Τρίχες Κατσαρές #2 - Kάθε αρχή και δύσκολη

Τρίχες Κατσαρές #2 – Kάθε αρχή και δύσκολη

– Καλορίζικη.
– Ευχαριστώ.
– Καλές δουλειές.
– Ευχαριστώ.

– Βάλε με λίγο κοκκινέλι να σε χαρώ.
– Παρακαλώ;
– Κείνο το κόκκινο που φέρνετε απ’ την Καβάλα.

– Κόκκινο του χαλκού, ανοιχτό καστανό, δαμασκηνί ή κόκκινο της ντομάτας, που ταιριάζει στις λευκές επιδερμίδες;
– Τί λόγια λες θυγατέρα μου; Δεν θέλω εγώ ντομάτα. Λίγο απ’ το κόκκινο θέλω, να δροσιστεί το μέσα μου.
– Για σας το θέλετε το κόκκινο;
– Αμέ, για ποιόν, για τον απέναντι; Στάξε με λίγο.
– Νερό θες χριστιανέ μου;
– Κρασί θέλω κοπέλα μου.
– Μπάρμπα, δεν είναι πια ταβέρνα εδώ.
– Και τί είναι, κομμωτήριο;
– Ακριβώς.
– Ακρίβυνε; Μωρέ, δεν τις κρατάγατε ίδιες τις τιμές με τέτοια κρίση!
– Άλλαξε, λέμε, το μαγαζί. Δεν σερβίρουμε κρασί. Γίναμε κομμωτήριο.
– Κομμωτήριο! Στα Λαδάδικα! Άσε τα χωρατά… Με σάλτσα θα τις λούζεις τις πελάτισσες ή θα πιάσεις το τραπεζομάχαιρο να τις κουρέψεις;
– Τον έχω τον τρόπο μου. Μη νοιάζεσαι. Πήγαινε τώρα σε παρακαλώ. Άντε κι έρχεται κόσμος. Άντε, στο καλό.
– Καλέ, βάλε μ’ ένα ποτηράκι, να σε κάνω και σεφτέ. Μην κοιτάς που ‘μαι τύφλα, έχω εγώ να σε πλερώσω.
– Δεν έχω όμως εγώ να σε σερβίρω. Πήγαινε.

. . . / . . .

– Καλορίζικο.
– Καλορίζικο.
– Ευχαριστώ, ευχαριστώ. Να είστε καλά.
– Είμαστε η Κική και η Μαίρη και ήρθαμε για ένα κόκκινο.
– Μαλλί;
– Εμ τί, κρασί;
– Θα σας έλεγα τώρα κανά σγουρό, αλλά ένεκα που είστε οι πρώτες.
– Εμείς το κάνουμε το ποδαρικό;
– Εσείς το κάνετε.
– Θέλω να βάψω τα μαλλιά μου κανελί, να μου ταιριάζουνε με τις φακίδες.
– Μα, δεν έχετε φακίδες.
– Δεν έχω, αλλά τις ζωγραφίζω με μολύβι.
– Των ματιών;
– Των ματιών, ναι. Στη μύτη, βέβαια.
– Παναγιά μου Αθηναία, δεν αρχίζουμε καλά!
– Απ’ την Αθήνα είστε;
– Μάλιστα.

. . . / . . .

– Νερώνεις το κρασί; Γιατί αργείς; Φέρε και μια μπουκιά κασέρι που έχω το στομάχι σουρωτήρι… Να κεράσεις και τις ομορφούλες που ήρθανε. Από τον Μήτσο πες.
– Ακόμη να φύγεις εσύ; Δεν καταλαβαίνεις τι σου λέω; Δεν είναι εδώ ταβέρνα. Πέθανε ο κυρ-Φίλιππος, μου άφησε το μαγαζί και το έκανα κο-μμω-τή-ρι-ο. Κοίτα και την πινακίδα: «Ritsa’s Coiffure».
– «Φουρ – φουρ» γίνανε όλα, αυτό κοιτάω. Μπορώ να κάτσω δηλαδή, να με ξυρίσεις;
– Δεν είναι μπαρμπέρικο, δεν είναι κουρείο. Κομμωτήριο είναι!
– Κι εκείνη, εκεί, τη μπανιερίτσα, την έχεις για το λούσιμο;
– Ενυδρείο για το ψάρι. Μου θες και μπανιερίτσα, τρομάρα σου…

…είπε η Ρίτσα η κομμώτρια, προτού τον σύρει από τον ώμο για να τον πάει στο καλό, προτού καθίσει την πρώτη της πελάτισσα στο λουτήρα, προτού τοποθετήσει τη δεύτερη σε μια καρέκλα κάτω από το φως, προς διεξοδική εξέταση της ποιότητος της τρίχας.

Ώρες αργότερα, περί το σούρουπο, έστρεψε το κεφάλι της κατά τον ουρανό, μετά από μήνες που ήταν σκυμμένο στη γη. Ένα έντονο φούξια, ένα ροζ απαλό, ένα πορτοκαλί και ένα βυσινί, της χρωμάτισαν τη σκέψη. Είχαν όλα τους μέσα, σταγόνες κόκκινο. Βραδάκι αποχωρίστηκε το μαγαζί, στο καλωσόρισμα των πρώτων αστεριών, μετά το σκούπισμα, το συμμάζεμα, το τάισμα του ψαριού.

«Toν μεθυσμένο μη σκουντάς και μόνος του θα πέσει»,

ψέλισε ο Νικόλας κάνοντας μπουρμπουλήθρες και καταπίνοντας λαίμαργα την ψιλοκομμένη του γλιστρίδα. Κατόπιν ούτε πέντε συμπληρωμένων λεπτών, τα ίδια ακριβώς επαναλάμβανε κι εκείνη, παρατηρώντας από μακρυά τον μπαρμπά-Μήτσο, φαρδύ – πλατύ στο πεζοδρόμιο να φιλιέται με μία καράφα. Μα ίσα που ακούστηκαν καθώς η μουσική από τα γύρω μαγαζιά δυνάμωνε, μαζί με την προσέλευση του κόσμου.

Διαβάστε επίσης

Close