσα δεν σας έχω ευχηθεί καλή χρονιά. Καλές δουλειές, καλά χτενίσματα, καλά μαλλιά, καλά μυαλά, καλά λουσίματα, καλά ξεμπερδέματα…
-… να ξεμπερδεύει, μπράβο, καλά το σκεφτήκατε.
-Καλαμπόκια Στέλλα.
-Καλά, γιατί σας χάσαμε τόσον καιρό;
-Εγώ να σας πω, είχε δουλειές. Είχε εκκρεμότητες η κυρία Ρίτσα μας. Αλισβερίσια, θέματα, σούρτα, φέρτα, δόθε, κείθε, ιστορίες, ζητήματα. Πώς να το πω… ανοίγματα καλοκαιρινά που έπρεπε να κλείσουν. Κλείσανε Ρίτσα, για πες μας;
-Φεύγω, σας αφήνω, πάω να πάρω καφέ.
-Σταθείτε μια στιγμή να σας πω: ζητάω από τη Στέλλα να με κάνει περμανάντ και με αρνείται.
-Μα, 2014 και με θέλετε περμανάντ!
-Όχι εσάς, κυρία Ρίτσα, εμένα θέλω.
-Για χιούμορ είμαστε τώρα κυρία Βουγιουκλή; Παρωχημένες πρακτικές σας λέω, ξεπεραστήκανε μετά το ‘80.
-Ίδιο διάλογος, ήμαρτον! Πες της βρε Ρίτσα πως το μαλλί της είναι αδύναμο.
-Αδύναμο είναι δεν το βλέπει;
-Δεν ξέρω τι βλέπει, μίλα της.
-Δεν έχει δύναμη το μαλλί σας, καλή μου, είναι πεθαμένο.
-Πότε πέθανε; Αφού είπα στη Στέλλα και κουνήθηκε.
-Πέρυσι πέθανε, φέτος βρώμισε και βρωμάει και η περμανάντ και δεν έχουμε και όρεξη να σας την κάνουμε, τέλος.
-Και τί να το κάνω το μαλλί μου;
-Κάντε το χορτόπιτα, σαν πράσο είναι.
-Είναι τρόπος αυτός;
-Τέτοια που ρωτάτε…
-Μπορείτε τουλάχιστον με κάποιον τρόπο να μου το αφρατέψετε, να φουσκώσει, έστω για σήμερα;
-Γιατί, τί είναι σήμερα;
-Μεγάλη νύχτα. Θα βγω ραντεβού με έναν κύριο.
-Μπράβο αντοχές εβδομηντάρα γυναίκα!
-Εξήντα εννέα παρακαλώ. Τον γνώρισα στο Facebook, έχουμε τέσσερις φίλους κοινούς και παίζουμε όλοι μαζί το παιχνίδι με τη φάρμα.
-Συγγνώμη, έχετε Facebook;
-Εκατόν είκοσι φίλους έως χθες και θα μπω μετά να δω τα καινούργια αιτήματα. Τί με περάσατε, καμιά γριά εκτός εποχής;
-Όχι και εκτός εποχής, ο Γενάρης βγάζει νοστιμότατο πράσο.
-Και σπανάκι…

είπε η Ρίτσα αφήνοντας τη Στέλλα με μια σακούλα ρόλεϊ, με ένα σπρέϊ δυνατό και με έναν στόχο δύσκολο: να αυγατέψει το εν λόγω μαλλί σαν μαρέγκα.

Έπειτα βγήκε από το μαγαζί, το ίδιο άξαφνα όπως και είχε μπει. Δεν ήταν έτοιμη ακόμα για δημόσιες κουβέντες, μήτε και για συζήτηση ιδιωτική. Αγόρασε έναν παγωμένο καφέ από απέναντι και άραξε στο πεζουλάκι δεξιά, να ζεσταθεί. Είχε όντως δίμηνο που έλειπε, από πριν τα Χριστούγεννα και κόντευε Αποκριά. Δεν επέστρεφε ξεκούραστη, ούτε με χαρά και είχε άδεια καρδιά και αστόλιστη, σαν την Πλατεία Αριστοτέλους δίχως το παγοδρόμιο, το δέντρο και το εορταστικό της παραμύθι.

Τα πράγματα δεν είχαν πάει διόλου καλά με τον Νηλέα. Το υπέθετε και ο Νικόλας –το ψάρι– αγναντεύοντάς την από μακριά και λέγοντας από μέσα του μια ποσειδώνια κατάρα για να ξεκουμπιστεί η κυρία Βουγιουκλή μια ώρα αρχύτερα. Ως τότε, έψαχνε να βρει φυτοπλαγκτόν να φάει, για να αρθρώσει μια τουλάχιστον κουβέντα. Την έβλεπε τη Ρίτσα που ήτανε θλιμμένη και τη γνώριζε την αιτία, καλά: «O Γενάρης και αν γενάται του καλοκαιριού θυμάται».

Διαβάστε επίσης

Close